«ὅσο ζεῖ κανεὶς εἶναι καλύτερο νὰ βρίσκεται ἀπέναντι ἀπ’ τὸν παράδεισο…»
Πρὶν ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες οἱ Μεγαρεῖς πῆγαν στοὺς Δελφοὺς καὶ ζήτησαν τὴ γνώμη τοῦ Μαντείου σχετικὰ μὲ τὸν τόπο ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἱδρύσουν τὴν νέα τους ἀποικία. Τὸ Μαντεῖο τοὺς ἀπάντησε: «ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πόλη τῶν τυφλῶν». «Τυφλοί» ὑποτίθεται πὼς ἦταν οἱ Χαλκηδόνιοι, Μεγαρεῖς ἄποικοι καὶ οἱ ἴδιοι, ἐπειδὴ εἶχαν ἐπιλέξει νὰ ἱδρύσουν τὴν πόλη τους ἀπέναντι (καὶ ὄχι πάνω) στὴν ἑπτάλοφη χερσόνησο. Ὅμως οἱ Χαλκηδόνιοι δὲν ἦταν βέβαια τυφλοί…
Νὰ τί ἀκριβῶς συνέβη: ὅταν ἕνα πρωινὸ χωρὶς καθόλου ὁμίχλη τὸ καράβι τῶν Μεγαρέων ἔφτασε στὸ κομμάτι ἐκεῖνο τῆς θάλασσας ἀνάμεσα στὴν ἑπτάλοφο καὶ τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς ἀσιατικῆς ἀκτῆς ὅπου ἀργότερα χτίστηκε ἡ Χρυσόπολη, ὁ οἰκιστὴς μαζὶ μὲ τοὺς ἀποίκους μαζεύτηκαν στὴν πλώρη. Κανένας τους δὲν μιλοῦσε. Κοιτοῦσαν ὅλοι σιωπηλοὶ σὰ νὰ γνώριζαν πὼς μιὰ ἱερὴ τελετουργία συντελοῦνταν μυστικὰ ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ὥρα μόνο ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὴν δοῦν μὲ τὰ μάτια ἀλλὰ ἔνοιωθαν τὸ δέος της. Ἔβλεπαν ἐντυπωσιασμένοι ἀπέναντί τους στὸ ἀκρωτήριο τῶν Συκεῶν νὰ ὑψώνεται κατάφυτος λόφος. Μόλις προσπέρασαν τὴν ἄκρη τῆς μεγάλης χερσονήσου στ’ ἀριστερά τους, ἐκεῖ ποὺ μερικὰ χρόνια ἀργότερα ὁ Βύζας ἵδρυσε τὸ Βυζάντιο, δὲν κρατήθηκαν καὶ φώναξαν βλέποντας τὴν ἴδια τὴ θάλασσα νὰ μεταβάλλεται ξαφνικὰ σὲ μακρὺ ποτάμι καὶ καταπράσινοι λόφοι νὰ ὑψώνονται στὶς δυὸ πλευρές της. Δὲν τὸ σκέφτηκαν πολὺ οἱ ἄποικοι, ἀμέσως ἄραξαν τὸ καράβι τους σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς ὅρμους τοῦ μακριοῦ αὐτοῦ θαλάσσιου ποταμοῦ καὶ κατέβηκαν γιὰ νὰ δοῦν τὸ μέρος ἀπὸ κοντά. Λόφοι, κοιλάδες, δέντρα, ποτάμια μὲ πεντακάθαρα νερὰ καὶ χείμαρροι, δάση τόσο πυκνὰ ποὺ περπατοῦσες μέσα τους μὲ δυσκολία μὰ ξαφνικὰ καὶ πάλι ἔβλεπες μπροστά σου τὴ θάλασσα νὰ σοῦ χαμογελᾶ μέσα ἀπὸ κάποια χαραμάδα τῶν κλαδιῶν. Ξαναμαζεύτηκαν στὸ καράβι τους σαστισμένοι. Πῶς γίνεται νὰ ὑπάρχει ἕνας τέτοιος τόπος καὶ κανεὶς νὰ μὴν τὸν κατοικεῖ ἀναρωτήθηκαν κάποιοι, ἐνῶ οἱ περισσότεροι ἦταν λὲς κι ἔβλεπαν ὄνειρο καὶ εἶχαν στὰ μάτια τους τὴ λάμψη μιᾶς γλυκιᾶς μέθης. Ἀκόμη κι οἱ πιὸ κυνικοὶ ποὺ ἐνδιαφέρονταν μόνο γιὰ τὸ κέρδος εἶχαν ξεχαστεῖ ἐκεῖνες τὶς ὧρες. «Ἔχουμε τὴν τύχη μὲ τὸ μέρος μας, οἱ θεοί μᾶς ἄκουσαν», φώναξε κάποιος. «Ἐδῶ τὰ πάντα θὰ εἶναι εὔκολα γιὰ μᾶς, ἀκόμη καὶ ὁ κόπος!» Μαζί τους εἶχαν ὅμως κι ἕνα γέρο ναυτικό. Εἶχε χάσει τὸ ἕνα του χέρι κάποτε, σὲ κάποιο μακρινὸ ταξίδι στὴν ἄκρη τῆς γῆς ὅταν, καθὼς ἔλεγε, ἕνα τεράστιο ψάρι πετάχτηκε ξαφνικὰ μέσα ἀπ’ τὴ θάλασσα καὶ τοῦ τὸ ἔκοψε μὲ τόση εὐκολία σὰν νὰ ἦταν ὥριμος καρπὸς κρεμασμένος ἀπὸ δέντρο. Αὐτός, λοιπόν, ὁ ναυτικὸς ἄρχισε νὰ τοὺς λέει: «ἀκοῦστε με καλὰ Μεγαρίτες τὰ μάτια μου ἔχουν δεῖ πολλά, ἔχω φτάσει ὡς τὶς Στῆλες τοῦ Ἡρακλῆ, ὡς τὰ πέρατα αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ποτέ μου ὅμως δὲν ξανάδα τέτοια ὀμορφιά! Αὐτὴ ἡ ὀμορφιὰ ἀνήκει στοὺς Θεούς, μόνο ἐκεῖνοι πρέπει νὰ τὴν γεύονται, ἀλλιῶς, ἂν ἐμεῖς τολμήσουμε νὰ κυριεύσουμε αὐτὸ ποὺ τοὺς ἀνήκει τότε νὰ περιμένουμε μεγάλες συμφορές.» Οἱ Μεγαρίτες ποὺ σέβονταν βαθειὰ αὐτὸ τὸ γέρο μὲ τὸ κομμένο χέρι καὶ τὸν θεωροῦσαν ὄχι μονάχα τυχερὸ ἀφοῦ ἔφτασε μέχρι τὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ γύρισε πίσω ζωντανὸς μὰ ποὺ πίστευαν κιόλας πὼς οἱ θεοὶ γιὰ κάποιο εἰδικὸ λόγο τὸν εἶχαν γλυτώσει καὶ τὸν εἶχαν στείλει ἐκεῖ μαζί τους ἀκολούθησαν —παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις μερικῶν εἶναι ἡ ἀλήθεια— τὴ συμβουλή του. Ἵδρυσαν ἔτσι τὴν καινούργια τους πόλη, τὴν Χαλκηδόνα, στὴν ἀπέναντι ἀκτή. Καὶ καθόλου δὲν τοὺς ἔνοιαζε ποὺ τοὺς κόλλησαν τὸ παρατσούκλι «οἱ τυφλοί» καὶ ποὺ τοὺς κορόιδευαν μερικὰ χρόνια ἀργότερα ἀκόμη κι οἱ συμπατριῶτες τους ποὺ ἦρθαν μετὰ ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ἵδρυσαν τὸ Βυζάντιο σὲ κείνη ἀκριβῶς τὴν παραδεισένια χερσόνησο τῆς ἄλλης ὄχθης. Ὁ παλιὸς ναυτικὸς μὲ τὸ κομμένο χέρι εἶχε ἐντωμεταξὺ πεθάνει καὶ τὸν εἶχαν θάψει ἔτσι ποὺ ὁ τάφος του νὰ βλέπει πρὸς τὴν πόλη τοῦ Βύζαντα. «Δὲν πειράζει», ἔλεγαν τώρα ἄλλοι γέροι ποὺ εἶχαν πάρει τὴ θέση ποὺ εἶχε ἐκεῖνος ὁ γέρο ναυτικὸς κάποτε ἀνάμεσα στοὺς Χαλκηδόνιους,
«ὅσο ζεῖ κανεὶς εἶναι καλύτερο νὰ βρίσκεται ἀπέναντι ἀπ’ τὸν παράδεισο…»
Ἰωάννα Γαλανάκη, Οι Τυφλοί (Χανιά). Σπούδασε Ἱστορία καὶἈρχαιολογία στὸΠανεπιστήμιο Ἀθηνῶν μὲυποτροφίες στὸΠανεπιστήμιο του Durham (Ἀγγλία). Εἶναι ὑποψήφια διδάκτωρ στὸΠανεπιστήμιο τοῦ Leiden (Ὁλλανδία). Πρῶτο της βιβλίο ἡποιητική συλλογή με τον τίτλο Αραδήν (Publibook 2010) - Πρώτη δημοσίευση στις «Ιστορίες Μπονζάι, Η Αισθητική του μικρού», ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα από το λογοτεχνικό περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/