[Η Ποίηση είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί, τ’ άνθη μιλούν και από τα πέταλά τους αναδύονται μικρούτσικες παιδίσκες. Δεν θα αργήσει λοιπόν να έλθει μία εποχή, κατά την οποία ο κάθε Αχιλλεύς, ο κάθε Ιάσων θα είναι δέσμιοι, ενώ θα είναι ελεύθεροι οι τέσσερις άνεμοι υπό τας διαταγάς του πρώτου τυχόντος Οδυσσέως. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος. Για του λόγου το αληθές…]
Ανδρέας Εμπειρίκος, Αργώ ή Πλους Αεροστάτου (τρίτο μέρος)
Η νεάνις αυτή ήτο ευειδής και χαρίεσσα. Εις μίαν στιγμήν που περιεστρέφετο επί των χειρών, με τους πόδας της εις τον αέραν, εσχίσθη, εν αγνοία της, η περισκελίς της εις καίριο σημείον, εις τρόπον ώστε, εις ωρισμένην φάσιν της ακροβασίας, να φαίνεται το αιδοίον της ευκρινώς. Εντεύθεν η εξαίρεσις, εντεύθεν η γοητεία… Ο ναύαρχος, υπήρξε πάντοτε μια ελευθέρα συνείδησις και ποιητής – αληθινός ποιητής, καίτοι ποτέ δεν είχε γράψει ούτε έναν στίχον. Το ποίημα του, ήτο η ίδια η ζωή του. Εραστής των γυναικών και κορασίδων, εραστής της στιχουργημένης και μη ποιήσεως, εραστής της φύσεως και των σπερμαγωγών ιδεών, πολέμιος των οικονομιστών, των ορθολογιστών και σοφιστών, ήτο μια ισχυρά ιδιοσυγκρασία και μία αδρά προσωπικότης, που προκαλούσε θαυμασμόν, αγάπην, μίσος και ζηλοτυπίαν. Το ποίημα αυτό, ελέγετο ανέκαθεν, Βλαδίμηρος Βερχόυ…
Αι τελευταία προετοιμασίαι είχαν συμπληρωθεί και η ογκώδης, ολοστρόγγυλη και πλήρης υδρογόνου σφαίρα, προσδεμένη με μίαν δωδεκάδα σχοινίων, επί ενός αναπεπταμένου πεδίου, πλησίων των προαστείων της πρωτευούσης, ανέμενε την ώραν της απογειώσεως.
Πλήθος μέγα περιεστοίχιζε το αερόστατον, και ηκούοντο πανταχόθεν πολύτονες αναφωνήσεις, που σκάζαν κάθε τόσο, σαν ώριμα μπουμπούκια υπό την επέηρειαν ηλίου φλογερού. Συνωθούμενοι μεταξύ των αναριθμήτων θεατών, πολλοί μικροπωληταί διελάλουν και προσέφεραν αντί ευτελούς αντιτίμου, διαφόρους κονκάρδας και ταχυδρομικά δελτάρια, εικονίζοντα το αερόστατον ή τους αεροναύτας ή το αερόστατον μαζί με τους αεροναύτας, καθώς και άλλα δελτάρια, εικονίζοντα τον αθλοθέτην του μεγαλυτέρου αεροπλοϊκού επάθλου, τον αμερικανόν Γκόρντον Μπέννετ, ως και ταχυδρομικά δελτάρια εικονίζοντα τον πρόεδρον της Κολομβίας.
Εις τα κράσπεδα της μεγάλης κοσμοσυρροής, ολίγοι πλανόδιοι μουσικοί και σαλτιμπάγκοι,προσεπάθουν να ελκύσουν την προσοχήν των ακραίων θεατών, με άσματα ή με ταχυδαχτυλουργικάς και ακρβατικάς επιδείξεις. Ουδείς όμως παρεκολούθει τους πλανοδίους αυτούς καλλιτέχνας, παρ’ όλον ότι, τινές εξ αυτών, δεν εστερούντο ποιητικότητος και ταλέντου, διότι, και οι πλέον μεμακρυσμένοι από το κέντρον της συναθροίσως, είχαν την προσοχήν των εστραμμένην προς την τεραστίαν σφαίραν, ήτις διεκρίνετο από παντού. Μία μόνον εξαίρεσις υπήρχε. Εις εν ακρότατον σημείον της ομηγύρεως, μία ομάς εκ δεκαπέντε περίπου ανδρών, παρετήρει, ουχί το αερόστατον, αλλά μίνα νεαράν ακροβάτιδα, ήτις, υπό τους ήχους ενός ντεφιού, που έσειε ένας νεώτερος αδελφός της, εξετέλει διάφορα γυμνάσματα με μεγάλην ευκαμψίαν και δεξιοτεχνίαν. Η νεάνις αυτή ήτο ευειδής και χαρίεσσα. Εις μίαν στιγμήν που περιεστρέφετο επί των χειρών, με τους πόδας της εις τον αέραν, εσχίσθη, εν αγνοία της, η περισκελίς της εις καίριο σημείον, εις τρόπον ώστε, εις ωρισμένην φάσιν της ακροβασίας, να φαίνεται το αιδοίον της ευκρινώς. Εντεύθεν η εξαίρεσις, εντεύθεν η γοητεία. Διότι, εις το γεγονός ότι διεκρίνετο το ερωτικόν της όργανον, ωφείλετο η απόσπασις της προσοχής των δεκαπέντε θεατών από το αερόστατον. Όλοι οι άλλοι είχαν τα όμματά των εστραμμένα συνεχώς προς την μεγάλην σφαίραν.
Ενώ ταύτα ελάμβανον χώραν επί του αναπεπταμένου πεδίου, οι αεροναύται (τρεις εν όλω) φέροντες ειδικάς στολάς εξ αδιαβρόχου υφάσματος, εξήταζαν δια τελευταίαν φοράν την λέμβον και απαντούσαν εις τας ερωτήσεις των ανταποκριτών των εφημερίδων.
Όσοι μεταξύ των παρευρισκομένων ήσαν καλλίτερα πληροφορημένοι, θα ηδύναντο να αναγνωρίσουν αμέσως τους αεροναύτας, όχι μόνο από τας ενδυμασίας των, αλλά και από τα χαρακτηριστικά των, διότι είχε δημοσιεύσει επανειλημμένως, τόσον ο ημερήσιος όσον και ο περιοδικός, τας φωτογραφίας των, αναφερόμενος εις την εξέχουσαν προσωπικότητα ενός εκάστου και εις την διακεκριμένην και ενίοτε ηρωικήν των δράσιν.
Ο πρώτος εξ αυτών, ήτο ο άγγλος λόρδος, Ώλμπερτον, καθηγητής της αστρονομίας εις το Πανεπιστήμιον του Εδιμούργου, και συγγραφέας πολλών επιστημονικών έργων περί των ουρανίων σωμάτων, εκ των οποίων δύο, εθεωρούντο ήδη ως συγγράμματα κλασικά. Ο δεύτερος, ήτο ο πρώην αντισυνταγματάρχης του γαλλικού στρατού, Ερνέστος Λαρύ-Νανσύ, εξερευνητής της Κεντρικής Αφρικής και συγγενής ενός εκ των ηρώων του επεισοδίου της Φασόδα. Ο τρίτος, ένας άνδρας γιγαντιαίου αναστήματος, με μακράν ξανθήν γενειάδα και διαυγέστατα γαλάζια μάτια, ήτο ο Ρώσος ναύαρχος Βλαδίμηρος Βιερχόυ, πρόεδρος της Αυτοκρατορικής Γεωγραφικής Εταιρείας της Πετρουπόλεως και εις εκ των ελαχίστων, εν Ρωσία, πνευματικών φίλων του Ισλάμ.
Η πελωρία σφαίρα εταλαντεύετο ως μέγα εναέριον κήτος υπεράνω των κεφαλών του πλήθους κι όλος ο κόσμος έκαμνε προβλέψεις. Ο καιρός ήτο αίθριος. Μόνον εις ελάχιστα σημεία του ουρανού, ολίγα ελαφρότατα νέφη, έμοιαζαν να περιμένουν κι αυτά την ανύψωσιν του μπαλονίου, σαν μικρά σκάφη πλοηγών που αναμένουν υπ’ ατμόν επικείμενην αναχώρησιν ογκώδους ατμοπλοίου. Τέλος κατέφτασε κι ο δήμαρχος της πρωτευούσης, όστις, αφού εξεφώνησε λογίδριον πλήρες εμφάσεως και στόμφου, ενεχείρισε εις τους τρεις αεροναύτας πιστοποιητικά της εγγραφής των, τιμής ένεκεν, ως πολιτών της Σάντα Φε ντε Μπογκοτά, εις τα μητρώα της πόλεως. Κατόπιν, τιθέμενος εις τον πλευρόν των τριών αεροναυτών, ο δήμαρχος απεκρυσταλλώθη μαζί των εις οριστική στάσιν, ενώπιον μιας προ ολίγου στηθείσης επί τρίποδος φωτογραφικής μηχανής. Ο δήμαρχος, όστις ήτο ανήρ εξαιρετικά μικρού αναστήματος και φαλακρός, παρουσίαζε οξυτάτην αντίθεσιν πλησίον των τριών αεροναυτών, ιδίως εν συγκρίσει με τον Βλαδίμηρον Βιερχόυ, προ του οποίου εστάθη. Ο αγαθός ναύαρχος, αντιληφθείς την γελοίαν θέσιν του Κολομβιανού επισήμου, έκαμε εν πλάγιον βήμα προς τα εμπρός και έλαβε θέσιν δίπλα του, δια να αμβλύνει κάπως την οξείαν και αυτόχρημα κωμικήν αντίθεσιν. Αλλά το μόνον που επέτυχε, ήτο να τον θέσει τοιουτοτρόπως, άθελά του, εις έτι γελοιωδεστέραν θέσιν. Το πλήθος παρ’ ολίγο να εκσπάσει εις γέλωτας, αντιλαμβανόμενον όμως, ότι, ούτω θα διαπόμπευε εν τω προσώπω του δημάρχου ολόκληρον τον πληθυσμόν της πρωτευούσης, συνεκρατήθη μεν, αλλά μετά μεγίστης δυσκολίας.
Ο φωτογράφος έκυψε υπό το μαύρο πανί της φωτογραφικής συσκευής, και ήρχισε να περιστρέφει τον ρυθμίζοντα τη απόστασιν κοχλίαν. Έπειτα, προβάλλων κατέρυθρος κάτω από το πανί, ωθρώθη εκ νέου και εζήτησεν απόλυτον ακινησίαν. Οι φωτογραφιζόμενοι συνεμορφώθησαν αμέσως. Ο λόρδος Ώλμπερτον, με το βλέμμα του επί του έναντι ισταμένου, μεταξύ των επισήμων θεατών Πέντρο Ραμίρεθ, ο Λάρυ-Νανσύ επί του στήθους μιας ωραίας μοιχαλίδος, που εστέκετο εις τον πλευρόν του καθηγητού της ιστορίας, ενώ ο Βλαδίμηρος Βιερχόυ, αγκάλιαζε, με τα μεγάλα γαλανά του μάτια, ολόκληρο το πλήθος. Με μίαν απότομον αλλά συνάμα χαρίεσσαν κίνησιν της χειρός του, ο φωτογράφος αφήρεσε το εσωτερικώς βελούδινον και εξωτερικώς δερμάτινον κάλυμμα του προεξέχοντος εν είδει πέους ή τηλεβόλου φακού και εμέτρησε, γεγωνυία τη φωνή, κρατών το πώμα εις τον αέρα τελετουργικώς: «Ένα… δύο… τρία…». Κατά ολίγα αυτά δευτερόλεπτα, εγένετο άκρα σιωπή πέριξ πελωρίας σφαίρας, εντός της οποίας, οι προσφερόμενοι αριθμοί, έπιπταν από τα χείλη του εξ επαγγέλματος φωτογράφου, σαν ξόρκια παραδόξου μαγγανείας ή σαν χρησμοί λακωνικοί, μπηχτοί, αρσενικής Πυθίας, ενώπιον κατεχομένου από αγωνίαν ακροατηρίου. Πριν, όμως, προφέρει ο φωτογράφος τον τελευταίον αριθμόν της πόζας, μία κραυγή που εξεπήδησε από το στόμα μιας δεκαπενταέτιδος κόρης πελιδνοτάτης, που εστέκετο πλησίον της ωραίας μοιχαλίδος και του υψηλού Ντον Πέντρο, εξέσκισε την σιωπήν και ετάραξε τα βάθη της μέχρι του απωτάτου σημείου της κοσμοσυρροής.
«Θεέ!.. Μη τους σκοτώσετε… Μη τους σκοτώσετε… Είναι αθώοι!» εφώναξε η ωχρά νεάνις και κατέπεσε σφαδάζουσα επί του εδάφους.
Ίσως η κόρη αυτή, προφανώς υστερική, τις οίδε δια μέσου ποίων συνειρμών και συσχετίσεων, συνειδητών ή ασυνειδήτων, ίσως να έβλεπεν τη στιγμή εκείνην, εν τη νοσηρά της φαντασία, ουχί φωτογράφησιν τεσσάρων ατόμων, αλλά εκτέλεσιν τεσσάρων αθώων πολιτών, και μάλιστα δια μικρού κανονίου ή δια –πολυσφαίρου αυτομάτου μυδραλλιοβόλου τύπου Μαξίμ, περί του οποίου πολύς λόγος είχε γίνει εις τας εφημερίδας την εποχή εκείνη. Ίσως –τις οίδε- να έβλεπε, ουχί τον επαγγελματίαν φωτογράφον, κύπτοντα υπό το μαύρο πανί, αλλά μέλαιναν πούμαν υπερμεγέθη, έτοιμη να εφορμήσει προς κατασπάραξιν τεσσάρων αόπλων εξερευνητών ή κυνηγών, που δεν επρόφτασαν να αρπάξουν τα επαναληπτικά των. Ίσως να έβλεπε ακόμη, την μοιχαλίδα μητέρα της (διότι, τω όντι η κόρη αυτή ήτο θυγάτηρ της κυρίας που ίστατο εις το πλευρόν του Πέντρο Ραμίρεθ), έτοιμη να υποστεί, ή υφισταμένην συνουσίαν, που εξελάμβανε, εν τη αγνοία της η κόρη, ως τρομεράν και αιματηράν βιαιοπραγίαν, αντί να βλέπει απλώς, τέσσερις άνδρας φωτογραφιζομένους, και τέλος, ίσως να έβλεπε τον ναύαρχον Βλαδίμηρον Βιερχόυ, ως αυτοκράτορα Μαξιμιλιανόν, τυφεκιζόμενον μετά τριων εμπίστων του, από τους άνδρας του Χουαρέζ, και ίσως γι’ αυτό, τώρα που εσφάδαζε επί του εδάφους με ανεστραμμένους οφθαλμούς και με το σώμα της διαγράφον μέγα τόξο, ίσως γι’ αυτό εφώναζε: «Ω, Καρλόττα!.. Δύστυχη, άμοιρη Καρλόττα!..» ταυτιζομένη, προφανώς, με την ωραίαν σύζυγον του εκτελεσθέντος άρχοντος του Μεξικού.
Ο φωτογράφος εστράφη προς την κόρην κάτωχρος και αυτός, ωσάν να είχε πιστεύσει, προς στιγμήν, ότι είχε μεταβληθεί πράγματι, εις αρχηγόν εκτελεστικού αποσπάσματος, και το κάλυμμα του προτεταμένου φακού της συσκευής του έπεσε από το χέρι του. Σάλος, ουχί χαρμόσυνος και πανηγυρικός, όπως πριν, αλλά βαρύς και αγχώδης, και χλαλοή φουρτουνιασμένη, σαν ξέσπασμα θυέλλης αδοκήτου, διαδέχθησαν εις άκραν γαλήνην και σιωπήν, που είχε εξαπλωθεί παντού, προ ολίγου, κατά τα πρώτα δευτερόλεπτα της λήψεως της τελικώς αποτυχούσης φωτογραφίας. Οι αεροναύται και ο δήμαρχος της Μπογκοτά εγκατέλειψαν την πόζα των και έδραμον όλοι μαζί προς την ήδη σπασμοδικώς τινασσομένην επί της χλόης νεανίδα. Η μητέρα της, καθώς και ο ντον Πέντρο, όστις από τριμήνου ήδη ήτο εραστής της, έκυψαν επάνω της και την εξώρκιζαν να ησυχάσει. Όλοι προσεπάθουν να βοηθήσουν την κόρην να συνέλθει, πλην του απουσιαζόντος πατρός της, όστις ήτο αρχιμηχανικός εις τας ηλεκτροτεχνικάς εγκαταστάσεις των μεγάλων υδατοπτώσεων του RioBogota. Αλλά όλαι αι προσπάθειαι απέβησαν εις μάτην. Η κόρη περιέπεσε μετ’ ολίγον εις την ημικωματώδην εκείνην κατάστασιν, που οι ψυχίατροι της γαλλικής σχολής αποκαλούν ποιητικώτατα auraή etatcrepuskulaireκαι τέλος, ο δήμαρχος διέταξε να προσέλθει η άμαξά του, ίνα μεταφερθεί επ’ αυτής η πάσχουσα νεάνις στην κατοικία της. Η κόρη ετοποθετήθη επ’ αυτής, υπό του ντον Πέντρο Ραμίρεθ, και αφού έλαβε θέσιν δίπλα της η ωραία μοιχαλίς, συνοδευομένη και από μίαν φίλη της, η άμαξα του δημάρχου έλαβε την άγουσαν προς την πόλιν.
Ευθύς μετά την αναχώρησιν της συνοδείας, ο εναγώνιος σάλος εκόπασε. Οι αεροναύται μετά του δημάρχου, ολίγον ωχροί εκ της συγκινήσεως (πλην του λόρδου Ώλμπερτον, όστις, καίτοι συγκινημένος, διετήρει, εντούτοις, απόλυτον ψυχραιμίαν), επανήλθαν όλοι ομού εις τας θέσεις των, προ της λέμβου του αεροστάτου. Ο φωτογράφος επανέλαβε την χειρονομίαν του, επιτυχώς την φοράν ταύτην. Αλλά ενώ έγινε πάλι σιωπή πέριξ των ηρώων της ημέρας, καθ’ ην στιγμήν ούτοι εφωτογραφίζοντο, εντούτοις δύναταί τις να είπει, ότι επί τινα λεπτά ακόμη, η ατμόσφαιρα εξηκολούθει να είναι βεβαρυμένη. Μια διάχυτος βωβή νευρικότης έγινε αισθητή πέριξ του αεροστάτου, και εις τα κράσπεδα της μεγάλης κοσμοσυρροής εψιθυρίζοντο και διεδίδοντο τερατώδεις φήμαι –π.χ. ότι έλαβε χώραν απόπειρα κατά του δημάρχου, ότι Ισπανός αναρχικός επετέθη δι’ αμφιστόμου μαχαίρας ή εγκειριδίου κατά του Ρώσου ναυάρχου και μυστικοσυμβούλου του Τσάρου, Βλαδιμήρου Βιερχόυ, ότι ένας παράφρων ερωτομανής, πάσχων από πριαπισμόν, απεπειράθη να βιάση, ενώπιον όλου του κόσμου, μια νεάνιδα Κολομβιανής αριστοκρατίας, ότι η κόρη του μεγάλου αρχιμηχανικού των υδατοπτώσεων του RioBogotaηυτοκτόνησε, και μάλιστα εξ έρωτος δια τον διάσημον καθηγητήν και μέλλοντα υποψήφιον πρόεδρον της δημοκρατίας ντον Πέντρο Ραμίνεθ, και τα τοιαύτα. Εις την σοβούσαν ακόμη νευρικότητα, μεταξύ των πολλών ινδομιγών και ολίγων γνησίων λευκών της ομηγύρεως άλλοι μεν προοιωνίζοντο τύχην κακήν δια τους αεροναύτας, άλλοι δε δεινά και συμφοράς δια την Δημοκρατίαν, και μια ηλικιωμένη γυναίκα, μαστροπός το επάγγελμα, έφθασε μέχρι του σημείου να προαναγγείλη, κατά τρόπον καταπληκτικώς ακριβή, ότι εντός μιας δεκαετίας το πολύ, μέγας σεισμός θα κατέστρεφε εξ ολοκλήρου την ωραίαν πρωτέυουσαν Σάντα Φε ντε Μπογκοντά – όπως πράγματι συνέβη αργότερον, εν έτει 1914.
Όμως άπαντα ταύτα, γρήγορα ελησμονήθησαν. Το μέγα πλήθος, αποτελούμενον από παντοειδείς εκπροσώπους ενός λαού θερμοαίμου και υγειούς, από λευκούς, μιγάδας εξ ερυθροδέρμων, μιγάδας εκ νέγρων και από ολίγους γνησίους και αμειγείς ερυθροδέρμους, ήδη επάλλετο και εδονείτο, όπως και προ του τραγικού επεισοδίου που διετάραξε την τελετήν. Εντός ολίγου, ο ενθουσιασμός έφτασε εις το κατακόρυφον. Ο κόσμος έξαλλος εβόα συνωθούμενος: «Επιβιβάζομαι, επιβιβάζομαι!.. Ζήτω ο λόρδος!.. RuleBritannia.. Ζήτω ο απόγονος του Ναπολέοντος, του μεγάλου Λιμπερταδόρ!.. Ζήτω ο Ρώσσος Μωυσής!.. Ζήτω το μέγα αερόστατον!.. Ζήτω οι τρεις Κονσοθισταντόρες του αέρος!»
Πράγματι, εν μέσω των φωνών και των αλαλαγμών, εν μέσω των φλογερών επευφημιών, οι τρεις αεροναύται επεβιβάζοντο. Η φανφάρα του δήμου ανέκρουε εν εμβατήριον του Σούζα. Αι κυρίαι έραιναν με πέταλα ανθέων τους αεροναύτας, και οι άνθρωποι του λαού έρριπταν τους μεγάλους και πλατυγύρους πίλους των εις τον αέρα. Πρώτος επεβιβάσθη ο λόρδος Ώλμπερτνον. Δεύτερος, ο Γάλλος αντισυνταγματάρχης Λαρύ-Νανσύ και τρίτος ο γιγαντιαίος ναύαρχος Βιερχόυ. Την στιγμήν εκείνην, μία ωραία σοκολοτόχρους ινδομιγής κόρη, έως δεκαπέντε ετών, κορυφαία μαθήτρια του δημοτικού ορφανοτροφείου της πρωτευούσης, διέσχισε τον αμέσως προ του αεροστάτου κενόν χώρον, όπου ίσταντο μόνον οι επίσημοι, και προσέφερε με χαρίεσσαν ζέσιν, εις τους τρεις αεροναύτας, εκλέγουσα αυθορμήτως τον ξανθόν ναύαρχον δια την επίδοσιν, ένα νεαρόν ψιττακόν εκπάγλου κάλλους, εντός μικρού ψάθινου κλωβού, εκ μέρους όλων των κορασίδων του ευαγούς ιδρύματος. Οι αεροναύται, γοητευμένοι, ηυχαρίστησαν θερμώς, ο δε ναύαρχος Βλαδίμηρος, καταφανώς συγκινημένος, εσήκωσε την παιδίσκην, ωσάν να ήτο πουπουλένιο άθυρμα ή μικρόν παιδίον τριών ή τεσσάρων ετών, και την ησπάσθη, όπως ασπάζονται οι Ρώσσοι, επί των δύο παρειών και επί του στόματος. Την στιγμήν εκείνην ο λαός, έξαλλος εκραύγασε: «Ζήτω των τριών παληκαριών!» Ο Ναύαρχος οιστρηλατούμενος από το φίλημα και από την συγκίνησίν του, εσήκωσε την κόρην υψηλά εις τον αέρα, και ανεφώνησε με στεντορείαν φωνήν ισπανιστί, αλλά με ισχυράν ρωσικήν προφοράν: «Ζήτω τα ωραία κορίτσια! Ζήτω ο λαός της Κολομβίας!» και αφού ακούμβησε την σοκολατένια κορασίδα επί της χλόης απαλά, ανέσπασε από τον θύλακα του γιλέκου του το βαρύτιμον εξ ερυθρωπού χρυσού των Ουραλίων ωρολόγιόν του, και το εδώρησεν εις την ωραίαν ινδομιγή παίδα, ενώ το πέος του υπό την περισκελίδα του επάλλετο εν πλήρει στύσει. Μετά την ζητωγραυγήν αυτήν και τας χειρονομίας του ναυάρχου, το πλήθος μαινόμενον από τον ενθουσιασμόν του, διέσπασε τον αβαθή κλοιόν της δημοκρατικής φρουράς, και περιέβαλε τους επισήμους και τον προ του αεροστάτου χώρον, και, κατακλύζον τον χώρον αυτόν, προέβη εις αλλόφρονας εκδηλώσεις λατρείας προς τα τρία είδωλα, που ίσταντο έκθαμβα προ του μεγαλειώδους θεάματος ενός λαού κορυβαντιώντος.
Ο λόρδος Ώλμπερνον δεν είχε παρευρεθή εις τίποτε παρόμοιον, από την εποχήν του εορτασμού του αδαμαντίνου ιωβηλαίου της γηραιάς βασιλίσσης, και ενθυμούμενος, τώρα τι συνέβη, όταν, κατά την αλησμόνητον εκείνην ημέραν, η κυρτωμένη από τα χρόνια σεπτή άνασσα, ενεφανίσθη ενώπιον του λαού της, εν μέσω των τέκνων της και των τέκνων των τέκνων της, εν μέσω των λαών και των λαβάρων του Ηνωμένου Βασιλείου και όλων των υπερποντίων Κτήσεων, εις τον υψηλό εξώστην των ανακτόρων, θρυλική, σχεδόν μυθική, αληθινή προσωποποίησις ισχύος και ολοκληρωμένου κλέους υπό τα κάτασπρα μαλλιά της, που τα είχε ασπρίσει ουχί ο χρόνος, αλλά η δόξα. Δια δευτέραν φοράν εις την ζωήν του ησθάνετο ο λόρδος Ώλμπερνον να υγραίνονται τα μάτια του, τουτέστιν όπως την ημέραν εκείνην, όταν η ανθρωποθάλασσα των πιστών υπηκόων της Βικτωρίας, ετίμα δια βοής ισχυροτέρας από την ταυτόχρονον εκπυρσοκρότησιν όλων των τηλεβόλων του βρετανικού στόλου την Βασίλισσαν Νίκην, κραυγάζουσα, εκ βαθέων, την ιαχήν και προσευχήν «GodsavetheQueen».
Δίπλα του ίστατο ο Ερνέστος Λαρύ-Νανσύ, ωσαύτως συγκινημένος. Μια μυρωδιά από ιδρώτα και αίμα ανήρχετο μέχρι των ρωθώνων του, όπως την ημέραν που παρευρέθη, προ ετών, εις μίαν ταυρομαχίαν εξαιρετικώς αιματηράν, εις την αρέναν της Νίμης. Αλλά την στιγμήν εκείνην, δεν επρόκειτο περί ταυρομαχίας. Ο χώρος που έβλεπε μπροστά του, εις των οπίων τα παράθυρα και τους εξώστας, ένας κόσμος αλλόφρων, συνωθούμενος, εφώναζε, έψαλλε και εβωμολόχει. Εις την πλατείαν κάτω, άνθρωποι του λαού φρενήρεις, εκραύγαζαν, εχόρευαν και εποδοπατούντο, άδοντες άσματα αιματηρά, και εκστομίζοντας αδράς εκφράσεις. Πολλοί άνδρες εχαράκωναν φανερά τις γυναίκες. Οι περισσότεροι ήσαν ρακένδυτοι, και πολλοί εξ αυτών φορούσαν κόκκινους σκούφους. Πολλές γυναίκες ιδρωμένες και αναμαλλιάρες, ωρχούντο επί του βρωμερού λιθοστρώτου και εκραύγαζον μαζί των. Πολύ συχνά, οι γυναίκες αυτές, έμοιαζαν με μαινάδες, ή με σκύλες εν ώρα οργασμού. Μια γυναίκα, αρκετά ωραία, αλλά τελείως μεθυσμένη και εν εξάλλω διεγέρσει διατελούσα, όχι μόνο από το κρασί αλλά και από τα αίματα, μια γυναίκα με τους μαστούς της γυμνωμένους, σήκωσε τα φουστάνια της και κραυγάζουσα καυλωμένη έδειχνε το αιδοίον ης και τα βυζιά της, εις τον υψηλόν δήμιον, που ίστατο επί του ικριώματος, με το ένα του χέρι επί της αιμοσταλάχτου λαιμητόμου, και με το άλλο εις την μέσην του, ανατριχιαστικά γαλήνιος.
«Άκουσε εδώ, μεγάλε ψωλαρά μου!..» του έλεγε, «σου ομιλεί η Μαριάννα… πώς σου φαίνονται τούτα εδώ;.. Με όλα τα τριψίματα που έχουν φάει, στέκουν ακόμα όρθια σαν να ’μουν κοριτσάκι και οι ρώγες τους, όταν πλακώνουμαι, πετάνε γάλα… Αμ τούτο εδώ!.. Θες να το δεις; Θες να το δεις και παρά μέσα; Κοίταξε, ανοίγω τα χείλη του, ώστε να ρίξεις μέσα μια ματιά… Χαμήλωσε λίγο το κεφάλι σου να δεις… είναι κόκκινο, κατακόκκινο, σαν τους λαιμούς των ευγενών όταν τους κόβεις τα κεφάλια… Μόλις μπεις μέσα στάζει μέλι… Άκου, λοιπόν, λεβέντη πουτσαρά μου – Θα ’ναι δικό σου απόψε το μουνί μου αν κάνεις ό,τι σου ζητήσω… Θέλω να σφάξεις σήμερα για μένα δυο γκουνιώτες της πιο ψηλής αριστοκρατίας… Ακούς; Για μένα… για το χατίρι μου… Θα τις βάλω σφαγμένες να μου γλείψουν το μουνί κι έπειτα θα στο χαρίσω. Όποιος γαμά τη γλυκομούνα Μαριάννα, δεν έχει ανάγκη από θεούς ή αφεντάδες… Το ένα ξανθό, το άλλο μελαχροινό –χωρίς περούκες… Δυο κεφάλια από δυο όμορφες γκουνιώτες για να τους δείξω τι θα πει αληθινό μουνί… Έπειτα θα ’ρθεις, εσύ, λεβέντη μου και πουτσαρά μου, με όλο σου το ψωλόχυμα να με ΓΑ-ΜΗ-ΣΗΣ!»
Ο λαός εκάγχαζε κι εβόα. Ένα τραγούδι άγριο αντηχούσε. Εις τα παράθυρα, άλλοι εζητοκραύγαζαν κι άλλοι χειροκροτούσαν. Όμως εκείνη την ημέρα η επιθυμία της Μαριάννας δεν εξεπληρώθη. Το κάρο έφτασε πάλι μετά λίγα λεπτά, αλλά τούτη τη φορά με διαφορετικόν φορτίον. Επάνω του στεκόταν ένας άνδρας με τα χέρια του δεμένα πίσω. Ήτο λιγνός και πελιδνός. Τα άψογα ρούχα του ήσαν κατάμαυρα, και φορούσε μιαν άσπρη φρίλια στο λαιμό του. Σε λίγο το βαρύ λεπίδι κατρακύλησε με γδούπο τρομερό στην κατηφορική του τροχιά, στην τροχιά της μοίρας, και από τον χαίνοντα λαιμό, τον όλο αίματα, του καρατομηθέντος, έπεσε στην κεφαλή του. Ο δήμιος την σήκωσε ψηλά. Το πλήθος εσιώπησε για μια στιγμή, και μέσα σε μια νευρική σιγή, εκοίταξε για τελευταία φορά την κάτωχρον μορφήν του Ροβεσπιέρου. Έπειτα, εξηκολούθει να αλαλάζη και να χοροπηδά. Ένα τραγούδι αντηχούσε από παντού: Caira… caira… saira…
Ο Ερνέστος Λαρύ-Νανσύ ανατρίχιασε κι έκλεισε τα μάτια του για ολίγα δευτερόλεπτα. «Είναι δυνατόν», εσκέφθη «είναι δυνατόν να βγήκαμε από εκεί; Εμείς, οι πολιτισμένοι Γάλλοι, οι Γάλλοι της Τρίτης Δημοκρατίας, που εκτείνεται από την Μάγχη έβς το Τιμπουκτού, και από τον Ατλαντικό έως την Ινδοκίνα;» Για ένα, για δυο δευτερόλεπτα, καμία απάντησις δεν αντήχησε μέσα του, και τα δευτερόλεπτα αυτά, του εφάνηκαν βαριά σαν πυραμίδες, ατέλειωτα σαν αιώνες. Έπειτα, μονομιάς, πρώτα σαν ψίθυρος και έπειτα σαν λαγαρός παιάν, ήρθε η απάντησις: «Απ’ τις κορφές αυτών των πυραμίδων, σαράντα αιώνες σας θωρούν!» Ο Ερνέστος Λάρυ-Νανσύ ήνοιξε τα μάτια του. Καθώς αντίκρισε το πλήθος που αγαλλιούσε γύρω από το μπαλόνι, του φάνηκε πως είδε, επάνω από τη θάλασσα των κεφαλών, σαράντα μεγάλους αετούς να πετούν προς ανατολάς, και από κάτω, του φάνηκε πως διέκρινε, μέσα σε ηχηρό ποδοβολητό και τύμπανα που κροτούσαν δυναμώνοντας ολοένα, μια μεγάλη στρατιά να προχωρεί, με τρίχρωμες σημαίες διάτρητες από σφαίρες, τις σημαίες που πάντα πλαταγίζαν, επάνω από τις κεφαλές των γρεναδιέρων και κάτω από τη σκέπη των αετών. Επί κεφαλής, καβάλα σε λευκό φαρί, ένας μικρόσωμος άνδρας, με υψηλό και πλατύ μέτωπο, κάτω από ένα δίκωχο καπέλο με κονκάρδα, επροπορεύετο, κοιτάζοντας εμπρός, πολύ μακριά… Ο πρώην αντισυνταγματάρχης του γαλλικού στρατού και νυν εξερευνητής της Κεντρώας Αφρικής, ησθάνθη το αίμα του να ανάβει, και μία φωνή μέσα του, πολύ βαθιά, του εψιθύρισε ευκρινώς: «Είσαι κι εσύ, θέλεις δεν θέλεις, γιος του Αετού, παιδί του Βοναπάρτη»! Ο Ερνέστος Λαρύ-Νανσύ, εσείσθη ολόκληρος από ένα ρίγος πατόκορφο, και εστάθη ευθυτενής, εις θέσιν προσοχής, μέσα στην λέμβον του αεροστάτου. Έπειτα, ενώ εζητοκραύγαζε τριγύρω του το πλήθος των Κολομβιανών, εφώναξε δυνατά, κοιτάζοντας το δίκωχο με την κονκάρδα, που απεμακρύνετο με τους μεγάλους που το συντρόφευαν στον ουρανόν μιας δόξης ανεσπέρου: «Vivel’ Empereur»
Μέσα στο ίδιο πλήθος των Κολομβιανών, που αλάλαζαν από ενθουσιασμόν γύρω από την λέμβον του αεροστάτου, ο ναύαρχος Βλαδίμηρος Βιερχόυ συνεταράσσετο και αυτός από αισθήματα βαθιά και επανωτά ρίγη. Μαζί με όλα αυτά, ήτο συνυφασμένη, σαν φωτογραφία παρμένη στην ίδια πλάκα με μίαν άλλη, η εικών της ωραίας ενδομιγούς κορασίδος που είχε φιλήσει μόλις προ ολίγου.
Ναι, ανέκαθεν συγκινούσαν τον ναύαρχον Βλαδίμηρον Βιερχόυ τα πλήθη –ιδίως σε στιγμάς μεγάλου ενθουσιασμού, όταν το ρήμα γίνεται λόγος, και ο λόγος σπόρος πλούσιος και ευεργετικός, όταν η κίνησις και η χειρονομία γίνονται σύμβολα δυναμικά, και ο ηγέτης γίνεται προφήτης, τουτέστι κρίκος συνδετικός με τας ασυλλήπτους δυνάμεις που μας διαπερνούν, μας περιβάλλουν και μας περιέχουν, και ονομάζονται, είτε το θέλουμε είτε όχι, με χίλια επίθετα, αλλά με ένα μόνον ουσιαστικόν – Θεός.
Εν τούτοις, πολλοί φίλοι του Βλαδίμηρου Βιερχόυ, τον θεωρούσαν άθεον. Αυτός όμως, πάντοτε το ηρνείτο και έλεγε: «Δεν είμαι χριστιανός, ούτε είναι δυνατόν ποτέ να γίνω, αλλά δεν είμαι άθεος. Για μένα υπάρχει παντού και πάντοτε ο Θεός». Ίσως η παρεξήγησις αυτή να ωφείλετο στο γεγονός ότι ο ναύαρχος, υπήρξε πάντοτε μια ελευθέρα συνείδησις και ποιητής – αληθινός ποιητής, καίτοι ποτέ δεν είχε γράψει ούτε έναν στίχον. Το ποίημα του, ήτο η ίδια η ζωή του. Εραστής των γυναικών και κορασίδων, εραστής της στιχουργημένης και μη ποιήσεως, εραστής της φύσεως και των σπερμαγωγών ιδεών, πολέμιος των οικονομιστών, των ορθολογιστών και σοφιστών, ήτο μια ισχυρά ιδιοσυγκρασία και μία αδρά προσωπικότης, που προκαλούσε θαυμασμόν, αγάπην μίσος και ζηλοτυπίαν. Το ποίημα αυτό, ελέγετο ανέκαθεν, Βλαδίμηρος Βιερχόυ.
Ο ναύαρχος αγκάλιαζε τώρα με τα μάτια του ολόκληρο το πλήθος. Για μια στιγμή εχάθη από μπροστά του η Κολομβία. Ήτανε πανηγύρι στη νότιο Ρωσία, εις το Μπαχτσί-Σεράι. Εδώ ευρίσκοντο τα πάντα, Οι Ρώσοι, οι Τάταροι, οι κάτοικοι του Καζακστάν, οι Έλληνες, οι Καυκάσιοι, οι Πέρσαι και οι Εβραίοι. Εδώ ήταν τα αλόγατα, οι τάπητες τα χαϊμαλιά. Εδώ οι τσιγγάνοι, τ’ άρματα και τα βιολιά. Και πρώτα απ’ όλα, ήταν εδώ τα ωραία κορίτσια, με τα ωραία των μάτια, τα ωραία των στήθη και τους ωραίους τους γλουτούς. Εδώ ήταν τα πάντα. Εδώ κτυπόυσε η καρδιά της οικουμένης. Τριγύρω θρόιζαν τα ψηλά κατάξανθα στάχυα, η πρώτη αυτή θάλασσα που γνώρισε στη ζωή του, πολύ πριν από την άλλη, την μπλάβα με τα μπουρίνια και τις τρικυμίες, αλλά και τις μεγάλες ηδονές, και τα συνταιριασμένα με τα ρίγη των σταχυών κύματα της άχραντης Σβομπόντας, που μοιάζαν με τα αισθήματα που του γεννούσαν τα ωραία λευκά χέρια της μητέρας του, όταν τον χάιδευε στα γόνατά της, ως παιδί, και του έλεγε για τον Μαζέππα, για τους μεγάλους Αταμάνους και για τα όμορφα κορίτσια του Νίζνι – Νόβγκορόντ…
Αίφνης ο Βλαδίμηρος Βιερχόθ διέκρινε το εξαίσιον κορίτσι που είχε φιλήσει προ ολίγου, να ξεχωρίζει μέσα στα άλλα, ενώ μια χορωδία από ανδρικές φωνές ξέσπαζε σε τραγούδι:
Γιέχαλ κόζακ ζα Ντουνάι
Σκάζαλ ντέφτσινε πραστάι
Πραστάι, πραστάι, μπουτ ζνταρόβα
Μαγιά κράλια τσισρναμπρόβα.
Το σοκολατόχρωμο κορίτσι ήρχισε να κλαίει. Ο Βλαδίμηρος έκαμε ορμεφύτως μίαν κίνησιν δια να το πλησιάσει, αλλά τον ημπόδισε η κουπαστή της λέμβου του αεροστάτου. Το κορίτσι αυτό ήσκει επάνω του μια τεράστια γοητεία. Η χορωδία εξακολουθούσε το τραγούδι…
Το κορίτσι σήκωσε το χέρι του και με ένα μικρό μαντήλι τον χαιρέτησε. Το τραγούδι έπαυσε αποτόμως. Ο ναύαρχος Βλαδίμηρος Βιερχόυ ησθάνθη να χτυπά πιο δυνατά η καρδιά του, ενώ το πέος του εν πλήρει στύσει, επάλλετο υπό το παντελόνι.
«Θε μου, τι να κάνω;» εσκέφθη ο ρώσος αεροναύτης και εκοίταξε επάνω τον ουρανό.
Τότε, για πρώτη φορά στη ζωή του, είδε κάτι που έμοιαζε με τον Παντοκράτορα. Αλλά η πρώτη του εντύπωσις ήτο εσφαλμένη. Η μορφή αυτή, δεν ήτο του Θεού. Ήτο ο εαυτός του εκεί πάνω, ντυμένος απαράλλαχτα όπως ο Μωάμεθ. Στο κεφάλι του φορούσε ένα μεγάλο σαρίκι. Στο ένα του χέρι κρατούσε μια σπάθα κοφτερή, και στο άλλο, ένα φιαλίδιον με μύρα. Στα γόνατά του ήτο καθισμένη μια παιδίσκη ωραιοτάτη, απαράλλαχτη με τη σοκολατένια ορφανή…
Ο Λόρδος Ώλμπερνον εκοίταξε το ωρολόγιο του, και έκαμε νεύμα εις τον διευθύνοντα τα της απογειώσεως αξιωματικόν, δίδων εις αυτόν να εννοήσει ότι το αερόστατον έπρεπε να απογειωθεί. Ο αξιωματικός διέταξε τους στρατιώτας της φρουράς να παραμερίσουν όσον ήτο αναγκαίον το πλήθος, ώστε να γίνουν οι απαραίτητοι μανούβραι. Το πλήθος υπεχώρησε και, αντιλαμβανόμενον ότι επέστη η στιγμή της απογειώσεως, γρήγορα εσιώπησε. Η σιγκίνησις ήτο γενική. Από την μικρά ομάδα των επισήμων, επροχώρησε ο επίσκοπος της Σάντα Φε ντε Μπογκοτά. Η ωραία ινδομιγής νεάνις, εις την πρώτην πρώτην γραμμή, όπισθεν των στρατιωτών της δημοκρατικής φρουράς, έσειε το μαντήλι της και εκοίταζε τον γιγαντιαίον ναύαρχον, ενώ τα δάκρυα έρρεαν από τα μάτια της. Αλλά ο Βλαδίμηρος Βιερχόυ είχε ακόμη τους οφθαλμούς του εστραμμένους προς τον ουρανόν, και όλος ο κόσμος ενόμιζε ότι προσηύχετο. Μια φοβερά τρικυμία ανεστάτωσε την ψυχήν του. Εντός ολίγων λεπτών της ώρας, ο θερμόκαρδος αυτός άνδρας, είχε ερωτευθεί εμμανώς την ινδομιγή κορασίδα, της οποίας ούτε το όνομα εγνώριζε. Μετά τρία, μετά πέντε λεπτά το πολύ, το αερόστατον θα εγκατέλειπε το έδαφος. Τι έπρεπε να κάμει;
Ο Λόρδος Ώλμπερνον έκαμε εκ νέου νεύμα εις τον αξιωματικόν. Ο αξιωματικός διέταξε τους άνδρας να λύσουν μερικά σχοινιά. Ο Ερνέστος Λαρύ-Νανσύ ήδη ετοιμάζετο να ρίψει δυο σάκκους άμμου έξω από την λέμβον. Ο επίσκοπος της Σάντα Φε ντε Μπογκοτά ύψωσε τον σταυρόν και απηγγειλε μιαν ευχήν. Ο Βλαδίμηρος Βιερχόυ έπαυσε να ατενίζει τον ουρανόν. Τώρα ητένιζε την ωραίαν ινδομιγή παίδα ήτις ακόμη έσειε το μαντήλι της κλαίουσα. Ο αξιωματικός διέταξε να λύσουν οι στρατιώται τα υπόλοιπα σχοινιά και να κρατήσουν, εις τα χέρια των μόνον τα δύο τελευταία, μέχρι νέου παραγγέλματος, οπότε, τέλος, θα ηλευθερώνετο οριστικώς η πελωρία σφαίρα. Οι στρατιώται συνεμορφώθησαν, και τριάντα περίπου άνδρες συνεκράτουν τώρα επί της γης το αερόστατον, εν αναμονή του τελευταίου παραγγέλματος.
Οι επίσημοι και το πλήθος περίμεναν εναγωνίως. Ο λόρδος Ώλμπερνον έκαμε άλλο εν νεύμα. Ο αξιωματικός εστράφη προς τους άνδρας και ήρχισε να μετρά. Ο δήμαρχος εσήκωσε το υψηλόν του πίλον, ο αξιωματικός όμως, δεν επρόφτασε να πει το τρία, όταν όλος ο κόσμος, αίφνης, εξέβαλε κραυγήν εκπλήξεως… Ο ναύαρχος Βλαδίμηρος Βιερχόυ διέκοψε την μέτρησιν του αξιωματικού, αλαλάζων: ΑΚΑΝΤΟΥ ΑΝ ΛΑ, ΙΛΛΑ ΑΛΛΑ - ΑΚΑΝΤΟΥ ΑΝΝΑ ΜΩΧΑΜΜΑΝΤΑΝ ΡΕΣΟΥΛ ΑΛΛΑ!»
Το πρώτον μέρος της μεγαλειώδους αυτής Μωαμεθανικής επικλήσεως εξεφωνήθη υπό του ναυάρχου εντός της λέμβου, αι ενδιάμεσαι λέξεις, ενώ δρασκέλιζε εν σπουδή τον κάλαθον, και αι τελευταίαι, όταν επάτησε τον πόδα του επί της γης. Διανύων εντός έξη δευτερολέπτων το διάστημα που τον εχώριζε από την ινδομιγή παιδίσκην, ο Βλαδίμηρος Βιερχόυ, αφού έφτασε ως αστραπή εις το σημείον όπου ίστατο η ωραία ορφανή, την ήρπασε από τη μέση, και επιστρέφων εις την λέμβον του αεροστάτου, επεβιβάσθη εκ νέου, μαζί με τον τρυφερόν του φορτίον.
Ιδού, λοιπόν, που υπήρχε παντού και πάντοτε ο Θεός! Διαπιστώνων τούτο άλλη μία φοράν ο Βλαδίμηρος ανέσπασε από την ζώνην του δίστομον καυκασιανόν εγχειρίδιον και απέκοψε τα δύο τελευταία σχοινιά του μπαλονίου, που επρόκειτο να απολύσουν οι στρατιώται, όταν διεκόπη η μέτρησις του αξιωματικού από τον αλλαλαγμόν και την αδόκητον έξοδόν του.
Το αερόστατον, ελαφρόν και χαρίεν, παρά τον όγκον του, ήρχισε ανυψούμενον εις το άπειρον υπεράνω διάστημα. Η έκπληξις και η αίσθησις που επροξένησε η έξαλλος και ραγδαία ενέργεια του ρώσου ναυάρχου, άφησε το πλήθος και τους επισήμους εμβρόντητους επί τινα δευτερόλεπτα. Κατ’ αρχάς, ουδείς εγνώριζε πώς έπρεπε να ερμηνευθή το γεγονός. Αλλά ο λαός της Κολομβίας, θερμόαιμος και υγιείς όπως ήτο, παρά τας προσπαθείας του κλήρου, πολύ γρήγορα κατόρθωσε να ερμηνεύσει, και να ερμηνεύσει ορθώς, το συναρπαστικόν γεγονός. Ουσιαστικώς, επρόκειτο περί απαγωγής. Η κόρη ήτο ωραιοτάτη. Ο ναύαρχος ήτο ανήρ σφριγηλός και, παρά τα πενήντα χρόνια του, ήτο ακμαιότατος, ικανότατος και πλήρης ημερών. Η πράξις του ήτο όχι μόνον συμπαθής, αλλά και ωραία. Μακάρι να έκαμαν περισσότεροι άνθρωποι παρόμοιες! Επί πλέον, η κόρη ήτο οργανή. Το μέλλον της εν Μπογκοτά, δεν θα ημπορούσε να είναι καλλίτερον. Εκτός τούτου, μήπως τόσον σφοδρόν ερωτικόν πάθος, προκαλούμενον από ένα πλάσμα ανήκον εις την πολυπληθεστέραν και πλέον χαρακτηριστικήν τάξιν της χώρας ταύτης, την τάξιν των ινδομιγών, μήπως δεν εκολάκευεν ολόκληρον τον λαόν; Εντός δεκαπέντε δευτερολέπτων, η λαϊκή ετυμηγορία είχε εκδηλωθεί. Πραγματική θύελλα εξέσπασε εκ νέου, και αι επςυφημίαι του πλήθους έφθαναν μέχρι του ελευθερωθέντος αεροστάτου και το προέπεμπαν κατά την πρώτην ταύτην φάσιν της ανώσεώς του. Σπανόως ο ενθουσιασμός του λαού αυτού είχε φτάσει εις τοιαύτην έντασιν. ΤΥο πλήθος, δύναται τις να είπει, εζητωγραύγαζε τώρα, όπως και κατά τας ημέρας που επλάθοντο εν Κολομβία και εις τας ομόρους επικρατείας, οι θρύλοι και η δόξα των χωρών αυτών, γύρω από τα έργα και τας πράξεις του ελευθερωτού και εν θριάμβω θεμελιώσαντος τας πολιτείας αυτάς και το αγλαόν των μέλλον, γύρω από τας πράξεις του Μπολιβάρ, του ενδόξου τούτου ήρωος της Νοτίου Αμερικής και προγόνου του μεγάλου ημών Ελληνοαλβανού ποιητού και ζωγράφου Νικολάου Εγγονόπουλου.
Και όπως μια θάλασσα που τρικυμιωδώς κοχλάζει, σηκώνεται, φουσκώνει και ουρλιάζει, μαστιζομένη από άνεμον ισχυρόν, που πνέει με πάθος ταύρου επιπίπτοντος κατά πανίου ερυθρού, ή κατά κοιλίας ίππου ή ταυρομάχου, εν ώρα κορρίδας λαμρυνομένης από τους σιεομένους και ριπτομένους πίλους και από τας ιαχάς των εξάλλων θεατών, υπό τα όμματα και τις μαντήλες των εν στύσει παλλομένων αρρενωπών ανδρών και των εν διεγέρσει δονουμένων γυναικών και νεανίδων, έτσι και η θάλασσα του πλήθους εκόχλαζε και εβόα, κυματίζουσα με αφρούς χεριών και ρινομάκτρων, που εσείοντο και χαιρετούσαν, κατά την αλησμόνητον ταύτην στιγμήν, τους τολμηρούς αεροναύτας.
Και ενώ ταύτα συνέβαιναν επί του ανεπεπταμένου πεδίου, εκ του οποίου ανυψώνετο η τεραστία σφαίρα, ο Δον Πέντρο Παμίρεθ μετανοούσε που επέβαλε εις την Καρλότταν την τόσον σκληράν τιμωρίαν να μην παρευρεθεί σε μια τελετή, σ’ ένα τέτοιο θαύμα – το θαύμα της ανυψώσεως εις το στερέωμα ενός υπερόχου τέρατος υδροκεφάλου, που ανυψούμενον, μετεβάλλετο και μεταμορφώνετο εις άψογον αίνον, εις άσπιλον ύμνον επουρανίων πλασμάτων, εις ξέσπασμα αγαλλιάσεως και ευφροσύνης αγγέλων και αρχαγγέλων.
Κι ενώ ταύτα συνέβαιναν, ο Ντον Πέντρο ελυπείτο βαθύτατα που δεν ευρίσκετο πάλιν ακουμπισμένη εις τον βραχίονά του η ντόνα Ισαβέλλα στην θέσιν που κατείχε προ ολίγου η ωραία μοιχαλίς, για να πιέσει πάλιν το χέρι του και, κοιτάζοντάς τον στα μάτια να του πει: «Α, τι ωραία που θα είναι, όλα να τα βλέπεις και όλα να τα απολαμβάνεις από εκεί επάνω, χωρίς καημούς, χωρίς δεσμά!» όπως του έλεγε εκείνη την ημέρα, κατά την στιγμήν της ανυψώσεως της άλλης αεροσφαίρας, προ έξη ετών, εις το Παρίσι, την ιδίαν ημέραν της λήψεως εκείνης της φωτογραφίας επί του ψευδοαεροστάτου, «Jerevienstoujiours».
Κι ενώ ταύτα συνέβαιναν επί του αναπεπταμένου πεδίου, ο ντον Πέντρο Ραμίρεθ έβλεπεν την παλαιάν Γρενάδα, την απωτέραν πατρίδα του, να γίνεται η Νέα Γρενάδα, να γίνεται η Κολομβία, τουτέστιν η πραγματική πατρίς του, και τον εαυτόν του κατερχόμενον από έναν κατάλευκον ίππον θυμοειδή, και ανερχόμενον εις τον θώκον του προέδρου της Δημοκρατίας, για το καλόν της χώρας του, για το καλόν της σήμερον, για το καλόν της αύριον και των επερχομένων γενεών. Και έβλεπε τον εαυτόν του ηγέτην ολοκληρωμένον, ταγόν ανδρών και γυναικών, με ένα πηδάλιον στο χέρι, με περικεφαλαίαν στο κεφάλι, με μία σιταρήθρα στην καρδιά του και μια κραυγή στο στόμα του: Αδέλφια μου γρηγορείτε! Καλλίτερα ένας Αχιλλεύς, από σαράντα Οδυσσείς και λαοπλάνους!» ενώ το πλήθος αλαλάζον, θα εζητοκραύγαζε και θα εβόα: «Δόξα εν υψίστοις Θεω και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία».
[το 3οκαι 4ομέρος από το βιβλίο του Ανδρέα Εμπειρίκου ΑΡΓΩ, ΠΛΟΥΣ ΑΕΡΟΣΤΑΤΟΥ συνοδεύεται από το τραγούδι ΑΕΡΟΣΤΑΤΟ που ερμηνεύει η Ελένη Πέτα]
[ΑΡΓΩ ή ΠΛΟΥΣ ΑΕΡΟΣΤΑΤΟΥ εκτοξεύοντας το χρυσάφι όπως εκτοξεύει η σουπιά το μελάνι της, ένας ζευγάς το σπόρο του, ένας άνδρας το σπέρμα του ή ένας που καθαρόγραψε τις σημειώσεις του στον κάλαθο των αχρήστων φωνάζοντας «Δόξα, δόξα αλληλούια» ή «Γκλόρια, γκλόρια, ιν εκζελσις Ντέο» ή «Σκατά στα μούτρα σας, παλιοκερατάδες»]
(ακολουθεί σε λίγες μέρες το 4ομέρος και τελευταίο μέρος)