Η σιωπή που αγάπησε τρελά ένα σαράκι, που από μέσα τρώγοντάς την, την έκανε του έρωτα δοχείο και μια μεσόκοπη κυρία που πηδά μες στον καθρέφτη των τεράστιων ματιών της
[Απομίμηση ζωής ετούτη η ζωή. Σκηνογραφία, Πόρτα ζωγραφισμένη σ’ ένα τυφλό ντουβάρι όπου ΚΑΠΟΙΟΣ εξημέρωσε, κάποτε, μια μοναξιά. Από θηρίο της ερήμου ζώο την έκανε οικόσιτο, κι ήτανε τρυφερή και διακριτική και στην αφή τόσο απαλή, πιο απαλή ακόμα και από γάτα. Τώρα, πώς έγινε και, έτσι ξαφνικά, αυτή η τόσο εξημερωμένη μοναξιά τον κατασπάραξε, κανείς δεν ξέρει!]
Σ’ ένα σπίτι έρημο κι ερειπωμένο (από τη συλλογή ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΣΙΩΠΗ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ κι άλλα ασήμαντα περιστατικά, Νεφέλη/ βιβλία 2000)
Σ’ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΕΡΗΜΟ ΚΙ ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ,ζούσε μια χοντρή, βαριά σιωπή. Τόσο χοντρή, που ’χε ξηλώσει όλα τα κουφώματα, τόσο βαριά που ’χε βουλιάξει όλα τα πατώματα και τόσο σιωπηλή που όποιος έμπαινε εκεί δεν άκουγε ούτε τη βουή του τρομαγμένου αίματος στις φλέβες του.
Και, ξαφνικά, μια μέρα η σιωπή τραγούδησε. Ναι, μη σας φαίνεται παράξενο. Ο έρωτας τα πάντα κατορθώνει, και η σιωπή, για την οποία σας μιλώ, αγάπησε τρελά ένα σαράκιπου, λίγο λίγο, από μέσα τρώγοντάς την, αδιάκοπα αδειάζοντάς την, ανάλαφρο την έκανε του έρωτα δοχείο, του τραγουδιού του ηχείο.
Γηραιά κυρία
ΓΗΡΑΙΑ ΚΥΡΙΑ ΣΥΝΑΝΤΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ,εξίσου γηραιό ιερέα και σκύβει, ευλαβικά, να ασπασθεί τη δεξιά του.
Ο ιεράς τείνει πρόθυμα το χέρι, αλλά, την τελευταία στιγμή, λίγο πριν το αγγίξουνε τα χείλη της, το αποτραβά μες στο φαρδύ του ράσου του μανίκι. Στην ηλικία που βρίσκεται, με τη σοφία που έχει αποκτήσει, γνωρίζει, πλέον, πως δεν είναι αντικείμενο λατρείας, αντιπρόσωπος Θεού επί της γης.
Η γηραιά κυρία, ωστόσο, εκλαμβάνει την κίνησή του αυτή ως συστολή, ως συστολή ερωτική, ενδεχομένως, και, καταλαμβανόμενη από αιφνίδια, νεανική σχεδόν, αιδώ, μέχρι τ’αυτιά της κοκκινίζει.
Μεσόκοπη κυρία
ΜΕΣΟΚΟΠΗ ΚΥΡΙΑ ΚΟΙΤΑΖΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗκαι δε βλέπει το στήθος της που πέφτει βαρύ, χλομό και πλαδαρό, αλλά μια λυγερή δορκάδα που ακινητεί, για λίγο μέσα στο γυαλί. Μια φλέβα ασπαίρει στον περήφανο λαιμό της, φρουμάζουν τα ρουθούνια της, διαστέλλονται τα τεράστια μάτια της. Είναι σαφές ότι ετοιμάζεται να πηδήξει, και πάλι, μακριά. Και πράγματι, πηδά, πηδά η μεσόκοπη κυρία, μες στον καθρέφτη των τεράστιων ματιών, και φεύγει, φεύγει μακριά απ’ το βαρύ, χλομό και πλαδαρό της στήθος.
Κάποια ερωτεύτηκε τον κηπουρό των άστρων
ΚΑΠΟΙΑ ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΕ ΤΟΝ ΚΗΠΟΥΡΟ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝκαι δεν μπορεί να ζήσει πια χωρίς αυτόν. Μαζί του όμως να σμίξει δεν είναι δυνατόν, τεράστια η απόσταση που τους χωρίζει. Η μοίρα της ορίζει να μην το δει ποτέ.
Κάποια ερωτεύτηκε τον κηπουρό των άστρων και δεν μπορεί να ζήσει πια χωρίς αυτόν. Στη γη ξαπλώνει, παραδίνεται ανάσκελα στη γύρη των ουράνιων λουλουδιών.
Είναι δυο άνθρωποι: ο ένας με μαχαίρι, ο άλλος άοπλος
ΕΙΝΑΙ ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ Ο ΕΝΑΣ ΜΕ ΜΑΧΑΙΡΙ, Ο ΑΛΛΟΣ ΑΟΠΛΟΣ.Αυτός με το μαχαίρι λέει στον άλλο: «Θα σε σκοτώσω».
«Μα γιατί;», ρωτά ο άλλος, «τι σου χω κάνει; Πρώτη φορά βλεπόμαστε. Ούτε σε ξέρω, ούτε με ξέρεις».
«Γι’ αυτό ακριβώς θα σε σκοτώσω. Αν γνωριζόμασταν, μπορεί να σ’ αγαπούσα», λέει αυτός με το μαχαίρι.
«Ή και να με μισούσες», λέει ο άοπλος, «να με μισούσες τόσο που με χαρά μεγάλη θα με σκότωνες. Γιατί να στερηθείς μια τέτοια απόλαυση; Έλα να γνωριστούμε»
«Κι αν σ’ αγαπήσω;» επιμένει ο οπλισμένος, «αν σ’ αγαπήσω, τι θα κάνει ετούτο το μαχαίρι;
«Ω μη φοβάσαι», λέει ο άοπλος, σκοτώνει ακόμη και η αγάπη. Και, τότε, είναι ακόμη πιο μεγάλη η απόλαυση»
ΕΝΑΣ ΤΥΡΑΝΝΙΣΜΕΝΟΣ ΑΠ’ ΤΗ ΜΕΡΑ ΚΙ ΟΣΑ ΑΥΤΗ ΤΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ, χαρίζει στο χαρτί, άγρια χαράματα, τούτο το γράμμα: «Νύχτα, καλή μου, ξημερώματα σου γράφω αυτό το γράμμα. Με νοσταλγία στο γράφω. Καλά καλά δεν έφυγες και σ’ έχω κιόλας πεθυμήσει. Γύρνα ξανά σε μένα, νύχτα μου, γρήγορα γύρνα! Με πονά το φως με τις βελόνες του! Γύρνα ξανά με τ’ απαλό, μαύρο βελούδο σου, τα μάτια θα μου βγάλει αυτό το φως με τις βελόνες του, τυφλός θα μείνω δίχως το σκοτάδι σου»