Στὴν κηδεία, τὸ Πεζοποίημα στὸ ἐγκώμιό του ἀναφέρθηκε, μεταξὺ ἄλλων, στοὺς ἐκδότες ὡς «προαγωγοὺς τῆς ἀγορᾶς» καὶ ἀποκάλεσε τοὺς ἀκαδημαϊκοὺς «λογοτεχνικὰ ἁρπακτικὰ εὐχαριστημένα πλέον μὲ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Διηγήματος». Ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα, ὅλοι φταίγαμε. Στὸ ἐπικήδειο δεῖπνο ποὺ ἀκολούθησε, γυροφέρναμε σαστισμένοι, ἀναλογιζόμενοι τί θὰ μπορούσαμε ἄραγε νὰ εἴχαμε κάνει…
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ τοῦ Διηγήματος μᾶς κατέλαβε ἑξαπήνης. Παρακολουθούσαμε τόσο στενὰ τὴν Ποίηση ποὺ παραβλέψαμε τὰ προειδοποιητικὰ σημάδια. Τὴ μιὰ μέρα τὸ Διήγημα ἦταν ἐδῶ, ἔβλεπε ποδόσφαιρο, πήγαινε σὲ μπὰρ ἐργένηδων, ἔφτιαχνε τάρτες. Τὴν ἄλλη μέρα —ΠΑΦ!— διαβάσαμε γιὰ τὴν ἀπώλειά του στοὺς Times, καὶ παρατήσαμε σύξυλα τὰ ψωμάκια μας κι ἀφήσαμε τοὺς καφέδες μὲ τὸ γάλα νὰ σχηματίζουν λευκὰ ἀποτυπώματα στὰ σκοῦρα ξύλινα τραπέζια τῆς κουζίνας μας.
Φυσικά, αὐτὸ ξεσήκωσε τὸ κοινὸ αἴσθημα. Στὴν τηλεόραση, βλέπαμε πλήθη νὰ στοιβάζουν λουλούδια καὶ ταριχευμένα ζῶα ἔξω ἀπὸ βιβλιοθῆκες σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Σύντομα οἱ τηλεοπτικὲς συζητήσεις ἔβριθαν ἀπὸ ὑπονοούμενα. Ἕνα λογοτεχνικὸ εἶδος ποὺ χάθηκε πάνω στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας του, ἔλεγαν. Τὸ κοινὸ ἔμεινε ἐμβρόντητο ἀκούγοντας τὴ Βιογραφία νὰ παραδέχεται πὼς εἶχε σχέση μὲ τὸ Διήγημα στὴ διάρκεια τῆς φάσης «ἀπωθημένης μνήμης τῆς παιδικῆς ἡλικίας». Τὰ μέσα ἐνημέρωσης ἔγιναν τόσο φορτικὰ ποὺ ὁλόκληρη ἡ οἰκογένεια Αὐτοβιογραφία ἔφυγε ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ ἕνα μήνα προκειμένου νὰ ἐπιλύσει τὰ θέματά της κατ’ ἰδίαν.
Στὴν κηδεία, τὸ Πεζοποίημα στὸ ἐγκώμιό του ἀναφέρθηκε, μεταξὺ ἄλλων, στοὺς ἐκδότες ὡς «προαγωγοὺς τῆς ἀγορᾶς» καὶ ἀποκάλεσε τοὺς ἀκαδημαϊκοὺς «λογοτεχνικὰ ἁρπακτικὰ εὐχαριστημένα πλέον μὲ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Διηγήματος». Ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα, ὅλοι φταίγαμε. Στὸ ἐπικήδειο δεῖπνο ποὺ ἀκολούθησε, γυροφέρναμε σαστισμένοι, ἀναλογιζόμενοι τί θὰ μπορούσαμε ἄραγε νὰ εἴχαμε κάνει. Σὲ μιὰ γωνία, ἡ ἄξεστη Νουβέλα μεθοῦσε μὲ φθηνὸ Chardonnay καὶ φλυαροῦσε, μιλώντας γιὰ τὶς καλὲς στιγμὲς ποὺ ἔζησε μὲ τὸ Διήγημα. Παρηγορήθηκε σφιχταγκαλιάζοντας στὴν τύχη περαστικοὺς καὶ φωνάζοντας «Σ’ἀγαπῶ!» τόσο δυνατὰ ποὺ ἔβαλε σὲ ἀνησυχία τοὺς ἐκδότες λογοτεχνικῶν περιοδικῶν λίγα μέτρα πιὸ πέρα.
Τὶς ἑβδομάδες ποὺ ἀκολούθησαν, ἄρχισαν νὰ κυκλοφοροῦν φῆμες ὅτι ὁ ἐγκέφαλος τοῦ Διηγήματος εἶχε κρυογενετικὰ ἀποθηκευθεῖ σὲ ἕνα καταφύγιο κοντὰ στὴν Ὀμάχα. Κάποιος καθηγητὴς στὴ Γλασκώβη πρόσφερε χίλιες λίρες σὲ ὅποιον μποροῦσε νὰ ἀναπαράξει ἕνα δεῖγμα τοῦ DNA τοῦ Διηγήματος, γιὰ λόγους κλωνοποίησης. Ἐνῶ ἄλλοι ὑποστήριζαν ὅτι τὸ Διήγημα δὲν εἶχε πεθάνει, ἀλλὰ προσποιήθηκε πὼς πέθανε κι ἀποσύρθηκε σὲ κάποιο ἀπομονωμένο ὀρεινὸ καταφύγιο κάπου στὶς Ἄνδεις ἢ τὰ Ἰμαλάια.
Ἡ τελευταία σκέψη μᾶς ἀνακούφισε κάπως. Ἀρχίσαμε νὰ ἐπινοοῦμε φανταστικὲς ἱστορίες γιὰ τὸ Διήγημα, ἱστορίες ποὺ ἔμοιαζαν ἀληθοφανεῖς μετὰ ἀπὸ λίγο. Φανταζόμασταν τὸ Διήγημα νὰ κάθεται γύρω ἀπὸ ἕνα τζάκι μὲ τὸν Τζὸν Λένον, τὸν Ἰησοῦ καὶ τὴν Ἀμέλια Ἔρχαρτ, νὰ σιγοπίνουν κονιὰκ ἑκατὸ ἐτῶν καὶ νὰ συζητοῦν γιὰ τοὺς παῖκτες ποὺ θὰ κατέβαζαν στὶς φανταστικές τους ὁμάδες μπέιζμπολ. Τοὺς φανταζόμασταν νὰ φοροῦν τὶς κάλτσες ποὺ εἴχαμε χάσει στὸ στεγνωτήριο πρὸ πολλοῦ καὶ νὰ παίζουν μὲ τὰ ψιλὰ ποὺ μᾶς εἶχαν παραπέσει ἀνάμεσα στὰ μαξιλαράκια τοῦ καναπέ. Στὴν προεξοχὴ τοῦ τοίχου, μέσα ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ μεγάλο παράθυρο, μὲ θέα τὰ βουνά, ἔβλεπαν, πάνω ἀπὸ τὰ σύννεφα, μιὰ στροβιλιζόμενη δίνη ἀπὸ διάφορα χρώματα. Τὰ χρώματα φαντάζονταν πὼς ἦταν τὰ ὄνειρά τους καὶ περίμεναν καρτερικὰ τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες ποὺ μιὰ λεπτὴ γραμμὴ φωτὸς θὰ ξέφευγε μέσα ἀπὸ τὸ στενὸ πλαίσιο, σὰν ζωηρὴ μουσικὴ νότα ποὺ αἰωρεῖται γιὰ μιὰ στιγμὴ προτοῦ χαθεῖ σὰν ἀστραπὴ στὴν περιβάλλουσα νύχτα.
Πηγή: Ἀπὸτὴσυλλογὴδιηγημάτων Thomas, James and Robert Shapard, eds., Flash Fiction Forward, 80 very short stories, New York, London: W.W. Norton & Company, 2006.
Τζ. ΝτέιβιντΣτίβενς (J. David Stevens). ΔιδάσκειΔημιουργικὴΓραφὴστὸΠανεπιστήμιοΣίτονΧὸλκαὶζεῖστὸβόρειοΝιοὺΤζέρσεϊ. ΓράφειλογοτεχνικὲςκριτικὲςκαὶτὸβιβλίοτουThe Word Rides Again: Rereading the Frontier in American Fictionδημοσιεύτηκεἀπὸτὸ Ohio University Press. ΖεῖστὸΡίτσμονττῆςΒιρτζίνια.