Καὶ τελειώνει τὴν ἱστορία λέγοντας ἐπὶ λέξει: φοβᾶμαι μὴν κάνει καμιὰ μαλακία καὶ μείνει ἔγκυος μὲ τὸν ὑδραυλικό. Ἐννοῶ ἡ ἱστορία εἶναι χαρακτηριστικὴ γιὰ τὴν πολυπλοκότητα, ἀλλὰ μυστικότητα καὶ γελοιότητα τῶν μηχανισμῶν τοῦ κόσμου καὶ τῶν πάντων. Δηλαδὴ πῶς νὰ στὸ πῶ;
Μιλᾶμε χτὲς συνάντησα ἕναν τύπο μὲ στραβιὰ μύτη καὶ ξανθὸ μουσάκι καὶ γυαλιὰ ποὺ εἶμαι σίγουρος πὼς πρὶν ἀπὸ χρόνια εἴχαμε σπρωχτεῖ καὶ βριστεῖ στὴν οὐρὰ τοῦ ταχυδρομείου τῶν Φηρῶν χωρὶς νὰ δώσουμε συνέχεια. Χτὲς ὅμως παίξαμε μαζὶ μπάσκετ, καὶ μὲ κάτι παιδιὰ ἀπὸ τὴ δουλειά. Πιὸ πολὺ σουτάκια. Καὶ κάτι ἀγκωνιές, λίγο βρόμικα. Κάποια στιγμὴ τὰ φτύσαμε, δὲν εἴμαστε εἰκοσάρηδες, πᾶνε αὐτά. Μοιάζει μ’ ἕναν παλιὸ δεκανέα καθίκι ἀπὸ τὰ πολυδιαυλικὰ Χαϊδαρίου, τέλος πάντων, ἄλλη ἱστορία αὐτή, τί μοῦ θύμισα τώρα, μιλᾶμε Ρόδο μετά, Ψίνθος, τσαμπικοχώρι, καὶ δὲ βγαίναμε ποτὲ ἐξοδοῦχοι. Λοιπὸν κάναμε διάλειμμα χτές, εἴχαμε φέρει νερὰ σὲ μπουκάλια ἀπ’ τὶς βρύσες καὶ αὐτὸς γιὰ νὰ καταλάβεις εἶχε φέρει μιὰ μπύρα νὰ πιεῖ, ἔλεος, θεέ μου δηλαδή. Τέλος πάντων νὰ μὴν τὰ πολυφλυαρῶ, ὁ τύπος λέει τὴν ἑξῆς ἱστορία: Τσακώθηκε, λέει, μὲ τὴν ἀδελφή του γιὰ τὸ ποιὰ εἶναι ἡ πρωτεύουσα τῆς Ἐλβετίας. Ἐκεῖνος ἔλεγε Ζυρίχη, αὐτὴ Γενεύη. Ὄχι, ἐπίσημα εἶναι ἡ Ζυρίχη, ὄχι ρὲ ἄσχετε, ἡ Γενεύη. Ἄρχισαν νὰ πειράζονται καὶ κατέληξαν νὰ τὰ παίρνουν στὸ κρανίο καὶ νὰ φωνάζουν. Στὴν κράνα ἐντελῶς. Κάποια στιγμὴ ποὺ τῆς λέει: ἀφοῦ ἔμεινες δυὸ φορὲς ρὲ στὸ λύκειο, τρώει ἕνα χαστούκι καὶ τοῦ φεύγουν τὰ γυαλιά. Εἶχαν ξεκινήσει στὴν κουζίνα, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ σκηνὴ παίχτηκε, λέει, στὸ μπάνιο, ταπηροκρανίαση, λέει. Τὰ γυαλιὰ πέφτουν λοιπὸν στὸ νιπτήρα, σπᾶνε οἱ φακοὶ κι ὁ σκελετὸς διπλώνεται, λέει, στὰ δυό. Ἕνα μεγάλο κομμάτι γυαλὶ πάει ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, λέει, καὶ σκαλώνει στὸ σιφόνι, γιατί ἂν καὶ δὲ βλέπεις κάτι μὲ γυμνὸ μάτι, ἀργεῖ νὰ φύγει τὸ νερό. Σήμερα, λέει, ἦρθε ὁ ὑδραυλικὸς καὶ δίνει στὴν ἀδελφή του τὴν κάρτα του μὲ τὸ τηλέφωνο τοῦ γραφείου, ὅπως τῆς εἶπε, μετὰ ἀπὸ μιὰ κουβέντα ποὺ ἔκαναν γιὰ ταινίες τοῦ Τέρι Γκίλιαμ. Τὸ σαββατοκύριακο, λέει, θὰ βγοῦνε. Καὶ τελειώνει τὴν ἱστορία λέγοντας ἐπὶ λέξει: φοβᾶμαι μὴν κάνει καμιὰ μαλακία καὶ μείνει ἔγκυος μὲ τὸν ὑδραυλικό. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἱστορία πού μᾶς εἶπε χτὲς στὸ μπάσκετ πίνοντας τὴ μπύρα ποὺ ἔφερε, μὲ τὴ στραβιὰ του μύτη, καὶ μοῦ φαίνεται χαρακτηριστική, ἐντελῶς. Ἐννοῶ ἡ ἱστορία εἶναι χαρακτηριστικὴ γιὰ τὴν πολυπλοκότητα, ἀλλὰ μυστικότητα καὶ γελοιότητα τῶν μηχανισμῶν τοῦ κόσμου καὶ τῶν πάντων. Δηλαδὴ πῶς νὰ στὸ πῶ; Πὲς το σύμπτωση ἂν σὲ βοηθάει.
[ΠΗΓΗ: Ἀλέξιος Μάινας. Μὲἑλληνογερμανικὴκαταγωγὴγεννήθηκε στὴν Ἀθήνα, ὅπου καὶμεγάλωσε. Σπούδασε φιλοσοφία στὴΒόννη, μελετᾶκαὶπαρουσιάζει τὸἔργο Ἑλλήνων ποιητῶν στὸγερμανόφωνο χῶρο. Γράφει καὶμεταφράζει λογοτεχνία καὶστὶς δύο γλῶσσες. Πρῶτο του βιβλίο ἡποιητικὴσυλλογὴΤὸπεριεχόμενο τοῦὑπόλοιπου (ἔκδ. Γαβριηλίδης, 2011) – Πρώτη δημοσίευση της παραπάνω ιστορίας: Πρώτη δημοσίευση ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ, η αισθητική του μικρού, ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα από το λογοτεχνικό περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ