Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Σίμωσε να πεις νερό, μετά μπορείς να πεις τη Λέξη, έλα… η Λέξη είναι ο Δρόμος

$
0
0
Τέσσερεις πυγολαμπίδες πλησίαζαν κι’ όσο πλησίαζαν τόσο μεγάλωναν σαν αιθερικά που ’χαν τη μορφή του ξωτικού, του περατάρη, της νεράιδας και της κυράς. Του χαμογελούσαν όλοι και του φώτισαν το δρόμο.



Είχε πέσει από το άλογο του καθώς κάλπαζε στους αντάρτες γεωργούς. Έσερνε το ματοβαμένο του σπαθί, βαδίζοντας ανάμεσα στις σημύδες. Η πανοπλία τον βάραινε κα στην λασπωμένη πλαγία. Πίσω το μακέλεμα συνεχιζόταν από τους συντρόφους του. Τα βήματα τον οδηγούσαν σ’ ένα θηριώδη βράχο που ‘μοιαζε μ’ ένα πελώριο στόμα. Λες και το καλούσε να μπει μέσα του. Το αποτολμά, ξεχνά τη μάχη που μαίνεται πίσω του και αρχίζει να κατηφορίζει μια σπηλιά. Το μονοπάτι που βαδίζει στενεύει γίνεται μια μικρή λωρίδα. Λάμιες τον περιτριγυρίζουν καθώς σέρνει τα βήματα του. Ξάφνου βρίσκεται σε μια τεράστια αίθουσα γεμάτη από φωτιές, που ξεπηδούν σχεδόν από παντού. Στο βάθος τον περιμένει ένας πέτρινος θρόνος. Καθισμένος πάνω του ένα κακόμορφο ξωτικό, χασκογελά βλέποντας τον να πλησιάζει εξουθενωμένο, με την άσπρη του πανοπλία νάχει μαυρίσει από την καπνιά. Από παντού ακούει φωνές χοντροκομμένων στρατιωτών που αγκαλιάζουν χυδαίες γυναίκες.
Τι ζοφερό μέρος.
-Καλώς τον ξεφωνίζει το ξωτικό, καλώς τον. Σε περίμενα χρόνια τώρα. Έλεγα θα ’ρθει δε μπορεί, τόσες ψυχές έσφαξε. Θα ’ρθει. Δεν μπορεί να κρύβεται πάντα στο δίκιο των αφεντικών του.
Τώρα είσαι πια δικός μου. Δικός μου, δικός μου δικός μου.
Η στριγκιά φωνή του θύμισε τον παλιό λοχαγό-εκπαιδευτή του.
Παρόλο που η καπνιά τον έπνιγε φώναξε μ’ όλη του τη δύναμη.
-Δεν είμαι δικός σου δεν είμαι κανενός.
Όλοι μέσα στη αίθουσα βάλανε τα γέλια.
-Σα δεν είσαι δικός μου πάει να πει πως ξέρεις το σημαντικό. Πες το, ονομάτισε το και είσαι ελεύθερος. Πες τη Λέξη!

Ποιά λέξη; Δεν καταλάβαινε… ένιωθε δυσφορία από την καπνιά και τις δυσάρεστες οσμές που διοχέτευαν τα κορμιά των άθλιων παρισταμένων. Καθώς το πλήθος έσφιγγε τον κλοιό γύρω του, ανέμισε κυκλικά το σπαθί του πάνω από το κεφάλι του, ανοίγοντας δρόμο προς την έξοδο.
Στον καθαρό αγέρα τίποτα δεν έμοιαζε ίδιο με πριν. Βρισκόταν δίπλα σ’ ένα γκρεμό, για να περάσεις απέναντι έπρεπε να μπεις σ’ ένα καλάθι που το χειριζόταν ένας περατάρης.
Για φαντάσου και ο πατέρας του έκανε την ίδια δουλειά.
Που βρίσκομαι; Ρώτησε
-Πολύ ενδιαφέρον ερώτημα, είπε ο περατάρης, και δισυπόστατο, πριν απαντηθεί καλό είναι να ξέρεις το σημαντικό, να προφέρεις τη Λέξη.
Τον αγνόησε μιας και δεν καταλάβαινε τι έλεγε και για πια λέξη μιλούσε και δαύτος… στράφηκε στο δάσος.

Σ’ ένα ξέφωτο, ‘κει δα, μια γυναίκα που φορά μια κόκκινη εσάρπα, ζύμωνε πίττες.
 - Φαίνεσαι κουρασμένος, του είπε, σίμωσε να πεις νερό, μετά μπορείς να πεις τη Λέξη, έλα,.
Πόσο έμοιαζε με ‘κείνη τη γυναίκα που του ζητούσε έλεος για τον άντρα της στο επαναστατημένο χωριό. Μόνο που τα παρακάλια της δεν σταμάτησαν την πορεία του λεπιδιού του.
-Συγνώμη κυρά μου ψάχνω να βρω το δρόμο,
-Το πες ; πετάχτηκε μπρος του μια νεράιδα.
Αγνόησε τη νεράιδα. Ποτέ του δεν είχε χρόνο για τέτοια πλάσματα.
-Συγνώμη, ποιο δρόμο να πάρω κατάφερε να αποσώσει την κουβέντα του
-Το ξανάπες πετάχτηκε πάλι η νεράιδα.
Γύρισε στην νεράιδα εκνευρισμένος και ξαφνικά πάγωσε. Λες και ήταν εκείνο το κορίτσι που αγαπούσε πριν τον πάρουν με τη βία να γίνει στρατιώτης, πριν ακόμα από την σκληρή σχεδόν απάνθρωπη ζωή που τον έκανε αιματοβαμμένο ιππότη
-Τι πετάγεσαι; Το δρόμο μου ψάχνω.
-Πετάγομαι γιατί πρόφερες τη Λέξη. Το δρόμο που ψάχνεις δεν θα τον χάσεις, φρόντισε μόνο μη κουβαλάς βάρη.

Λέξη;  Ποια λέξη;
Τι του ζητούν όλοι να πει; Μια λέξη;;
 Ο δρόμος είναι η λέξη;
Μπα! Ακούστηκε μια φωνούλα μέσα του…
Αυτό δεν είναι η Λέξη…
 Τότε;
Ααα είπε συγνώμη. Ναι είπε συγνώμη. Αυτό είναι;
Αλλά συγνώμη για ποιόν;
Γι’ αυτούς που αδίκησε;
Γι’ αυτούς που τον αδίκησαν;
Για τον ίδιο του τον εαυτό;
Μπορεί να ’χει νόημα μια χαραμισμένη ζωή με τη συγνώμη;
Το μονοπάτι παρέμενε σκοτεινό.
Συγνώμη λοιπόν είπε μες απ τα δόντια του. Τίποτα δεν έγινε.
Το φώναξε δυνατά.
- Συγνώμηηη.
Τέσσερεις πυγολαμπίδες πλησίαζαν κι’ όσο πλησίαζαν τόσο μεγάλωναν σαν αιθερικά που ’χαν τη μορφή του ξωτικού, του περατάρη, της νεράιδας και της κυράς. Του χαμογελούσαν όλοι και του φώτισαν το δρόμο.
Τα καυτά δάκρυα που κύλισαν, από τα μάτια του, έλιωσαν τον πάγο που ’χε πιάσει στο γένι του.
Πέταξε την πανοπλία του και το σπαθί του. Άρχισε να περπατά το μονοπάτι χωρίς η κούραση να τον βαραίνει. Έφερε το χέρι στα πλευρά κάτω από την καρδία κι ένιωσε μια ζέστη τόσο πρωτόγνωρη, τόσο οικεία, από την πληγή που έχαινε. .
Το εγκλωβισμένο υγρό, το αίμα του, ανάβλυζε μ’ ορμή, απελευθερωμένο, όπως κι ο ίδιος, ελεύθερος πια.
Ένα χαμόγελο χαρμολύπης ζωγραφίστηκε στα χείλη του.

Τώρα, επιτέλους, μπορούσε να κλείσει τα μάτια του για πάντα.



[ΠΗΓΗ: Νίκος Αργυριάδης, Η Λέξη, αναρτήθηκε με εικόνες artworks : SarahWymanστην Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη]

Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles