Έχω βαθιά τη λαβωματιά, το τραύμα το ανεπούλωτο, τη σαϊτιά τη φαρμακερή του ριζικού μου, που βάλθηκαν να ρημάξουν το βιος μας και να ξεμπερδέψουν πια με τα επιβιώματα του Γένους μας, εκείνο τον καταραμένο Σεπτέμβη, στις 6 του μηνός, την τελευταία –Ίσναλλαχ (άμποτε)- αποφράδα. Το 1955.
Και ιδού η έκπληξη: σ’ ένα μεγάλο σεντούκι με ζωγραφισμένη στο καπάκι της Αγια-Σοφιά, κάτω από χειροποίητες κουβέρτες, χρυσοκέντητους τσεβρέδες, πολύχρωμες σελτέδες, παλιά βαρύτιμα υφάσματα και καρναβαλίστικες φορεσιές που φορούσε η Μαρίκα στο αποκριάτικο Μπακλαχοράνι, ανακάλυψα στον πάτο δύο φαρδιά, καπλαντισμένα με κόκκινη κόλλα, τεφτέρια με τα γραπτά της, που είχαν κάτι από ημερολόγια, μα δεν ήταν. Ούτε ξέρω πώς να τα χαρακτηρίσω! Απομνημονεύματα να τα πω; Ήταν σαν ένα μεγάλο λαϊκό μυθιστόρημα που έτρεχε μέσα στα χρόνια και φώτιζε με το φακό του μπρος-πίσω πολλά σκοτεινά και απόκρυφα της ιστορίας της Πόλης του 20ουαιώνα, δίνοντας ένα σωρό πληροφορίες για τη ζωή, τις συνήθειες, τα γεγονότα, διανθισμένες με παρατηρήσεις, προσωπικές κρίσεις και διαλόγους με διάφορα πρόσωπα και με όλες, που λέει ο λόγος, τις φυλές του Ισραήλ, που ζούσανε στην Πόλη… Ιδού:
Οι νταήδες του Κασίμ Πασά (αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη ’55, Εκδόσεις ΑΓΡΑ)
Πίνω τσιγάρο. και που το πίνω, ποιον πειράζω; Τον εαυτό μου σκοτώνω. «Ντουμανίμ ντουσμανά» (ο καπνός μου στον εχθρό μου) λένε οι ντόπιοι θεριακλήδες και καπνίζουν αρειμανίως τραβώντας μερακλίδικα το τσιγαράκι τους, ενώ ξεφυσούν πετώντας όλο το ντουμάνι απ’ τη ρουφηξιά τους στα μούτρα του άλλου. Α πα πα, μανίτσα σου, είναι ντροπή, προσβολή μεγάλη! Τέτοιας λογής λαϊκά φερσίματα, δεν τα υιοθετούσαμε στους κύκλους της ομογένειας, γιατί τα θεωρούμε σημεία κακής διαγωγής, ήθη χαμερπή αρμόζοντα στη ζωή των αλητών. Μα δεν είμαι και καμιά συνηθισμένη περίπτωση! Νταήδες, καμπαναταήδες και κιουχάνμπεηδες τους έζησα εγώ, δεν τους φοβούμαι, τα ξεύρω καλά τα χούγια τους και τα καμώματα τους. Είχε πολλούς εδώ στην επικράτεια μας, στα Ταταύλα, μα ακόμη περισσότερους προς τα κάτω. Στη γειτονική μας περιοχή του Κασίμ Πασά, εκεί είχε αναπτυχθεί ιδιαιτέρως το νταηλίκι κι όλα τα κακά της κοινωνίας. Στις μέρες μου τις καλές, τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα, η παρανομία είχε γίνει καθεστώς σε πολλές συνοικίες της Πόλης. Στο Κασίμ Πασά η αλητεία βασίλευε. Συμμορίες είχε, στα λαθραία μπερδεύονταν, χασίσια και ηρωίνες πουλούσαν, γυναίκες απροστάτευτες εκμεταλλεύονταν. Και ταινίες του σινεμά γυρίστηκαν, που τραβούσαν πολύ τα ανδρικά πάθη, για τους καμπάνταηδες. Προπαντός η κινηματογραφική εταιρεία «Καζάνκαγια» όλο τέτοια θέματα παρουσίαζε. Και τα ερωτικά ρομάντζα βέβαια, που η μόδα τους συντερείται από το γυναικείο πληθυσμό και δεν πέφτει, μπάρεμ, ποτέ σε όλο τον πλανήτη.
Γιλμάζ Γιουνέι
Εκείνος ο Γιλμάζ Γκιουνέι έπαιξε ως πρωταγωνιστής σε κάμποσες ταινίες με μάγκες και με νταήδες, όπως «Κασίμπασαλι» (Ο Κασίμπασαλης), «Χαρατζιμά ντοκούμνα» (Μην αγγίζεις την τιμή μου), προτού να γίνει ο διάσημος σκηνοθέτης κι έπειτα να εξοριστεί στο Παρίσι και να τελειώσει, νέος πολύ, τη ζωίτσα του στα ξένα. Σκέψου τώρα, μπρε μανίτσα μου, πώς γένηκε –ευτυχώς τον προλαβα- ένας Κούρδος, ένας κομμουνιστής, ένας δολοφόνος, ένας «εχθρός και διχαστής του έθνους» -έτσι τον χαρακτήρισε το επίσημο κράτος- τα τελευταία χρόνια, μετά την εποχή του Μουσταφά Κεμάλ και του Ναζίμ Χικμετ, να ξαναθυμίσει με τις ωραίες ρεαλιστικές ταινίες του την Τουρκία στον κόσμο! Και να αποτυπώσει στον κινηματογράφο την τουρκική πραγματικότητα τόσο παραστατικά και φυσικά!
Η τσιγαροποσία
Από τσιγάρο, πράγματι, πίνω πολύ, μπορείς να πεις το παρακάνω! Όταν έχω καμιά στεναχώρια, κανένα βαρύ σικαγιέτι (παράπονο), δεν ξεύρω κι εγώ πόσα μπορώ να πιω. Οι γελέδες (καημοί) δεν με έλειψαν. Έχω βαθιά τη λαβωματιά, το τραύμα το ανεπούλωτο, τη σαϊτιά τη φαρμακερή του ριζικού μου, που βάλθηκαν να ρημάξουν το βιος μας και να ξεμπερδέψουν πια με τα επιβιώματα του Γένους μας, εκείνο τον καταραμένο Σεπτέμβη, στις 6 του μηνός, την τελευταία –Ίσναλλαχ (άμποτε)- αποφράδα. Το 1955.
Μα ας είμαι κομματάκι επιφυλακτική κι ας λέγω προς το παρόν την τελευταία αποφράδα, γιατί σ’ αυτή τη χώρα γενικώς, και ιδιαιτέρως στη δική μας περίπτωση, με μας τους Ρωμιούς δηλαδή, ποτέ δεν ξεύρεις τι γίνεται. Είμαστε, πώς να το πω, σαν τα μπαλάκια του πινγκ-πόνγκ ανάμεσα σε δυο παίκτες, τον Τούρκο και τον Έλληνα, και, καταπώς μας παίζουν εκείνοι, εξαρτάται τι θα βρέξει για μας ο ουρανός.
Κι έτσι λοιπόν πίνω το τσιγάρο. Εδώ στην Πόλη κυκλοφορούν όλες οι μάρκες, γαλλικές, εγγλέζικες, αμερικάνικες. Κι όλες οι τούρκικες βέβαια και κάποιες ελληνικές παλιότερα. Μ’ αρέσουν τα βαριά χαρμάνια. Όταν κατέβαινε κανένας φίλος ή συγγενής στην Ελλάδα, τον παράγγελνα σκέτα Αγρινίου ή Ξάνθης. Χωρίς φίλτρο, αυτά που τα λέγανε οι παλιοί τα «στούκας». Στο παρελθόν, μετά τον πόλεμο, τα «Κιρέτσιλερ» ήταν έξτρα πρίμα. Μπανά γκιορέ (κατά την αντίληψή μου). Καμιά φορά μεταχειρίζομαι και την πίπα, κάνεις και κομμάτι λεζάντα με την πίπα. Γαλλική συνήθεια είναι, εκεί στο μεσοπόλεμο το Παρίσι γέμισε γυναίκες λεπτές και καλοντυμένες, πρωτοπόρες στο ζήτημα της γυναικείας χειραφέτησης. Βαμπ να τις πούμε, απελευθερωμένες κυρίες να τις πούμε, δεν ξεύρω, α, ήταν και οι σουφραζέτες για, οι Εγγλέζες, οι επαναστατημένες, που πρωτοστάτησαν στο κάπνισμα της πίπας
Μάρκες τσιγάρων – Η περιπέτεια του τσιγάρου στην Τουρκία
Απ’ το Παρίσι, φαίνεται, έφτασε η μόδα της πίπας κι εδώ στην Πόλη, ιδίως στους κύκλους του μπον βιβέρ της βαριάς αριστοκρατίας. Τα ελληνικά τσιγάρα, είπαμε, τα έκανα μεγάλο κέφι. Ανόθευτος καπνός, χαρμάνια πρώτης ποιότητας. Από τα τούρκικα, προτιμώ τα καπνά της Σαμψούντας –στις περιοχές της Μαύρης θάλασσας παράγονται ποικιλίες εξαιρετικών καπνών. καπνός φουντούκι και χαψί (γαύρος), αυτά είναι τα κορυφαία προϊόντα του τουρκικού Πόντου. Όταν δεν έβρισκα τα «Σάμσουν», κυνηγούσα τα «Μπιριντζί». Μπιριντζί πρώτος ντεμέκ, κάτι τσιγάρα μια σταλιά, κοντόχοντρα, χωρίς φίλτρο, σε μαλακό λευκό πακετάκι. Πάμφθηνα τσιγαράκια, τρία γρόσια μόνο κόστιζαν –το γούστο της φτωχολογιάς- εξαφανίστηκαν κι αυτά. Αν ήθελες να κάνεις φιγούρα, θα είχε μαζί σου ένα πακέτο «Σιπαχί», αριστοκρατικό μακρύ τσιγάρο που ’χει απ’ έξω ζωγραφισμένο τον ωραίο αυτοκρατορικό τιμαριούχο απάνω στο αγέρωχο άτι του. Οι Οθωμανοί Σπαχήδες, που λένε. Τόσο μανία τα έχω τα τσιγάρα που πάντοτε στα ταβερνάκια μας, όταν παράγγελνα μεζέδες με το ρακί, θα με τηγανίζανε και μια πορσιόν (μερίδα) σιγκάρα μπορεγί.
Στο δεύτερο ήμισυ του 20ουαιώνος το τσιγάρο στην Τουρκία άρχισε να μπαίνει ξανά σε περιπέτειες. Λέγω ξανά γιατί η ιστορία είναι πολύ παλιά. Υπήρξαν περίοδοι όπου οι κυβερνήσεις των Οσμανλήδων είχαν λόγο να απαγορεύσουν το κάπνισμα κι έβγαζαν φιρμάνια που η παράβαση του περιεχομένου τους επέσυρε ποινές βαρύτατες. Ιδιαίτερα το 1633, μαζί με άλλα λαοφιλή προϊόντα ευρείας ψυχωφελούς καταναλώσεως που απαγόρευσαν, όπως το κρασί, το χασίσι και ο καφές. Ο Μουράτ ο Δ΄ έθεσε το σουλτανικό τουρά του (υπογραφή) επί ποινή θανάτου για όποιον συνελάμβαναν οι χωροφύλακες να κάνει χρήση καπνού.
Κι ο καφές πολλά τράβηξε. Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 ήταν δυσεύρετος κι γι’ αυτό πανάκριβος. Λειτουργούσε, βέβαια, η μαύρη αγορά σ’ όλη την επικράτεια, αν και οι κυβερνήσεις είχαν θέσει σε απαγόρευση την εισαγωγή του καφέ. Για λόγους, λέγει, οικονομίας συναλλάγματος. Μα οι Τούρκοι, εθισμένοι, και μάλιστα θεριακλήδες με τον καφέ, τον δέχονταν ευχαρίστως ως δώρο από Έλληνες κι άλλους ξένους τουρίστες ή τον παράγγελναν κρυφά απ’ το εξωτερικό. Ο τούρκικος καφές έχει μεγάλη και βαθιά παράδοση. Δεν μπορεί ένα ποτηράκι τσάι, παρά την πλατιά διάδοσή του σε όλη τη χώρα, να αντικαταστήσει την απόλαυση του αχνιστού καφέ.
Η Κονσταντίνιγιε γίνεται Ισταμπούλ
Από τις 28 Μαρτίου 1930 η Κωνσταντινούπολη άλλαξε επισήμως όνομα και έγινε Ισταμπούλ. Άλλο ένα χτύπημα, όχι μόνο για την πολίτικη ομογένεια μα για την απανταχού της γης Ρωμιοσύνη. Όταν το άκουσα πρωί-πρωί απ’ το ραδιόφωνο στις ειδήσεις των εννέα, κεραυνοβολήθηκα. Έχω ένα ελάττωμα: δεν μπορώ να κλάψω, να ξεθυμάνω. Μια φορά έκλαψα, το ’55, θρήνησα γοερά, στου αδελφού μου το σκοτωμό που γένηκε στο Σίρκετζι, λίγο μετά τα Γεγονότα κι από τότε μόνον από μέσα μου κλαίω. Για κάτι σαν κι εμ΄να έχει γραφτεί ο αμανές:
Καρδιές που κλαίνε μυστικά
και δάκρυα δεν βγάζουν
είναι πολλά τα πάθη τους
και βαριαναστενάζουν.
Είχα πελώριο, ένα βάζο, αξία, απ’ την εποχή του Αμπντούλ Μετζίντ, του 1840, πορσελάνινο της Κιουτάχειας, με ζωγραφισμένη πολύ παραστατική μια σκηνή άγρας ελαφιών από κυνηγητική ομάδα των Μογγόλων του Κουμπλάι Χαν, δώρο μιας Οθωμανίδας φίλης μου, μιας κυρίας από σόι, πολύ καλλιεργημένης και συλλέκτριας παλαιών πολύτιμων αντικειμένων. Στην ταραχή μου επάνω πιάστηκα απ’ εκείνο, το άρπαξα και το πέταξα με δύναμη στο πάτωμα. Βγήκα στο μπαλκόνι και –Φτου! Ώστε κάνατε την Πόλη Ισταμπούλ, ε; ούρλιαξα με όλη μου τη δύναμη. Μέχρι χαμηλά στις γειτονιές του Ντολάπντερε ακουγόσουνα, με είπανε ύστερα οι γειτόνισσες. ταράχτηκε ο μαχαλάς και βγήκαν έξω να δούνε τι τρέχει. Καθόλου δεν τους μίλησα. Τους γύρισα τα πισινά μου, ξαναμπήκα μέσα και σωριάστηκα στην μπερζέρα μου. Αρρώστησα, χλόμιασα, δεν ήθελα τον εαυτό μου. Όταν κοιτάχτηκα, ύστερα από ώρα, στον καθρέφτη, είχα πάρει το χρώμα του φλουριού. Σαν να είχα χρυσή γένηκα.
Το όνομα αυτό δεν μας ήταν άγνωστο, οι παλαιότεροι Τούρκοι έτσι την έλεγαν μεταξύ τους, Ισταβμπούλ και Ιστανμπόλ. Κανονικά Ιστάμπουλ προφέρεται, με τόνο στο «α», μα όλοι απ’ την Ελλάδα την τονίζουν στη λήγουσα. Ισταμπούλ. Μερικόι φανατικοί ισλαμιστές την ονόμασαν Ισλάμπολ, δηλαδή πόλη του Ισλάμ. Άκουε να διεις τώρα, το «πολ», η πόλη δηλαδή, που το βάζουν στο τέλος, από μας το πήρανε, μπάρεμ, γιατί οι Τούρκοι δεν είχαν πόλεις, πού να τις εύρουνε, ήρθαν εδώ και ηύρανε έτοιμες τις δικές μας. Πόλεις και τι πόλεις! Πολεμικές φυλές της ασιατικής στέπας ήταν, νομάδες που ακολουθώντας τις ορδές των Χάνων βάλθηκαν να κατακτήσουν όλα τα μιλλέτια (έθνη) της οικουμένης, μανίτσα μου! Κάνανε γιούργια οι Μογγόλοι και οι Ούννοι στους προς δυσμάς λαούς κι ό,τι περίσσευε απ’ το πλιάτσικο το αποτέλειωσαν οι Τούρκοι, οι σεϊτάν (στανικοί) καβαλάρηδες. Πελιδνοί και σχιστομάτηδες, αγριεμένοι Ασιάτες, που τους βλέπεις σε παλιές ζωγραφιές και μινιατούρες, ασπροκίτρινους και λεπτούς, με τα μάτια τα σχιστά των ανθρώπων της στέπας, με τα σελάχια τους (ζώνες) φορτωμένα λογής-λογής πολεμικά εργαλεία, τόξα, σπαθιά, γιαταγάνια και μπαλτάδες δίκοπους, και τρέμει το φυλλοκάρδι σου.
Ευτυχώς που πήρανε από μας, γιατί –μεταξύ μας- ανακατεύτηκαν τα αίματα. Να μην ξεχνούμε ποτέ τους ακούσιους μα και τους εκούσιους εξισλαμισμούς. Φαίνεται παράδοξο. Κι όμως δεν είναι! Οι περισσότεροι σύγχρονοι Τούρκοι ασφαλώς δεν θα το αποδέχονται και στην Ελλάδα φυσικά πάρα πολλοί θα αντιδρούν, όμως μία είναι η αλήθεια, μανίτσα μου, αν γίνει μία εμπεριστατωμένη έρευνα –κι εγώ προσωπικώς είμαι σε θέση να ξεύρω ότι μερικώς έχει επιχειρηθεί στο παρελθόν από ξένους επιστήμονες –τότε θα διαπιστωθεί ότι στην από δω πλευρά υπάρχει εντονότερη φυλετική συνέχεια και κατάλοιπο ράτσας αρχαιόθεν ελληνικής και όχι στην από εκεί. Ας το παραδεχτούμε –Ίνσαλλαχ- επιτέλους. Φρούδες ελπίδες, θα πεις. Μάλιστα. Όμως ίσως μόνον έτσι τα εύρουνε μεταξύ τους οι δυο λαοί –αφού είστε συγγενείς μπρε, να τους πει κανείς- και τότε μπορεί ν’ αναγκαστούν και τα δύο κράτη να εφαρμόσουν άλλη, φιλειρηνική εξωτερική πολιτική. Να ησυχάσουμε κάποτε κι εμείς, έστω οι υστερνοί απόγονοί μας, όσοι απομείνουν από αυτήν τη σαρκοβόρα ισόβια αιχμαλωσία μας, που μας κατήντησαν και οι δυο τους πιόνια των εκάστοτε διπλωματικών σχεδίων και πολιτικών πειραμάτων τους. Ίσναλλάχ! Και πάλι Ίσναλλαχ.
Μα εδώ την Πόλη, λέγαμε, με τόσο θράσος και αποκοτιά τη βάφτισαν Ισλάμπολ. Άλλο παλαβό πράμα κι αυτό! Ο Τούρκος είναι κουρνάζος (πονηρός) στη διπλωματία, προνοητικός και πολύ ευρηματικός στην πολιτική του. Των Βυζαντινών διάδοχοι είναι, απ’ εκείνους την πήρανε τη διπλωματία, από πού αλλού για; Και γενήκανε τσακάλια. Στην απ’ εκεί μεριά του Αιγαίου σαν να κοιμούνται, καλέ! Πού ο Τούρκος και πού ο Έλληνας!
Εδώ οι ντόπιοι έχουν ειδικούς συνταγογράφους και τα μαγειρεύουνε καλά στις χύτρες των επιτελείων. Σε λέγει, θα προπονήσουμε έναν επιστήμονα ιστορικό να σκαρώσει μια αληθινή θεωρία, κατόπιν θα την προπαγανδίσουμε και στο τέλος θα την επιβάλουμε. Και την είπανε την Πόλη μας Ισλάμπολ, μανίτσα μου. Για να τη συνδέσουν στενά με τη θρησκεία τους και συνάμα να την αποσυνδέσουν από την ολοφάνερη ετυμολογική καταγωγή της, αφού το πρώτο συνθετικό της λέξης παράγεται από τον εμπρόθετο προσδιορισμό «εις». Άνοιξε μιαν εγκυκλοπαίδεια να δεις, μπάρεμ. Εκ του «εις την Πόλην», Ισταμπούλ. Κατά το «εις την Σμύρνην», Ισμίρ, «εις την Νίκαιαν», Ιζνίκ, «εις την Νικομήδειαν», Ισμίτ, «εις την Αμισόν», Σάμσουν, και ούτω καθεξής.
Ξεύραμε, αλίμονο, την Πόλη μας την είχαμε χάσει ήδη από την αποφράδα 29ηΜάιου του 1453, αλλά δεν θέλαμε να το κάνουμε εντελώς κτήμα της συνειδήσεώς μας, σαν να μην το καλοπιστεύαμε. Το όνομά της όμως δεν είχε τουρκέψει μέχρι το ’30. Όχι, δεν τον στέρξαμε τον υστερνό σφετερισμό της! Ήταν μια πραγματικότητα όμως. Εμείς, ας μην μας την πάρουν εντελώς, ευχόμασταν και το ελπίζαμε μέσα μας, ας μας άφηναν να κρατήσουμε τουλάχιστον το όνομά της, να ξεγελιόμαστε κομμάτι. Μέχρι τότε και οι ξένοι την ήξεραν ως Κονσταντινόπλ, δεν την ανέφεραν καν με την οθωμανική ονομασία Κονσταντίνιγιε. Απ’ εκείνη την ημερομηνία, την 28ηΜαρτίου του ’30 απέκτησε η Πόλη μας τούρκικο όνομα, πώς να το κάνουμε; Και έκτοτε αυτί επικράτησε παγκοσμίως.
*[Ο Θωμάς Κοροβίνης, φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, έζησε για μια οχταετία στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ και χρόνια ερευνά πτυχές του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Σχετικά βιβλία: ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ, Κανάλ ντ’ Αμούρ, Φαχισέ Τσίκα, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ: Τούρκοι ποιητές υμνούν την Κωνσταντινούπολη, ΟΙ ΑΣΙΚΗΔΕΣ: εισαγωγή και ανθολογία της τουρκικής λαϊκής ποίησης από τον 13οαιώνα μέχρι σήμερα, Σμύρνη μια πόλη στην λογοτεχνία κ.ά. Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο Ιπεκσί. Για το μυθιστόρημά του Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος 2011 ]