Σε κράτησα νυχτερινή απτή κι όνειρο δεν ήταν, πλάνη δεν ήτανε της στέρησης, αντικατοπτρισμός της στερημένης φαντασίας που μπλέχτηκαν τα σώματά μας που πάλεψαν που ο θάνατος για μια στιγμή μοναδική έχει καταργηθεί… [Του Χρόνου Λάφυρο από τη συλλογή ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ του Ανέστη Ευαγγέλου]
Δεν είχε λοιπόν παγώσει όλο μου το αίμα; Είχε απομείνει, σε τούτη τη ξερολιθιά της συμφοράς, μια κρύπτη; Έλα να σε φιλήσω, βούλα της άνοιξης, σώμα ανάερο της αυγής, αγάπη – πρώτη φορά τρελαίνονται τα λόγια μου, κι όλα αυτά τα παράξενα συμβαίνουν πρώτη φορά
TOTIMHMA
Ανέκαθεν ήμουν περίεργος και δύσπιστος. Μια μέρα εκεί που περιδιάβαζα το στήθος σου ανέμελα σφυρίζοντας στη ρεματιά, ανάμεσα από ισκιερά πλατάνια, βατόμουρα, κρανιές και διάφανα ρυάκια, βλέπω μιαν άσπρη πλάκα τετράγωνη, ήσαν ταφόπετρα ή θύρα μυστικής καταπακτής. Τι είναι πάλι αυτό; ρώτησα τότε, και σε κοίταξα εντατικά στα μάτια, σάμπως για να συλλάβω εκεί άδολη την απάντησή σου, προτού προλάβει η λογική και με τις αλχημείες της την αλλοιώσει. Μου χαμογέλασες αχνά και, μία-μία τονίζοντας τις λέξεις, εδώ είναι το υπόγειό μου, είπες, η σκοτεινή μου κρύπτη, η υγρή σπηλιά. Τις νύχτες, σηκώνω κρυφά την πέτρα, τρυπώνω στα σκοτεινά, και λίγο-λίγο προσπαθώ, ψηλαφώντας τους τοίχους, να συλλάβω το σχήμα και το μέγεθός της. Απόκρημνο μέρος, όλο βράχια μυτερά, σταλαχτίτες και σταλαγμίτες, και στην καρδιά του σκοταδιού –είναι λίγος καιρός που τ’ ανακάλυψα κι εγώ- με μάτια που τρυπάνε την καρδιά του σκοταδιού, ασάλευτο, βουβό, υπομονετικό, ημερωμένο το θηρίο.
Θέλω να μπω κι εγώ, θέλω να ιδώ, κραύγασα τότε, και στην πέτρα ορμώντας σαν τρελός, παρά τις επανειλημμένες, εντωμεταξύ, προειδοποιήσεις σου, ότι το εγχείρημα είναι φοβεράεπικίνδυνο, τα μονοπάτια μέσα γλιστερά κι οι βράχοι όλο παγίδες, την ανασήκωσα με κόπο, μπήκα μέσα, προχώρησα ψηλαφώντας–πόσο, δεν ξέρω να πω- και ιδού είμαι τώρα, πάντα περίεργος δυστυχώς και δύσπιστος, με φαγωμένες από το θηρίο, προτού προλάβει και με καταπιεί ολόκληρον, τις σάρκες απ’ το στήθος και το πρόσωπό μου.
Αχ σκοτεινό λαγούμι μου, σ’ αφήνω πια. Περάσαμε πολύν καιρό μαζί, σχεδόν σ’ αγάπησα. Όστρακα απόκρημνα, πονετικά, αιχμηρά γυαλιά, καλά με προστατέψατε ως εδώ, καλά με κρύψατε: χέρια και πόδια και στήθος και πλευρά, και τα μάτια να λάμπουν, άγρυπνα πάντα, πίσω από τις πολεμίστρες. Καλά ως εδώ. Γιατί ήρθε με τα φτερά της τρέλας και καθώς μπόρα καλοκαιρινή, αγάπη ήρθε αναπάντεχη, ιαματική και με μαλάκωσε λάδι γλυκό πότισε το κορμί μου. Ένα-ένα πέφτουνε τώρα, ξεκολλούν άχρηστα πια, τα όπλα μου. Καιρός να βγω στο φως. Γυμνός, ανθρώπινος πια, ημερωμένος.