Τι αλλάζει την τροχιά ενός πλανήτη; Ποια εντροπία μπορεί να διαλύσει τη νομοτέλεια ενός φυσικού φαινομένου; Γιατί περί φυσικού φαινομένου επρόκειτο. Συγκεκριμένα για καταιγίδα που ξέσπασε πρώτα εναντίον της υπαλλήλου της ρεσεψιόν, γιατί η κράτησή του δεν ήταν περασμένη στο κομπιούτερ. Έτσι την ένιωσε. Ως μια σκιά, μια υποψία πίσω του, μια απροσδιόριστη απειλή…
Συναντήθηκαν στη ρεσεψιόν ενός επαρχιακού παραθαλάσσιου ξενοδοχείου.Εκείνος ιδρωμένος, με το πουκάμισο απέξω από το παντελόνι, να χειρονομεί νευρικά μπροστά στο γκισέ. Δίπλα του μια μαύρη βαλίτσα τύπου delsey. Μπήκε πρώτα το άρωμά της. Πικάντικο, λουλουδάτο και λίγο πρόστυχο για εκείνη τη βαριά απομεσήμερη ώρα. Μόλις πέρασε την περιστρεφόμενη πόρτα –πάντα είχε μια δυσκολία με τις περίεργες αυτές συνθήκες ετοιμότητας που σου επιβάλλει μια περιστρεφόμενη πόρτα- κοντοστάθηκε να εξασφαλίσει την επιτυχή μεταφορά όλων της των αποσκευών. Μια καρό βαλίτσα τρόλεϊ, μια ασορτί μικρότερη αποσκευή χειρός, μια βαριά τσάντα λάπτοπ που ταλαιπωρούσε τον αριστερό της ώμο, ένα νεσεσέρ λουλουδάτο. Και η τσάντα της, μια στυλάτη γυναικεία τσάντα που κρεμόταν σταυρωτά στο δεξί της χέρι. Τον είδε πρώτη. Αν και η πρώτη αίσθηση του ανήκε. Πάντα ένα άρωμα προηγείται μιας οπτασίας.
Σκέφτηκε πως καλό θα ήταν να συντομεύει ο νευρικός μεσόκοπος κύριος στην επικοινωνία του με τη ρεσεψιόν για να μπορέσει να πάρει σειρά, να απολαύσει επιτέλους ένα καυτό ντους. Η απόλυτη ευχαρίστηση. Το ζεστό νερό να απομακρύνει την κούραση, την ένταση και τη ματαιότητα τούτης της μέρας. Έτσι τελείωνε τα βράδια της. Και τίποτα δεν μπορούσε να αντικαταστήσει αυτή της τη συνήθεια.
Εκείνος πάλι αντέδρασε βίαια στο επιθετικό της άρωμα. Τι αλλάζει την τροχιά ενός πλανήτη; Ποια εντροπία μπορεί να διαλύσει τη νομοτέλεια ενός φυσικού φαινομένου; Γιατί περί φυσικού φαινομένου επρόκειτο. Συγκεκριμένα για καταιγίδα που ξέσπασε πρώτα εναντίον της υπαλλήλου της ρεσεψιόν, γιατί η κράτησή του δεν ήταν περασμένη στο κομπιούτερ.
Έτσι την ένιωσε. Ως μια σκιά, μια υποψία πίσω του, μια απροσδιόριστη απειλή. Ένα πλάσμα μετέωρο που διεκδικούσε το χρόνο του. Με την άκρη του ματιού του σκάναρε το ολόγραμμά της. Ελκυστική, όχι όμορφη, λίγο αδέξια και παράξενα ντυμένη. Τι μουσική μπορεί ν΄ άκουγε ένα τόσο αλλόκοτο πλάσμα; Η ρεσεψιονίστ πάντως σίγουρα άκουγε σκυλάδικα. Ξανθιά με βαθύ ντεκολτέ, λαμέ κολλητό μπλουζάκι παρόλα τα περιττά της κιλά, τζην πλουμιστό και ψιλοτάκουνα. Αυτό που τον εξόργισε όμως πάνω της, πριν καν αρχίσει η αντιδικία ήταν το κραγιόν της. Πώς μια γυναίκα τολμάει να φοράει κατακόκκινο κραγιόν μες στο μεσημέρι;
Η οπτασία ήταν σεμνή. Αδύνατη με κοντά καρέ καστανόξανθα μαλλιά. Παιδικό πρόσωπο και περπατησιά ανάλαφρη. Λευκό φαρδύ παντελόνι και μια μαρινιέρα. Ξαφνιάστηκε που θυμήθηκε αυτή τη μονολεκτική περιγραφή της μπλούζας που φορούσε. Τη θυμόταν από τότε που φοιτητής δούλευε στο κότερο ενός επιχειρηματία. Πήγαινε στη μαρίνα Αλίμου κάθε Πέμπτη απόγευμα και το καθάριζε. Μια Πέμπτη είδε μπροστά του μια οπτασία. Ζαλίστηκε όπως σήκωσε τα μάτια του. Κι εκείνη τον ρώτησε μόνο: «μήπως βρήκατε μια μαρινιέρα;»
Ήταν Πέμπτη πάλι. Και μια μαρινιέρα αυτή τη φορά πίσω του τον απειλούσε. Η ξανθιά σκυλού αμείλικτη. «Σας είπα κύριε. Δεν υπάρχει άλλο δωμάτιο. Λόγω του φεστιβάλ είναι τα πάντα γεμάτα. Λυπάμαι. Η κυρία;» και απευθύνθηκε με ύφος ανακούφισης στη ριγέ οπτασία.
Όταν το φως διυλίζεται ανάμεσα στις γρίλιες του απογεύματος οι μορφές εξαϋλώνονται. Και αν έχει προηγηθεί ήδη ένα μαρτύριο ενός κουραστικού ταξιδιού, τα μάτια βυθίζονται σ΄ αυτό που ο ορίζοντας επιβάλλει. Πίσω από τα μισοανεβασμένα στόρια της πρόσοψης του ξενοδοχείου, ο ήλιος κοκκίνιζε ξεδιάντροπα και όπως εκείνος γύρισε να την κοιτάξει, το βλέμμα του καρφώθηκε μέσα της, τη διαπέρασε, με στόχο το κόκκινο κραγιόν της. Ήταν τόσο αρμονικά ταιριασμένη με το δειλινό που δεν αναρωτήθηκε πώς μια οπτασία φοράει κατακόκκινο κραγιόν μες στο απομεσήμερο. Εξάλλου ο χρόνος ο ίδιος καταργούσε τα όριά του. Η ακινησία της μέσα στο κάδρο του ηλιοβασιλέματος ήταν μια απόδειξη πως η μέρα είχε ήδη περάσει και ο Μάης επίσης. Δεν ήταν βέβαιος ούτε καν για το χρόνο. Λες και δεν τον έφερε σε τούτο τον τόπο το τραίνο, αλλά μια χρονομηχανή. Και όλα στο μυαλό του θόλωσαν. Οι ρίγες φταίνε. Της μαρινιέρας της.
Όταν μπήκε στο σκάφος δεν ήξερε πως κάποιος βρισκόταν εκεί. Ο θείος της είχε δώσει τα κλειδιά. Το προηγούμενο σαββατοκύριακο είχε μάλλον ξεχάσει εκεί τη μπλούζα της. Μια βαμβακερή με άσπρες και μπλε ρίγες, ιδανική για τις δροσερές νύχτες του Μάη. Όταν δοκίμασε να βάλει το κλειδί, η πόρτα υποχώρησε και παραλίγο να σκοντάψει στο κατώφλι της καμπίνας. Ήταν σκυμμένος στο πάτωμα και έτριβε το ξύλινο δάπεδο. Το πουκάμισό του έξω από το τζην του, όμορφος πολύ στις σκιάσεις του χώρου. Ποτέ άλλοτε μάτια δεν την είχαν ακινητοποιήσει έτσι. Είχε προλάβει να αμυνθεί. Εξάλλου δεν τον είχε αιφνιδιάσει η αιθέρια παρουσία της. Το άρωμά της τον προειδοποίησε για την επερχόμενη απειλή. «Μήπως βρήκατε μια μαρινιέρα;» τον ρώτησε αμήχανα. Εκείνος σκέφτηκε με την καθαρά μαθηματική του λογική πως «μαρινιέρα» είναι ίσως μια συσκευή πλοήγησης, κάτι που έχει σχέση με το σκάφος και τη μαρίνα. «Ελάτε μαζί μου» της είπε, παίρνοντας μια μπύρα από το ψυγείο της καμπίνας.
Δεν ήταν πολύ όμορφη, αλλά μέσα στο φως του πρωινού φάνταζε σαν οπτασία. Μακριά, πλούσια, κόκκινα μαλλιά, λευκό δέρμα. Ντυμένη απλά, αλλά περίεργα. Μάλλον άκουγε και ροκ και καρεκλάδικα. Κάτι τέτοια τα συνηθίζουν τα κορίτσια των βορείων προαστίων να εντυπωσιάζουν τα όμορφα αρσενικά στις φτωχογειτονιές. Πάντα αρέσει αυτό το παιχνίδι της ετερόκλιτης έλξης. Λες και εν δυνάμει θα υπάρξει κάποτε ισορροπία.
Την οδήγησε στην καμπίνα πλοήγησης. Μπροστά τους η θάλασσα. Και το ανελέητο φως του απογεύματος να τονίζει τις εφηβικές της καμπύλες. Τι κι αν ήταν από τα προσφυγικά της Νέας Σμύρνης; Το ρεπερτόριό του από ταινίες και τραγούδια ήταν απίστευτο. Με μια ατάκα από τη Καζαμπλάνκα κι ένα ροκ κλασσικό την έριξε. Πλοηγήθηκε εντός της. Μια θάλασσα από μάτια και δέρμα. Με την αλμύρα της επιθυμίας. Και το θρόισμα των ξύλινων εξαρτημάτων της καμπίνας. Μια ευαίσθητη ναυσιπλοΐα για νεαρούς απελπισμένους εραστές.
Όταν έφευγε είχε ήδη νυχτώσει. Φορούσε πια τη χαμένη μαρινιέρα της. Την καληνύχτισε με παθιασμένο φιλί ψιθυρίζοντάς της στο αυτί: Την κοιτούσε καθώς απομακρυνόταν με αδημονία. Γύριζε και του χαμογελούσε. Χανόταν μέσα στις λευκές και μπλε ρίγες της. Ένα dejavu. Σαν την τελευταία σκηνή στην Καζαμπλάνκα.
Φαίνεται είχε πια κόψει τα πλούσια μαλλιά της. Και δεν ήταν κόκκινα. Το μόνο που άλλαζε σ΄ αυτή την φωτογραφία. Και το νετ. Δεν ήταν πια στα μάτια. Αλλά στο μακρινό πλάνο. Στη θάλασσα που παραμόνευε έξω από το επαρχιακό ξενοδοχείο. Όλα τ’ άλλα ήταν ίδια. Το άρωμα, το κατακόκκινο κραγιόν, το υπερκινητικό της περπάτημα, το λίκνισμα στους γοφούς, τα ριγέ κύματα της μαρινιέρας. Και η ναυτία της οριστικής παραδοχής. Μα τι γύρευε σ΄ αυτή τη μικρή πολιτεία; Τι σχέση μπορεί να έχει μια οπτασία με το φεστιβάλ διαβαλκανικής ποίησης; Λάθος έκανε, δεν μπορεί. Τον μπέρδεψε η μαρινιέρα. Εξάλλου φαίνεται πολύ νεώτερή του. Το μυαλό του ήταν θολωμένο από την έξαψη και την ταλαιπωρία. Και τού ήταν πολύ συνηθισμένα τα dejavu.
Προχώρησε αποφασισμένη σέρνοντας όλες της τις αποσκευές. Τον άγγιξε οικεία και αποφασιστικά στη μέση, σαν να ήταν ο σύζυγός της. Ούτε καν ο εραστής της. «Έχω κρατήσει εγώ δωμάτιο» και γυρίζοντας στην υπάλληλο: «Μαρίνα ….». Πρώτη φορά άκουγε το όνομά της. Κι αυτό ριγέ και επικίνδυνο. Με κάτι ρήγματα υποθαλάσσια και δονήσεις.
Οι κινήσεις που ακολούθησαν ήταν κινηματογραφικές. Ένα ποτπουρί από διάφορες σκηνές και τραγούδια. Πήρε το κλειδί, μια μπύρα από το μπαρ και με ένα νεύμα του μήνυσε να την ακολουθήσει. Στο δωμάτιο 44. Στο ασανσέρ φιλήθηκαν, στριμωγμένοι από τις βαλίτσες. Μάλλον από αμηχανία. Ή από έλλειψη χώρου κι εναλλακτικών. Όταν οι συνθήκες επιβάλλουν ένα φιλί, είναι πολύ εύκολο να συμβεί αυτό στο ασανσέρ.
Στον τέταρτο όροφο τα δωμάτια έχουν όλα μια δική τους δυναμική. Κυρίως αυτά που βρίσκονται στη γωνία. Φιλοξενούν συνήθως παλιές ίντριγκες και είναι ιδανικά για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Το 44 είναι ένα σκοτεινό δωμάτιο. Είναι μια θάλασσα υγρή και σκοτεινή μ’ ένα κρεβάτι στη μέση. Κι ένα άλμπουρο. Για να δεθεί κάποιος. Ν΄ ανακριθεί να ταξιδέψει, ή να γράψει ένα ποίημα.
Συναντηθήκαν λοιπόν και πάλι σε μια υγρή και σκοτεινή καμπίνα. Πάνω σ΄ ένα τεράστιο κρεβάτι. Γυμνοί κι αγκαλιασμένοι. Κανένας άλλος διάκοσμος. Τα κορμιά τους άλλοτε να τέμνονται, άλλοτε να ρέουν και να γίνονται περίεργες θαλασσογραφίες πάνω στα λευκά σεντόνια.
Κανείς τους δεν ρώτησε τίποτα. Οι κινήσεις, οι λέξεις και τα βλέμματα ήταν προκαθορισμένες. Ή μάλλον από χρόνια καλά σχεδιασμένες, με μια εύθραυστη αδεξιότητα συγκίνησης. Και με την αβεβαιότητα που έχουν πάντα οι ποιητές για τα ποιήματά τους.
«Γιατί πάντα έρχεσαι και φεύγεις την ώρα του ονείρου. Δεν σ΄ έχω δει ποτέ. Ξέρω μόνο το ολόγραμμα του κορμιού σου. Και τον ήχο που κάνουν τα κατάρτια. Έτσι από μια στιγμή ορίζεσαι στο χρόνο. Άλλοτε έρχεσαι σαν ξαφνική βροχή, άλλοτε σαν μαύρος πάνθηρας. Μπαίνεις μέσα μου και αλλάζω γλώσσα. Κι όλα γίνονται νερό.»
«Πηδώ μαζί σου σ΄ έναν ορμητικό καταρράκτη. Κι ύστερα μας παρασέρνει ένα ποτάμι, μαζί με κάτι ξερόκλαδα. Κολυμπάμε και οι δυο σε μια στάση εμβρυακή, σχεδόν συγχρονισμένα. Μας ξεβράζει το κύμα σε μια παραλία ερημική. Το χέρι σου μπλεγμένο στα φύκια και στα μαλλιά μου. Το σώμα μου έχει το σχήμα της αγκαλιάς σου. Κι έτσι ναυαγούς μας παίρνει ο ύπνος. Όταν ξυπνώ έχεις κιόλας φύγει. Σ΄ έχει ρουφήξει η ίδια στιγμή που σ΄ έφερε.»
«Όταν φεύγεις γίνομαι αλλόκοτη και κατοικώ στα μύχια της προσμονής. Τα μέλη μου τεντωμένα στα τέσσερα άκρα του κρεβατιού. Θραύσματά σου παντού γύρω. Και μέσα μου. Στο κορμί μου βλασταίνουν όλα τα ποιήματα που φύτεψε το χάδι σου. Στο επόμενο όνειρο θα τα βρεις ανθισμένα.»
Την άλλη μέρα το πρωί τον αποχαιρέτησε με ένα παθιασμένο φιλί « Φίλα με πάντα σαν να είναι η τελευταία φορά του είπε δυνατά. Αυτή τη φορά δεν της έδωσε ψεύτικο τηλέφωνο. Χάθηκε με έξαψη στις ρίγες της μαρινιέρας της με μια γλυκιά αδημονία. Το μεσημέρι, το απόγευμα, το βράδυ, του χρόνου, στην άλλη ζωή, θα είναι πάλι μαζί. Πάντα μαζί. Να πλοηγηθούν στα ίδια σκοτάδια. Πάλι με μια μαρινιέρα.
Γιατί τι άλλο σημαίνει «μαρινιέρα» παρά κάποιο σημαντικό όργανο πλοήγησης; Κάποια φωτεινή ένδειξη των παρακείμενων αρωματισμένων οπτασιών και άλλων επικίνδυνων τινών; Σε ποια ταινία θα πρωταγωνιστούν άραγε στην επόμενή τους συνάντηση; Σε ποια μάτια; Σε ποιο δέρμα; Και ως τότε σε ποιο ποίημα θα κατοικούν μαζί;
[ΠΗΓΗ: Τζούλια Φορτούνη, Φίλα με Πάντα σαν να είναι η Τελευταία Φορά, Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη:http://bibliotheque.gr/ ]