Δεν είναι καλό να διαβάσει όλος ο κόσμος της σελίδες που θ’ ακολουθήσουν. Ελάχιστοι μόνον μπορούν να γευτούν ακίνδυνα αυτόν εδώ τον πικρό καρπό. Γι’ αυτό, λοιπόν, άτολμη ψυχή, πριν ξανοιχτείς μακρύτερα μέσα σε τέτοιους χερσότοπους ανεξερεύνητους, γύρνα πίσω και μην προχωρείς. Πρόσεξε τι σου λέω. Γύρνα πίσω και μην προχωρείς, όπως ο γιος που αποστρέφει τα μάτια με σεβασμό από τη σεπτή ενατένιση του μητρικού προσώπου – ή, καλύτερα, όπως αλλάζει κατεύθυνση ένα σχήμα γωνιώδες γερανών που δεν αντέχουν το κρύο και που απλωμένοι όσο φτάνει το μάτι, πολύ μεθοδικά, το χειμώνα, πετούν με δύναμη μέσα στη σιωπή, με τις φτερούγες τους τεντωμένες, προς ένα ορισμένο σημείο του ορίζοντα, απ’ όπου ξαφνικά φυσάει άνεμος παράξενος και δυνατός, προάγγελος καταιγίδας(ένα κείμενο χειμαρρώδες και ψυχρό ταυτόχρονα, όπως οι αστραπές και οι σπίθες σ’ ένα ηλεκτρικό στύλο που βραχυκυκλώθηκε, όπως μια βροχή από διάττοντες γύρω από ένα διαστημόπλοιο)
Θαλάσσια κήτη, μικροσκοπικά ζωύφια, θηρία της άγριας φύσης, κακόβουλα φυτά κι ο άνθρωπος μαζί με το Θεό του σ’ ένα αδυσώπητο εμφύλιο πόλεμο, που το μένος και η ορμή του μεταφέρονται σαν απωθημένα ένστικτα που ξεσπούν στον τρόπο γραφής Περίεργο αφήγημα γραμμένο από έναν εξίσου περίεργο έφηβο, ο Μαλντορόρ, προκαλεί ακόμη ρίγη και δέος, όχι μόνο για τις σκληρές ιστορίες που περιέχει, αλλά κυρίως για τον ανατρεπτικό τρόπο με το οποίο τις αφηγείται.
ΠΡΩΤΟ ΑΣΜΑ: μια περιπλάνηση σε χώρους όπου ο εφιάλτης γίνεται πραγματικότητα
Είθε, ουρανέ μου, ο αναγνώστης να γίνει ριψοκίνδυνος και πρόσκαιρα στυγνός, όσο κι αυτό εδώ το κείμενο που διαβάζει, και να μπορέσει να βρει τον απόκρημνο και άγριο δρόμο του, χωρίς να χάσει τον προσανατολισμό του, μέσα σ’ αυτές τις σκοτεινές και δηλητηριώδεις σελίδες που βαλτώνουν στην ερημιά. Γιατί εάν δεν δείξει ως αναγνώστης αυστηρή λογική και πνευματική εγρήγορση που να ισοδυναμεί τουλάχιστον με τη δυσπιστία του, οι θανατηφόρες αναθυμιάσεις αυτού του βιβλίου θα λιώσουνε την ψυχή του όπως το νερό τη ζάχαρη. Δεν είναι καλό να διαβάσει όλος ο κόσμος της σελίδες που θ’ ακολουθήσουν. Ελάχιστοι μόνον μπορούν να γευτούν ακίνδυνα αυτόν εδώ τον πικρό καρπό. Γι’ αυτό, λοιπόν, άτολμη ψυχή, πριν ξανοιχτείς μακρύτερα μέσα σε τέτοιους χερσότοπους ανεξερεύνητους, γύρνα πίσω και μην προχωρείς. Πρόσεξε τι σου λέω. Γύρνα πίσω και μην προχωρείς, όπως ο γιος που αποστρέφει τα μάτια με σεβασμό από τη σεπτή ενατένιση του μητρικού προσώπου – ή, καλύτερα, όπως αλλάζει κατεύθυνση ένα σχήμα γωνιώδες γερανών που δεν αντέχουν το κρύο και που απλωμένοι όσο φτάνει το μάτι, πολύ μεθοδικά, το χειμώνα, πετούν με δύναμη μέσα στη σιωπή, με τις φτερούγες τους τεντωμένες, προς ένα ορισμένο σημείο του ορίζοντα, απ’ όπου ξαφνικά φυσάει άνεμος παράξενος και δυνατός, προάγγελος καταιγίδας. Ο γηραιότερος από τους γερανούς, που από μόνος του παίρνει τη θέση εμπροσθοφύλακα, καθώς το βλέπει αυτό, κουνάει το κεφάλι του σαν άνθρωπος συνετός, και στη συνέχεια κουνώντας και το ράμφος του το κροταλίζει, και δεν είναι ευχαριστημένος (ούτε κι εγώ θα ’μουν στη θέση του), ενώ το γέρικο λαιμό του γυμνό από φτερά και σύγχρονο με τρεις γενεές γερανών, τον διεγείρει ένας απεγνωσμένος κυματισμός, προμήνυμα της καταιγίδας που συνεχώς πλησιάζει. Αφού κοιτάζει και ξανακοιτάζει ψύχραιμα σε όλες τις μεριές με μάτια γεμάτα πείρα, προσεκτικά, αφού είναι ο πρώτος, (γιατί εκείνος έχει το προνόμιο να δείχνει τα φτερά της ουράς του στους άλλους γερανούς, κατώτερους σε ευφυΐα), με μια φωνή επαγρύπνησης θλιμμένου στρατιώτη στη σκοπιά, για την απόκρουση του κοινού εχθρού, στρέφει με ευλυγισία την κορυφή του γεωμετρικού σχήματος (ίσως να είναι τρίγωνο, δεν βλέπουμε ωστόσο την Τρίτη πλευρά που διαμορφώνουν μες στο διάστημα αυτά τα περίεργα αποδημητικά πτηνά) γυρνώντας την πότε δεξιά, πότε αριστερά, σαν επιδέξιος καπετάνιος. Και μανουβράροντας έτσι με τα φτερά του δεν φαίνονται πιο μεγάλα από ενός σπουργίτη, μια και δεν είναι άμυαλος, παίρνει έναν άλλο δρόμο φιλοσοφημένο και ασφαλέστερο.
Αναγνώστη, μπορεί να θέλεις να επικαλεστώ το μίσος στην αρχή αυτού του έργου!
Ποιος σου είπε, όμως, πως, ρουθουνίζοντας, δεν θα ρουφήξεις, βυθισμένος σ’ αναρίθμητες ηδονές, όσο τραβά η ψυχή σου, με τ’ αλαζονικά ρουθούνια σου, πλατιά κι αδύνατα, γυρνώντας μπρούμυτα, όπως ο καρχαρίας, μες στον όμορφο και μαύρο αέρα, αργά και μεγαλόπρεπα, σαν να συνειδητοποιείς αυτής της πράξης και την εξίσου μεγάλη σπουδαιότητα της καθ’ όλα δικαιολογημένης σου όρεξης, τις κόκκινες του αναθυμιάσεις; Σε βεβαιώνω, θα το ευχαριστηθούν οι δυο δύσμορφες τρύπες στο απαίσιο ρύγχος σου, ω τέρας, εάν παρ’ όλα αυτά βαλθείς να εισπνεύσεις προηγουμένως τρεις χιλιάδες φορές απανωτά την καταραμένη συνείδηση του Αιώνιου Όντος! Τα ρουθούνια σου, που θα διασταλούν υπέρμετρα από ανείπωτη ικανοποίηση, από ασάλευτη έκσταση, τι άλλο καλύτερο να ζητήσουν από αυτή τη μοσχοβολιά που θα ’χει ολόγυρα ξεχυθεί σαν από αρώματα και λιβάνι. Κι αυτό, γιατί θα ’χουν χορτάσει την απόλυτη ευτυχία,
όπως οι άγγελοι που κατοικούν στο μεγαλείο και την ειρήνη των τερπνών ουρανών.
Θ’ αποδείξω μέσα σε λίγες γραμμές πόσο καλός υπήρξε ο Μαλντορόρ τα πρώτα χρόνια της ζωής του, οπότε και ήταν ευτυχισμένος. Τέλειωσε αυτό. Μετά, συνειδητοποίησε πως είχε γεννηθεί μοχθηρός – απίστευτη κακοδαιμονία! Έκρυψε όσο μπορούσε το χαρακτήρα του για πάρα πολλά χρόνια. Στο τέλος, όμως, απ’ αυτή την αυτοσυγκράτηση που δεν ήταν στο φυσικό του, κάθε μέρα του ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι. Ώσπου, μη υποφέροντας άλλο μια τέτοια ζωή, ρίχτηκε αποφασιστικά στη σταδιοδρομία του κακού… ατμόσφαιρα γλυκιά! Ποιος να το ’λεγε! Όταν φιλούσε ένα μικρό παιδί, με ροδαλή όψη, ένιωθε την επιθυμία να του αφαιρέσει τα μάγουλα μ’ ένα ξυράφι, και πολύ συχνά θα το είχε κάνει, αν η Δικαιοσύνη, με τις αμέτρητες τιμωρίες να την ακολουθούν εν πομπή, δεν τον εμπόδιζε κάθε φορά. Δεν ήταν ψεύτης, ομολογούσε την αλήθεια και το ’λεγε πως ήταν αδυσώπητος. άνθρωποι, ακούσατε; Τολμά να το ξαναλέει με αυτήν εδώ την πένα που τρέμει! Άρα, λοιπόν, πρόκειται για μια δύναμη πιο ισχυρή απ’ τη θέληση… Κατάρα! Μπορεί η πέτρα να ξεφύγει απ’ τους νόμους της βαρύτητας; Αδύνατο.
Αδύνατο, να θέλει το κακό να συμμαχήσει με το καλό.
Είναι ακριβώς αυτό που έλεγα πιο πάνω.
Υπάρχουν κάποιοι που γράφουν ζητώντας επιδοκιμασίες, κι έχουν ως μέσο για να το πετύχουν τις ευγενικές ιδιότητες της καρδιάς, που είτε τις επινοούν με τη φαντασία τους είτε πιθανώς να τις διαθέτουν. Εγώ, θα χρησιμοποιήσω την ιδιοφυία μου για να περιγράψω τις ηδονές της σκληρότητας! Ηδονές όχι εφήμερες, τεχνητές, αλλά όσες με τον άνθρωπο έχοντας ξεκινήσει, θα τελειώσουν μαζί του. Η ιδιοφυία δεν μπορεί, άραγε, να συμμαχήσει με τη σκληρότητα σύμφωνα με τις απόκρυφες βουλές της Θείας Πρόνοιας; Ή μήπως, αν είναι κανείς αδυσώπητος, δεν μπορεί να είναι και ιδιοφυής; Η απόδειξη θα φανεί μες τα λόγια μου. Αρκεί εσείς να με ακούσετε, αν το θέλετε βέβαια… Συγγνώμη, νομίζω πως σηκώθηκαν οι τρίχες της κεφαλής μου. Κανένα πρόβλημα, αφού, με το χέρι μου, κατάφερα να τις ξαναβάλω στη θέση τους. Αυτός που τραγουδάει δεν ισχυρίζεται ότι οι μονωδίες του είναι κάτι πρωτάκουστο. Αντίθετα, χαίρεται που οι αλαζονικές και μοχθηρές σκέψεις του ήρωά του είναι οι σκέψεις όλων των ανθρώπων.
Είδα ανθρώπους, με κεφάλι άσχημο και με φοβερά μάτια χωμένα στη σκοτεινή κόγχη, να ξεπερνούν τη σκληρότητα του βράχου, την ακαμψία του λιωμένου ατσαλιού
Είδα, σε όλη μου τη ζωή, μηδενός εξαιρουμένου, τους ανθρώπους, με ώμους στενούς, να κάνουν πράξεις ανόητες κι αναρίθμητες, να αποβλακώνουν τους ομοίους τους και να διαστρέφουνε τις ψυχές με όλα τα μέσα. Τα κίνητρα των πράξεων τους τα ονομάζουν – η δόξα. Μπροστά σ’ ένα τέτοιο θέαμα, θέλησα να γελάσω όπως οι άλλοι, όμως αυτό –μίμηση αλλόκοτη- στάθηκε αδύνατο. Πήρα ένα σουγιά που η λάμα του είχε μια κόψη κοφτερή και χάραξα τη σάρκα μου εκεί που ενώνονται τα χείλη. Προς στιγμήν πίστεψα ότι πέτυχα το σκοπό μου. Κοίταξα στον καθρέφτη αυτό το στόμα μωλωπισμένο με τη δική μου τη θέληση! Έκανα λάθος! Το αίμα που έτρεχε άφθονο απ’ τις δυο πληγές δεν μ’ άφηνε άλλωστε να διακρίνω αν επρόκειτο πράγματι για το γέλιο των άλλων. Ύστερα, όμως, από λέγε στιγμές σύγκρισης, είδα καθαρά ότι το γέλιο μου δεν έμοιαζε με των ανθρώπων, δηλαδή ότι εγώ δεν γελούσα. Είδα τους ανθρώπους, με κεφάλι άσχημο και με φοβερά μάτια χωμένα στη σκοτεινή κόγχη, να ξεπερνούν τη σκληρότητα του βράχου, την ακαμψία του λιωμένου ατσαλιού, την ωμότητα του καρχαρία, την αυθάδεια της νεότητας, την παράλογη οργή των κακούργων, τις προδοσίες του υποκριτή, τους πιο απίθανους θεατρίνους, να ξεπερνούν τη δύναμη του χαρακτήρα των ιερέων, και τις υπάρξεις τις πιο αδιαπέραστες, τις πιο πικρές των κόσμων και τ’ ουρανού – ν’ αποθαρρύνουν τους ηθικούς φιλοσόφους να εισδύουν στην καρδιά τους, και να προκαλούν με τις πράξεις τους την εκ των άνω αμείλικτη καταδίκη. Τους έχω δει όλους μαζί, άλλες φορές με την πιο στιβαρή γροθιά τους στραμμένη στον ουρανό, όπως ένα ήδη απροσάρμοστο παιδί που απειλεί έτσι τη μάνα του, πιθανώς σπρωγμένους από κάποιο πνεύμα της κόλασης, με τα μάτια βαριά από μια τύψη αλγεινή και συνάμα μνησίκακη, σε παγερή σιωπή, να μην τολμούν να εκφράσουν τους αμέτρητους και αχάριστους λογισμούς που απέκρυπτε η ψυχή τους, γιατί έβριθαν αδικίας και φρίκης, ικανούς να γεννήσουν τη λύπηση του Θεού του φιλεύσπλαχνου – κι άλλοτε πάλι, κάθε στιγμή της μέρας, απ’ την αρχή των παιδικών τους χρόνων μέχρι το τέλος των γηρατειών, να σκορπίζουν εδώ κι εκεί απίστευτες κατάρες, χωρίς καμιά λογική, ενάντια σε κάθε τι που ανασαίνει, ενάντια στον ίδιο τους τον εαυτό και τη Θεία Πρόνοια, να εκπορνεύουν τις γυναίκες και τα παιδιά και ν’ ατιμάζουν έτσι μέρη του σώματος ταμένα στην αιδώ. Τότε, οι θάλασσες υψώνουν τα ύδατά τους, η άβυσσος τους καταβροχθίζει –οι στρόβιλοι των ανέμων, οι σεισμοί αναποδογυρίζουν τα σπίτια- η πανούκλα, οι κάθε λογής αρρώστιες αποδεκατίζουν τις δεόμενες οικογένειες. Αλλά οι άνθρωποι ούτε που το αντιλαμβάνονται. Τους έχω δει, επίσης, να κοκκινίζουν, να κιτρινίζουν από ντροπή για τη διαγωγή τους πάνω στη γη –σπάνια όμως. Θύελλες, αδελφές των κυκλώνων –στερέωμα γαλαζωπό, που δεν παραδέχομαι την ομορφιά σου –θάλασσα υποκρίτρια, εικόνα της καρδιάς μου- γη, με τα σπλάχνα των μυστηρίων –κάτοικοι ουρανίων σωμάτων – σύμπαν ολόκληρο –Θεέ, που εσύ το δημιούργησες με μεγαλείο, εσένα επικαλούμαι: δείξε μου έναν άνθρωπο που να ’ναι καλός!... Κι είθε η χάρη σου να δεκαπλασιάσει τις φυσικές μου δυνάμεις, γιατί και μόνο στη θέα αυτού του τέρατος μπορεί να πάθω αποπληξία και να πεθάνω –εδώ, για πιο ασήμαντα πεθαίνουμε.
Πρέπει ν’ αφήσει κανείς τα νύχια του να μακρύνουν για δεκαπέντε μέρες.
Α! τι γλυκό να τραβάς βάναυσα από το κρεβάτι του ένα παιδί κόμη αμούστακο και με μάτια ορθάνοιχτα, να κάνεις ότι περνάς μειλίχια το χέρι στο μέτωπό του, στρώνοντας προς τα πίσω τα όμορφά μαλλιά του! Έπειτα, ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμένει, να βυθίζεις τα μακριά σου νύχια στο μαλακό του στήθος, αλλά με τρόπο που να μην ξεψυχήσει –γιατί, αν ξεψυχήσει, δεν θα μπορέσεις να απολαύσεις αργότερα το θέαμα των δεινών του. Μετά, πίνεις το αίμα γλείφοντας τις πληγές. Κι όσο κρατάει αυτό, που θα ’πρεπε να διαρκέσει όσο διαρκεί και η αιωνιότητα, το παιδί κλαίει. Εκτός από τα δάκρυά του, πικρά σαν το αλάτι, τίποτα δεν υπάρχει πιο νόστιμο απ’ το αίμα του, έτσι ζεστό ζεστό, βγαλμένο με τον τρόπο που μόλις σας περιέγραψα. Άνθρωπε, δεν έχεις δοκιμάσει ποτέ το αίμα σου, όταν κόβεις τυχαία το δάχτυλό σου; Τι νόστιμο που είναι! Δεν συμφωνείς; Γιατί δεν έχει καμιά γεύση. Κι ακόμη, δεν θυμάσαι να έτυχε ποτέ, κάνοντας μαύρες σκέψεις, να βάλεις το βαθιά σκαμμένο χέρι σου στη νοσηρή σου όψη βρεγμένη απ’ ό,τι έπεφτε απ’ τα μάτια – κι αυτό το χέρι να κινηθεί μετά μοιραία προς το στόμα, κι αυτό, μεσ’ απ’ την κούπα, που σπαρταράει όπως τα δόντια μαθητή όταν κοιτάει λοξά εκείνον που γεννήθηκε για να τον καταπιέζει, ν’ αντλεί με γερές ρουφηξιές, τα δάκρυα; Τι νόστιμα που είναι! Δεν συμφωνείς; Γιατί έχουν τη γεύση του ξιδιού. Μοιάζουνε με τα δάκρυα της πιο τρελά ερωτευμένης, όμως τα δάκρυα του παιδιού έχουν μια γεύση πιο ευχάριστη στον ουρανίσκο. Εκείνο, δεν προδίδει, μη ξέροντας ακόμα το κακό, ενώ η πιο τρελά ερωτευμένη προδίδει αργά ή γρήγορα… αυτό το εικάζω συγκρίνοντάς τους, παρόλο που εγώ αγνοώ τι είναι η φιλία, ο έρωτας (και πιθανώς ποτέ να μην τα αποδεχτώ, τουλάχιστον για τη φυλή των ανθρώπων). Αφού τα δάκρυα και το αίμα σου δεν σ’ αηδιάζουν λοιπόν, να τραφείς, να τραφείς χωρίς κανένα φόβο, με τα δάκρυα και το αίμα του εφήβου. Κλείσε του τα μάτια, ενώ θα κατακρεουργείς τις σάρκες του που θα σπαρταράνε. Κι αφού θα ’χεις ακούσει ώρες ολόκληρες τις ανυπέρβλητες κραυγές του, όμοιες με τα εναγώνια ουρλιαχτά που βγάζουνε στη μάχη τα λαρύγγια των λαβωμένων που ψυχορραγούν, τότε, κατρακυλώντας σαν χιονοστιβάδα, θα σπεύσεις από το διπλανό δωμάτιο και θα κάνεις ότι δήθεν έρχεσαι να το βοηθήσεις. Θα του λύσεις τα χέρια, με τα πρησμένα νεύρα και τις φλέβες, θα ξαναδώσεις την όραση στα μάτια του τα απλανή, αρχίζοντας πάλι να γλείφεις τα δάκρυα και το αίμα του. Πόσο ειλικρινής είναι τότε η μεταμέλεια! Η θεϊκή σπίθα που υπάρχει μέσα μας, και που τόσο σπάνια φανερώνεται, ξεπροβάλλει – πάρα πολύ αργά! Πόσο η καρδιά ξεχειλίζει από μια δύναμη παρηγοριάς του αθώου που τον έχουν κακοποιήσει: «Έφηβε, που πριν λίγο υπέφερες φρικτά μαρτύρια,, ποιος μπόρεσε να διαπράξει εις βάρος σου αυτό το έγκλημα που δεν βρίσκω λέξη να το χαρακτηρίσω! Τι δύστυχος που είσαι! Πόσο θα πρέπει να πονάς! Αν το ’ξερε η μητέρα σου, θα έφτανε όσο ποτέ στα πρόθυρα του θανάτου, πιο αηδιασμένη κι από μένα με τους ενόχους. Αλίμονο! Τι λογής πράγμα είναι, λοιπόν, το καλό και το κακό! Μήπως είναι ένα και μόνο πράγμα, που με αυτό διατρανώνουμε λυσσαλέα την ανημπόρια μας, καθώς και το πάθος μας, ν’ αγγίξουμε το άπειρο ακόμα και με τα πιο αλόγιστα μέσα; Ή μήπως πρόκειται για δυο πράγματα διαφορετικά; Ναι… το εύχομαι να είναι ένα και μόνο πράγμα… γιατί, αν όχι, τι θ’ απογίνω τη μέρα της κρίσης! Έφηβε, συγχώρεσέ με – αυτός που βρίσκεται μπροστά στην ευγενική κι αγιασμένη μορφή σου, αυτός σου έσπασε τα κόκαλα και ξέσκισε τις σάρκες που κρέμονται εδώ κι εκεί στο σώμα σου. Να ήταν παραλήρημα της άρρωστης λογικής μου, να ήταν ένστικτο σκοτεινό ανεξάρτητο από τους λογισμούς μου, όμοιο με του αετού που ξεσκίζει τη λεία του, αυτό που μ’ έσπρωξε να διαπράξω αυτό το έγκλημα; Και όμως, υπέφερα, όσο το θύμα μου! Έφηβε, συγχώρεσέ με. Μόλις απαλλαγούμε απ’ την εφήμερη τούτη ζωή, θέλω να μείνουμε δεμένοι οι δυο μας ως την αιωνιότητα. Σαν ένα και μόνο σώμα, με το στόμα μου κολλημένο στο στόμα σου. Αλλά ακόμα κι έτσι, η τιμωρία μου δεν θα είναι πλήρης. Τότε, θα με ξεσκίσεις, δίχως να σταματάς, με δόντια και με νύχια. Θα στολίσω το σώμα μου με γιρλάντες από λουλούδια μυρωδάτα, γι’ αυτό το ολοκαύτωμα το καθαρτήριο. Και θα υποφέρουμε κι οι δυο μας, εγώ, που κατακρεουργούμαι, κι εσύ, που με κατακρεουργείς… με το στόμα μου κολλημένο στο στόμα σου. Ω έφηβε, με τα ξανθά μαλλιά, με τα τόσο γλυκά μάτια, θα κάνεις τώρα ό,τι σε συμβουλεύω; Ακόμα κι αν δεν το θες, σου ζητώ να το κάνεις, κι αυτή σου η πράξη θα γεμίσει με αγαλλίαση τη συνείδησή μου». Αφού μιλήσεις έτσι, θα ’χεις πετύχει συγχρόνως και να κακοποιήσεις ένα ανθρώπινο πλάσμα και ν’ αγαπηθείς από το ίδιο αυτό πλάσμα – η μεγαλύτερη ευτυχία που μπορεί κανείς να διανοηθεί. Αργότερα, τον βάζεις και σ’ ένα ίδρυμα, γιατί ένας παράλυτος πώς να κερδίσει το ψωμί του. Θα σ’ ονομάσουν καλό, και τα γυμνά σου πόδια θα τα κρύβουν τα δάφνινα στεφάνια και τα χρυσά παράσημα, σκόρπια πάνω στο μεγάλο τάφο, με τη γέρικη όψη. Ω εσύ, που δεν θέλω να γράψω τ’ όνομά σου σ’ αυτή τη σελίδα όπου το έγκλημα καθαγιάζεται, το ξέρω πως η συγχώρεσή σου ήταν απέραντη όσο το σύμπαν. Αλλά εγώ υπάρχω ακόμα!
Υπέρτατη εντολή: γονατίστε όλο οικτιρμό
Έκλεισα συμφωνία με την πορνεία προκειμένου να σπείρω την έριδα στις οικογένειες. Θυμάμαι τη νύχτα πριν από αυτήν την επικίνδυνη συνδιαλλαγή. Είδα εμπρός μου έναν τάφο. Άκουσα μια πυγολαμπίδα, μεγάλη όσο ένα σπίτι, να μου λέει: «Εγώ θα σου ρίξω φως. Διάβασε την επιγραφή. Δεν προέρχεται από μένα αυτή η υπέρτατη εντολή». Ένα απέραντο φως κόκκινο σαν αίμα, που μόλις το είδα οι μασέλες μου έτριζαν και τα χέρια μου έπεσαν άψυχα, απλώθηκε στους αιθέρες ως τον ορίζοντα. Ακούμπησα σ’ ένα ερειπωμένο τείχος, για να μην πέσω κάτω, και διάβασα: «Ενθάδε κείται ένας έφηβος που πέθανε φυματικός. Γνωρίζετε το γιατί. Να μην προσεύχεστε γι’ αυτόν». Πολλοί άνθρωποι δεν θα είχαν ίσως το θάρρος που είχα εγώ. Στο μεταξύ, μια όμορφη γυναίκα ήρθε στα πόδια μου να πέσει. Εγώ, σ’ εκείνη, με πρόσωπο θλιμμένο: «Μπορείς να ξανασηκωθείς». Της άπλωσα το χέρι του αδελφοκτόνου που μ’ αυτό στραγγάλισε την αδελφή του. Η πυγολαμπίδα σ’ εμένα: «Εμπρός, πάρε μια πέτρα και σκότωσέ την». –«Για ποιο λόγο;» της κάνω. Εκείνη σ’ εμένα: «Έχε το νου σου, φουκαρά, γιατί εγώ είμαι παντοδύναμη». Αυτή εδώ τη λένε Πορνεία». Με δάκρυα στα μάτια, με λύσσα στην καρδιά, ένιωσα να γεννιέται μέσα μου μια πρωτόγνωρη δύναμη. Πήρα μια χοντρή πέτρα. Μετά από μεγάλη προσπάθεια, τη σήκωσα με κόπο μέχρι το στήθος μου. Την έβαλα στον ώμο με τα χέρια μου. Ανέβηκα σ’ ένα βουνό έως την κορυφή. Από εκεί, έκανα λιώμα την πυγολαμπίδα. Το κεφάλι της χώθηκε βαθιά όσο το μπόι ενός ανθρώπου μες στο χώμα. Η πέτρα αναπήδησε μέχρι το ύψος έξι εκκλησιών. Πήγε κι έπεσε μέσα σε μια λίμνη που τα νερά της για μια στιγμή κατέβηκαν, στροβιλισμένα σε δίνη, σκάβοντας ένα πελώριο ανάποδο κώνο. Η ηρεμία ξαναφάνηκε στην επιφάνεια. Το αιμάτινο φως δεν έλαμψε πια. «Αλίμονο! Αλίμονο!» φώναξε η όμορφη γυμνή γυναίκα. «Τι έκανες;» Εγώ σ’ εκείνη: «Σε προτιμώ απ’ αυτή, γιατί λυπάμαι τους δυστυχισμένους. Δεν φταις εσύ, αν σ’ έπλασε η αιώνια δικαιοσύνη». Εκείνη σ’ εμένα: «Μια μέρα, οι άνθρωποι θα με δικαιώσουν. Δεν θα σου πω τίποτα παραπάνω. Άφησε με να φύγω, να πάω να κρύψω στα βάθη της θάλασσας την ατέλειωτη θλίψη μου. Μόνο εσύ και τα ειδεχθή τέρατα που μυρμηγκιάζουν μέσα σ’ αυτές τις ζοφερές αβύσσους, δεν με περιφρονείτε. Είσαι καλός. Αντίο, εσύ που μ’ αγάπησες!» Εγώ σ’ εκείνη: «Αντίο! και πάλι αντίο! Θα σ’ αγαπάω πάντα!... Από σήμερα, εγκαταλείπω την αρετή». Γι’ αυτό κι εσείς, ω λαοί, όταν θ’ ακούτε τον άνεμο του χειμώνα να βογκάει στη θάλασσα και στις ακρογιαλιές της, ή πάνω απ’ τις μεγάλες πόλεις, που εδώ και χρόνια, με πενθούν, ή μες στις παγερές χώρες του πόλου, να πείτε: «Δεν είναι το πνεύμα του Θεού που περνάει, είναι μονάχα ο δριμύς στεναγμός της πορνείας, ενωμένος με τα βαριά βογκητά του Μοντεβιδιανού». Παιδιά, εγώ είμαι αυτός που σας το λέω. Λοιπόν, γονατίστε, όλο οικτιρμό. Κι οι άνθρωποι, πιο πολυάριθμοι κι από τις ψείρες, μακρόσυρτες δεήσεις ας αναπέμψουν.
Τα μακρόσυρτα ουρλιαχτά στο σεληνόφως σε τόπους της εξοχής απόμερους
Στο σεληνόφως, κοντά στη θάλασσα, σε τόπους της εξοχής απόμερους, βλέπει κανείς, βυθισμένος σε πικρούς διαλογισμούς, όλα τα πράγματα ν’ αποκτούν μια όψη κίτρινη, αόριστη ονειρώδη. Ο ίσκιος των δένδρων, πότε γρήγορα, πότε αργά, τρέχει, πηγαινοέρχεται, αλλάζει σχήματα, πλαταίνει, γίνεται ένα με το χώμα. Άλλοτε, όταν με σήκωνε στα φτερά της η νιότη, αυτό με έκανε να ονειροπολώ, μου φαινόταν αλλόκοτο. Τώρα, το έχω συνηθίσει. Ο άνεμος περνώντας μεσ’ απ’ τα φύλλα σφυρίζει τις παθητικές νότες του κι η κουκουβάγια λέει το βαρύ της θρήνο που κάνει να σηκώνονται οι τρίχες όσων τον ακούνε. Τότε, οι σκύλοι, εξαγριωμένοι, σπάνε τις αλυσίδες τους, δραπετεύουν από τα μακρινά υποστατικά και τρέχουν στην ύπαιθρο, εδώ κι εκεί μέσα στα φύλλα. Ξαφνικά, σταματούν, κοιτάζουν ολόγυρά τους μ’ αγριωπή ανησυχία, με πύρινο βλέμμα. Κι όπως οι ελέφαντες που, προτού πεθάνουν, μέσα στην έρημο ρίχνουν μια τελευταία ματιά στον ουρανό, σηκώνοντας απεγνωσμένα την προβοσκίδα τους, αφήνοντας τ’ αυτιά τους να πέσουν νεκρά, έτσι κι οι σκύλοι αφήνουν τ’ αυτιά τους να πέσουν νεκρά, σηκώνοντας το κεφάλι, φουσκώνουν το φοβερό τους τράχηλο, κι είτε σαν ένα παιδί που ουρλιάζει γιατί πεινά, είτε σαν ένα γάτο με πληγωμένη κοιλιά πάνω σε μια σκεπή, είτε σαν μια γυναίκα ετοιμόγεννη, είτε σαν τον χτυπημένο από πανούκλα που χαροπαλεύει στο νοσοκομείο, είτε σαν μια κοπέλα που τραγουδά έναν υπέροχο σκοπό, αρχίζουν ένας-ένας, να γαβγίζουν –τ’ άστρα του βοριά, γαβγίζουν τ’ άστρα της ανατολής, τ’ άστρα του νότου, τ’ άστρα της δύσης- τη σελήνη - τα βουνά, ολόιδια από μακριά με γιγάντιους βράχους, που κινούνται στη μαυρίλα –τον ψυχρό αέρα που τον ανασαίνουν μ’ όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους, και που κάνει το ρουθούνι τους από μέσα να κοκκινίζει, να καίει –τη σιγή της νύχτας –τις γλαύκες που το λοξό τους πέταγμα περνάει ξυστά από το μουσούδι τους, καθώς κρατάνε με το ράμφος τους ένα ποντίκι ή έναν βάτραχο, τη ζωντανή γλυκιά τροφή για τους νεοσσούς –τους λαγούς που χάνονται εν ριπή οφθαλμού -τον κλέφτη που εξαφανίζεται καλπάζοντας με το άλογό του αφού διέπραξε ένα έγκλημα –τα ερπετά που κάνουν τα ρείκια να σαλεύουν και το σκυλίσιο δέρμα τους αναριγά, και τα δόντια τους σπαρταράνε – τα ίδια τους τα γαβγίσματα, που τους γεμίζουν με φόβο –τα βατράχια, που τα συνθλίβουν μ’ ένα απότομο χτύπημα της μασέλας (για ποιο λόγο ν’ απομακρυνθούν από το βάλτο;) – τα δένδρα, που τα φύλλα τους, καθώς λικνίζονται χαλαρά, γίνονται ένα μυστήριο ακατανόητο για τα σκυλίσια μάτια τους που καρφωμένα πάνω του, όλο εξυπνάδα, προσπαθούνε να το εξιχνιάσουν – τις αράχνες, που κρέμονται απ’ τα ψιλόλιγνα πόδια τους, που σκαρφαλώνουν στα δένδρα για να γλιτώσουν – τα κοράκια, που δεν βρήκαν τίποτε να φαν όλη μέρα κι επιστρέφουν στη φωλιά τους με τη φτερούγα τους καταπονημένη – τα βράχια της ακτής – γαβγίζουν τα φώτα στα κατάρτια των αόρατων καραβιών – την υπόκωφη βοή των κυμάτων – τα μεγάλα κήτη που, καθώς κολυμπάνε, δείχνουν για μια στιγμή τη μαύρη ράχη τους και μετά βουτάνε στην άβυσσο – τον άνθρωπο αυτόν που τα υποδουλώνει. Κι ύστερα αρχίζουν πάλι να τρέχουν μέσα στην εξοχή, πηδώντας, με τα ματωμένα τους πόδια, πάνω από χαντάκια, χωματόδρομους, χορτάρια κι απότομες πέτρες. Λες κι είναι λυσσασμένα, και γυρεύουν μια πλατιά λίμνη για να σβήσουν τη δίψα τους. Τα μακρόσυρτα ουρλιαχτά που τρομοκρατούν τη φύση. Αλίμονο στον αργοπορημένο πεζοπόρο! Οι φίλοι των κοιμητηρίων θα πέσουν πάνω του, θα τον ξεσκίσουν, θα τον κατασπαράξουν, με το στόμα τους το αιμοσταγές – γιατί αυτοί δεν έχουν δόντια χαλασμένα. Τ’ άγρια ζώα, μην τολμώντας να πλησιάσουν για να παρακαθίσουν στο σαρκοβόρο δείπνο, δραπετεύουν ως την άκρη του ορίζοντα, φοβισμένα. Μετά από μερικές ώρες, οι σκύλοι, κουρασμένοι να τρέχουν εδώ κι εκεί, μισοπεθαμένοι, με τη γλώσσα τους να κρέμεται έξω από το στόμα, ορμούν ο ένας πάνω στον άλλο, χωρίς να ξέρουν τι κάνουν, και αλληλοσπαράζονται σε χίλια κομμάτια, με απίστευτη ταχύτητα. Αυτό δεν το κάνουν από σκληρότητα. Μια μέρα μου είπε η μητέρα μου με γυάλινο βλέμμα: «Αν τύχει κι είσαι στο κρεβάτι σου κι ακούσεις τα γαβγίσματα των σκύλων στην εξοχή, κρύψου μες τα στρωσίδια, και μην διανοηθείς να τα περιγελάσεις γι’ αυτό που κάνουν: διψούν ακόρεστα το άπειρο, όπως εσύ, όπως εγώ, όπως όλοι οι άνθρωποι με το χλωμό και το μακρόστενο πρόσωπο. Μάλιστα, σου επιτρέπω να σταθείς στο παράθυρο για να θαυμάσεις αυτό το θέαμα, που είναι αρκετά μεγαλειώδες».Έκτοτε, σέβομαι την επιθυμία της πεθαμένης. Εγώ, όπως και οι σκύλοι, νιώθω βαθιά την ανάγκη του απείρου… Δεν μπορώ, δεν μπορώ να καλύψω αυτή την ανάγκη! Είμαι γιος του άνδρα και της γυναίκας, όπως μου έχουν πει. Εντύπωση μου κάνει… νόμιζα πως ήμουν κάτι περισσότερο! Στο τέλος τέλος, γιατί να με νοιάζει από πού προέρχομαι; Εγώ, αν εξαρτιόταν απ’ τη θέλησή μου, θα προτιμούσα να είμαι ο γιος του θηλυκού καρχαρία, που η πείνα του λατρεύει τις τρικυμίες, και του τίγρη, με τη διαβόητη ωμότητα, ώστε να μην είμαι τόσο κακός. Εσείς, που με κοιτάτε, φύγετε από κοντά μου, γιατί η ανάσα μου αναδίδει ένα χρόνο φαρμακερό. Κανείς δεν έχει δει ακόμα τις πράσινες ρυτίδες στο μέτωπό μου, ούτε τα οστά που προεξέχουν στην ισχνή μου όψη, ολόιδια με κόκαλα μεγάλου κήτους, ή με τα βράχια που σκεπάζουν τις ακρογιαλιές, ή με τα απόκρημνα αλπικά όρη, όπου τριγύριζα συχνά, ότανς το κεφάλι μου τα μαλλιά είχανε άλλο χρώμα. Κι όταν παραμονεύω γύρω από τις κατοικίες των ανθρώπων τις νύχτες της καταιγίδας, με φλογισμένα μάτια, με μαλλιά μαστιγωμένα από τον άνεμο της θύελλας, μονάχος σαν πέτρα στη μέση του δρόμου, καλύπτω τη μαραμένη μου όψη μ’ ένα κομμάτι βελούδο, μαύρο σαν την αιθάλη που γεμίζει από μέσα τα τζάκια – δεν πρέπει τα μάτια να γίνουν μάρτυρες της ασκήμιας που το υπέρτατο Ον, μ’ ένα χαμόγελο παράφορου μίσους, έβαλε πάνω μου. Κάθε πρωί όταν σηκώνεται ο ήλιος για τους άλλους, σκορπίζοντας σ’ όλη τη φύση λυτρωτικές τη θέρμη και τη χαρά, ενώ μένουν ακίνητα τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου, καρφώνοντας με το βλέμμα το κατασκότεινο διάστημα, μαζεμένος ένα κουβάρι στο βάθος της αγαπημένης σπηλιάς μου, με μια απελπισία που με μεθά σαν κρασί. γδέρνω με τα δυνατά χέρια το στήθος μου και το κουρελιάζω. Ωστόσο, νιώθω πως δεν μ’ έχει κυριέψει η μανία! Ωστόσο, νιώθω πως δεν είμαι ο μόνος που υποφέρει! Ωστόσο, νιώθω πως ανασαίνω! Σαν ένα κατάδικος που δοκιμάζει τους μυώνες του, ενώ αναλογίζεται τη μοίρα τους, γιατί θα ανέβει όπου να ’ναι στο ικρίωμα, όρθιος, στο αχυρένιο μου στρώμα, με τα μάτια κλειστά,, γυρνάω αργά το λαιμό μου, από τα δεξιά προς τα αριστερά, κι από τα αριστερά προς τα δεξιά, ώρες ολόκληρες –κι όμως, δεν πέφτω κάτω ξερός. Κατά διαστήματα, όταν ο λαιμός μου δεν μπορεί πια να συνεχίσει να γυρίζει προς την ίδια κατεύθυνση, και σταματά, για να γυρίσει προς την άλλη, κοιτάζω ξαφνικά τον ορίζοντα, μέσα απ’ τα λιγοστά κενά των πυκνών θάμνων που κρύβουν την είσοδο – δεν βλέπω τίποτα! Τίποτα… εκτός απ’ τις εξοχές, να στροβιλίζονται χορευτικά με τα δένδρα, και τις μακριές σειρές των πουλιών, να διασχίζουν τους αιθέρες. Αυτό μου αναστατώνει το αίμα και το μυαλό… Ποιος να μου δίνει, άραγε, αυτά τα χτυπήματα στο κεφάλι με σιδερένιο λοστό, σαν το σφυρί όταν βαράει το αμόνι;
Γέροντα ωκεανέ, με τα κρυστάλλινα κύματα, μια τεράστια μελανιά πάνω στο σώμα της Γης:
Σκοπεύω, ασυγκίνητος, να απαγγείλω με βροντερή φωνή τη σοβαρή και παγερή στροφή που θ’ ακούσετε τώρα. Εσείς, προσέξτε αυτό που περιέχει, και φυλαχθείτε από τη θλιβερή εντύπωση που σίγουρα θ’ αφήσει, σαν στίγμα, στις ταραγμένες σας φαντασιώσεις. Μη θεωρήσετε πως είμαι ετοιμοθάνατος, γιατί ακόμα δεν έχω αποστεωθεί, ούτε τα γηρατειά έχουν κολλήσει στο μέτωπό μου. Ας εξαιρέσουμε συνεπώς κάθε ιδέα σύγκρισης με τον κύκνο, τη στιγμή που ύπαρξή του φεύγει και χάνεται, κι εσείς να βλέπετε μπροστά σας μόνο ένα τέρας, που, ευτυχώς για μένα, δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τη μορφή του, παρότι από την ψυχή του είναι λιγότερο φρικτή. Εντούτοις δεν είμαι κακούργος… Αρκετά με το θέμα αυτό. Δεν πάει πολύς καιρός που είδα ξανά τη θάλασσα και πάτησα τη γέφυρα των καραβιών, κι οι αναμνήσεις μου είναι ολοζώντανες σαν να την είχα αφήσει μόλις χτες. Παρ’ όλα αυτά, μείνετε, αν μπορείτε, ψύχραιμοι σαν εμένα, μπροστά σ’ αυτό εδώ το ανάγνωσμα που ήδη μετανιώνω που σας το προσφέρω, και μην ερυθριάσετε καθώς θα αναλογίζεστε τι είδους πράγμα είναι η ανθρώπινη καρδιά. Ω χταπόδι, με το μεταξένιο βλέμμα! εσύ, που η ψυχή σου είναι αξεχώριστη απ’ τη δική μου – εσύ, ο ωραιότερος απ’ όλους τους κατοίκους της υδρογείου, που κυβερνάς ένα σεράι από βεντούζες τετρακόσιες – εσύ, που μέσα σου ευγενικά εδρεύουν, σαν να ’ναι η φυσική τους κατοικία, από συναίνεση κοινή, από δεσμό ακατάλυτο, η ευμετάδοτη γλυκιά αρετή και οι θείες χάριτες, γιατί να μην είσαι μαζί μου, με την κοιλιά σου από υδράργυρο πάνω στο στήθος μου από αλουμίνιο, οι δυο μας καθισμένοι σε κάποιο βράχο της ακτής, για ν’ αγναντέψουμε αυτό το θέαμα που λατρεύω!
Γέροντα ωκεανέ, με τα κρυστάλλινα κύματα, θυμίζεις, τηρουμένων των αναλογιών, εκείνα τα βαθυγάλαζα σημάδια που βλέπουμε στις λαβωμένες πλάτες των μούτσων– είσαι μια τεράστια μελανιά πάνω στο σώμα της γης – μ’ αρέσει αυτή η παρομοίωση. Έτσι, μόλις σε κοιτάζει κανείς, ένα παρατεταμένο αεράκι λύπης, που είναι μάλλον ο ψίθυρος της τερπνότατης αύρας σου, περνάει, αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια, στη βαθιά ταραγμένη ψυχή, κι έτσι φέρνεις στη μνήμη των εραστών, ανεπαίσθητα, το σκληρό ξεκίνημα του ανθρώπου, όταν πρωτογνωρίζεται με την οδύνη, που έκτοτε δεν τον εγκαταλείπει.
Σε χαιρετώ, γέροντα ωκεανέ!
Γέροντα ωκεανέ, η αρμονική σφαιρικότητα του σχήματός σου, που χαροποιεί τη σοβαρή όψη της γεωμετρίας, μου θυμίζει τρομερά τα μικρά μάτια του ανθρώπου, ολόιδια ως προς το μέγεθος μ’ εκείνα του αγριόχοιρου, αλλά και με τα μάτια των πουλιών της νύχτας ως προς το τέλειο κυκλοτερές περίγραμμα. Ωστόσο, ο άνθρωπος στο πέρασμα όλων των αιώνων πάντα θεώρησε τον εαυτό του ωραίο. Εγώ υποθέτω ότι ο άνθρωπος πιστεύει στην ομορφιά του μάλλον από καθαρή φιλαυτία, κι ότι δεν είναι ωραίος πραγματικά, κι ότι αμφιβάλλει κι ο ίδιος γι’ αυτό. Αλλιώς, δεν εξηγείται γιατί κοιτάζει την όψη των ομοίων του με τόση απαξίωση. Σε χαιρετώ, γέροντα ωκεανέ!
Γέροντα ωκεανέ,είσαι το σύμβολο του αμετάβλητου, πάντα ταυτόσημος με τον εαυτό σου. Δεν μεταβάλλεσαι ουσιαστικά ποτέ, κι αν είναι κάπου τα κύματά σου σε μανιασμένη αναταραχή, πιο πέρα σε κάποιο άλλο σημείο, είναι σε απόλυτη νηνεμία. Δεν είσαι σαν τον άνθρωπο, που ενώ σταματάει στο δρόμο, για να δει δυο μπουλντόγκ ν’ αρπάζονται από το λαιμό, δεν σταματάει ποτέ, όταν περνά μια κηδεία, που το πρωί είναι φιλικός και το βράδυ κακόκεφος, που σήμερα γελάει κι αύριο κλαίει.Σε χαιρετώ, γέροντα ωκεανέ!
Γέροντα ωκεανέ, καθόλου απίθανο να κρύβεις μέσα στου μελλοντικά οφέλη για τον άνθρωπο. Του έχεις ήδη χαρίσει τη φάλαινα. Δεν επιτρέπεις εύκολα στ’ άπληστα μάτια των φυσικών επιστημών να μαντέψουν τα χίλια δυο μυστικά της εσωτερικής σου οργάνωσης – είσαι σεμνός. Ενώ ο άνθρωπος κομπάζει διαρκώς γι’ ασημαντότητες. Σε χαιρετώ, γέροντα ωκεανέ!
Γέροντα ωκεανέ, τα διάφορα είδη ψαριών που θρέφεις δεν έχουν δώσει ανάμεσά τους όρκο αδελφοσύνης.Καθένα ζει ξεχωριστά. Οι ιδιοσυγκρασίες και οι χαρακτήρες που ποικίλουν στο καθένα απ’ αυτά, εξηγούν, με τρόπο ικανοποιητικό, ό,τι καταρχήν φαίνεται σαν ανωμαλία. Έτσι συμβαίνει και με τον άνθρωπο, μόνο που αυτός δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Ένα κομμάτι γης το κατέχουν τριάντα εκατομμύρια ανθρώπινα όντα, κι αυτά επιμένουν να μην έχουν καμιά ανάμειξη στην ύπαρξη των γειτόνων τους, που είναι γερά χωμένοι στις ρίζες στο διπλανό κομμάτι γης. Από τον πιο μεγάλο μέχρι τον πιο μικρό, κάθε άνθρωπος ζει σαν άγριος στη σπηλιά του, απ’ όπου βγαίνει σπανίως για να επισκεφτεί κάποιον όμοιο του, που κουρνιάζει κι αυτός στο δικό του λαγούμι. Η μεγάλη παγκόσμια οικογένεια των ανθρώπων είναι μια ουτοπία αντάξια της πιο μέτριας λογικής. Επιπλέον, από τη θέα των γόνιμων μαστών σου, αναδύεται η έννοια της αχαριστίας. Γιατί αμέσως σκέφτεται κανείς αυτούς τους αναρίθμητους γονείς, τους τόσο αχάριστους προς τον Πλάστη ώστε ν’ αφήσουν έκθετο τον καρπό της οικτρής ένωσής τους. Σε χαιρετώ, γέροντα ωκεανέ!
Γέροντα ωκεανέ, το υλικό μέγεθός σου μπορεί να συγκριθεί μόνο με την ισχύ της ενέργειας που απαιτήθηκε για να προκύψει όλη σου η μάζα. Αδύνατο κανείς να σε περιλάβει μέσα σε μια ματιά. Η όραση για να σε ατενίσει, πρέπει να στρέφει το τηλεσκόπιό της, κινούμενη διαρκώς, προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, όπως ένας μαθηματικός, που για να λύσει μια εξίσωση αλγεβρική, οφείλει να εξετάσει ξεχωριστά τις διάφορες ενδεχόμενες περιπτώσεις, πριν την επίλυση του προβλήματος. Ο άνθρωπος καταναλώνει θρεπτικές ουσίες, κάνοντας συγχρόνως κι άλλες προσπάθειες, που θ’ άξιζαν καλύτερη τύχη, προκειμένου να φαίνεται χοντρός. Ας φουσκώνει όσο θέλει αυτός ο αξιολάτρευτος βάτραχος. Μείνε ήσυχος δεν θα φτάσει ποτέ το δικό σου τον όγκο – εγώ τουλάχιστον, έτσι νομίζω.Σε χαιρετώ, γέροντα ωκεανέ!
Γέροντα ωκεανέ, τα νερά σου είναι πικρά. Έχουν την ίδια ακριβώς γεύση με τη χολή που η κριτική στάζει στις καλές τέχνες, στις επιστήμες, στα πάντα. Αν κάποιος είναι ιδιοφυής, τον θεωρούν ηλίθιο, αν κάποιος έχει ωραίο σώμα, είναι απαίσιος καμπούρης. Επομένως, ο άνθρωπος αισθάνεται βαθιά την ατέλειά του, υπεύθυνος γι’ αυτήν εξάλλου είναι ο ίδιος κατά τα τρία τέταρτα – εφόσον την κατακρίνει μ’ αυτόν τον τρόπο! Σε χαιρετώ, γέροντα ωκεανέ!
Γέροντα ωκεανέ, οι άνθρωποι παρόλη την αρτιότητα των μεθόδων τους, δεν έχουν πετύχει ακόμη, με τη βοήθεια των ερευνητικών μέσων της επιστήμης, να μετρήσουν το ιλιγγιώδες βάθος των αβύσσων σου.Κάποιες από αυτές, οι βυθομέτρες με το μεγαλύτερο μήκος, με το μεγαλύτερο βάρος, τις έχουν αναγνωρίσει ως απροσπέλαστες. Μόνο για τα ψάρια… προσιτές, μα όχι για τους ανθρώπους. Συχνά έχω αναρωτηθεί τι είναι πιο εύκολο να προσπελάσεις: το βάθος του ωκεανού ή της ανθρώπινης καρδιάς το βάθος! Συχνά με την παλάμη στο μέτωπο, όρθιος πάνω στα καράβια, ενώ η σελήνη λικνιζόταν ανάμεσα στα κατάρτια με τρόπο ακανόνιστο, έμενα ενεός, καθώς άφηνα κατά μέρος όλα τα άλλα, πασχίζοντας να επιλύσω αυτό το δύσκολο πρόβλημα! Ναι, ποιο από τα δύο είναι πιο βαθύ, πιο αδιαπέραστο: ο ωκεανός ή του ανθρώπου η ψυχή; Αν μια πείρα ζωής τριάντα χρόνων μπορεί ως ένα βαθμό να γείρει την ζυγαριά προς τη μία ή προς την άλλη λύση, ας μου επιτραπεί να πω ότι, παρά το βάθος του, ο ωκεανός, συγκρινόμενος ως προς αυτή του την ιδιότητα, δεν μπορεί να μπει στην ίδια μοίρα με το βάθος της ανθρώπινης καρδιάς. Έχω σχετιστεί με ανθρώπους που υπήρξαν ενάρετοι. Πέθαιναν στα εξήντα τους, και δεν υπήρχε ούτε ένας από τους γύρω τους που να μη σπεύσει να κραυγάσει: «Δεν έκαναν και τίποτε σπουδαίο πάνω σ’ αυτή τη γη –μόνο καλό, δηλαδή αγαθοεργίες που μπορεί να τις κάνει ο οποιοσδήποτε» Ποιος θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει γιατί δυο εραστές που μόλις χθες λατρεύονταν με πάθος, από μια λεκτική παρεξήγηση, χωρίζουν, τραβώντας ο ένας για την ανατολή κι ο άλλος για τη Δύση, με το αγκάθι της έχθρας, της εκδίκησης, του έρωτα και της τύχης, και δεν ξαναβλέπονται ποτέ πια, καθένας τυλιγμένος στη μοναχική περηφάνια του. Πρόκειται για ένα θαύμα που επαναλαμβάνεται καθημερινά, χωρίς και γ’ αυτό να χάσει το χαρακτήρα του θαυμαστού. Ποιος θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει γιατί το απολαμβάνουμε, όχι μόνο όταν παθαίνουν κάτι κακό γενικά οι όμοιο μας, αλλά και ειδικά οι φίλοι μας οι πιο αγαπημένοι, ενώ συγχρόνως το ίδιο αυτό γεγονός μας λυπεί; Κι ένα αδιάσειστο παράδειγμα, εν κατακλείδι: ο άνθρωπος λέει υποκριτικά ΝΑΙ και σκέφτεται ΟΧΙ. Γι’ αυτό κι οι αγριόχοιροι της ανθρωπότητας έχουνε τόση εμπιστοσύνη ανάμεσά τους, χωρίς να είναι εγωιστές.
Η ψυχολογία έχει να κάνει ακόμα πολλές προόδους. Σε χαιρετώ γέροντα ωκεανέ!
Γέροντα ωκεανέ, είσαι τόσο ισχυρός, που οι άνθρωποι για να το μάθουν πλήρωσαν κόστος βαρύ. Τι κι αν ξόδεψαν όλα τα αποθέματα της ιδιοφυίας τους… ανίκανοι να σε εξουσιάσουν. Βρήκανε τον ανώτερό τους. Εννοώ ότι βρήκανε κάτι πιο δυνατό απ’ τους ίδιους. Αυτό το κάτι έχει όνομα. Κι αυτό το όνομα είναι ωκεανός! Τέτοιος είναι ο τρόμος που τους εμπνέεις, ώστε να σε σέβονται. Παρ’ όλα αυτά, τις πιο βαριές τους μηχανές τις κάνεις να χορεύουν βαλς με χάρη, κομψότητα κι ευκολία, ενώ τους ίδιους, να εκτελούνε ουρανομήκη άλματα γυμναστικής, κι αξιοθαύμαστες βουτιές μέχρι τα βάθη των βασιλείων σου, που να ζηλεύει ακόμα κι ένας σαλτιμπάγκος. Μεγάλη η τύχη τους, όταν δεν τους περιτυλίγεις οριστικά στις αναβράζουσες πτυχώσεις σου, ώστε να πανε και να δουν, χωρίς συρμό σιδηροδρόμου, μες στα υδρόβια σωθικά σου, το πώς περνούν τα ψάρια εκεί βαθιά, και προπαντός πώς θα την περάσουνε κι αυτοί. Ο άνθρωπος λέει: «Είμαι ευφυέστερος από τον ωκεανό». καθόλου απίθανο, έχει αρκετή δόση αλήθειας. Παρότι, ο ωκεανός είναι πιο επίφοβος για τον άνθρωπο απ’ ό,τι ο άνθρωπος για κείνον. Κάτι που δεν χρειάζεται απόδειξη. Αυτός ο πατριάρχης παρατηρητής, ο σύγχρονος των πρώτων εποχών της αιωρούμενης σφαίρας μας, χαμογελά με οίκτο, όταν παρίσταται στις ναυμαχίες των εθνών. Καμιά εκατοστή θαλάσσια μεγαθήρια βγήκαν από τα χέρια της ανθρωπότητας. Οι εμφατικές διαταγές των ανωτέρων, οι κραυγές των πληγωμένων, οι βροντές των κανονιών, είναι μόνο κρότος που γίνεται επίτηδες για να εκμηδενίσει μερικά δευτερόλεπτα. Μάλλον το δράμα τέλειωσε και ο ωκεανός τα έχωσε όλα στην κοιλιά του. Το στόμιο είναι απίστευτο. Θα πρέπει να πλαταίνει προς τα κάτω, προς την κατεύθυνση του αγνώστου! Και τελικά, ως επιστέγασμα της ηλίθιας κωμωδίας, που μήτε ενδιαφέρουσα δεν είναι, προβάλλει στη μέση των αιθέρων, κάποιος πελαργός, αργοπορημένος απ’ την κούραση, που αρχίζει να κρώζει, χωρίς να μειώσει της πτήσης του: «Άι στο καλό!... Για κοίτα! Αυτά τα μαύρα σημαδάκια που έβλεπα εκεί κάτω, ώσπου να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου, εξαφανίστηκαν. Σε χαιρετώ γέροντα, ωκεανέ!
Γέροντα ωκεανέ, ω εργένη μεγάλε, όταν διανύεις την επιβλητική ερημία των φλεγματικών βασιλείων σου, δικαίως επαίρεσαι για το έμφυτο μεγαλείο σου, καθώς και για τα γνήσια εγκώμια που επείγομαι να σου πλέξω. Ηδονικά ταλαντευόμενος από τις χαλαρές εκκρίσεις της μεγαλόπρεπής σου βραδύτητας, που είναι το πιο θαυμάσιο απ’ όσα χαρίσματα σου δώρισε η ανωτέρα δύναμις, ξετυλίγεις, μέσα σε ζοφερό μυστήριο, πάνω σ’ ολόκληρη την ανυπέρβλητή σου επιφάνεια, τ’ απαράμιλλα κύματά σου, με το αδιαπέραστο συναίσθημα της παντοτινής σου ισχύος… Το ηθικό σου ανάστημα, εικόνα του απείρου, δεν έχει όρια, όπως ο στοχασμός του φιλοσόφου, όπως ο έρως της γυναικός, όπως η θεϊκή ωραιότης του πτηνού, όπως οι ρεμβασμοί του ποιητή.
Είσαι ομορφότερος κι από τη νύχτα…
(Ο Λωτρεαμόν, πιο μεγαλοφυής από το Ρεμπώ, προέβλεψε όλη τη μοντέρνα τεχνολογική σκέψη αλλά και τη λυτρωτική της υπέρβαση που είναι το αίτημα των καιρών μας. Αυτοεξόριστος από τη μακρινή Ουραγουάη στη μικροαστική Γαλλία, οραματίστηκε, κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, τις περιπέτειες του μοχθηρού ήρωά του, σ’ ένα πεζό όπου πρωτοεμφανίστηκαν η αυτόματη γραφή, η αποστασιοποίηση, το παράλογο, οι συνειρμοί του εσωτερικού μονόλογου, η ψυχανάλυση, η αντί-τέχνη. Κυνικός και τρυφερός μαζί, μισάνθρωπος και γεμάτος ερωτισμό, εξέφρασε το αίτημα για μια ουσιαστική ενεργοποίηση της φαντασίας και του ονείρου στην ύλη και την ψυχή, μέσα από μια αντιδραστική εναντίωση σε καθετί που μας κρατά εγκλωβισμένους στη συμβατική συνθήκη του ζώου
Άκουσα μια πυγολαμπίδα, μεγάλη όσο ένα σπίτι, να μου λέει: «Εγώ θα σου ρίξω φως. Διάβασε την επιγραφή. Δεν προέρχεται από έμενα αυτή η υπέρτατη εντολή