Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Αλέξανδρος Βαναργιώτης, Πάλεψα πολύ γι’ αυτή τη σχέση

$
0
0

ΠΑΛΕΨΑ ΠΟΛΥ γι’ αὐ­τὴ τὴ σχέ­ση. Τὰ χρόνια ποὺ ὑπηρε­τού­σα­με μα­ζί, ἐ­νῶ στὴν ἀρ­χὴ δὲν ἔ­δει­ξε κα­νέ­να ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ μένα, κα­τά­φε­ρα σι­γὰ-σι­γὰ μὲ σχέ­δια καὶ προ­σε­κτι­κὲς κι­νή­σεις, βῆ­μα-βῆ­μα, νὰ κερδίσω τὴν προ­σο­χή της καὶ νὰ τὴν κά­νω πρῶ­τα νὰ μὲ προ­σέ­ξει καὶ ἀρ­γό­τε­ρα νὰ συζοῦ­με.


Ἦ­ταν καλ­λι­τε­χνι­κὴ φύ­ση καὶ γιὰ νὰ τὴν κερ­δί­σω ἔβγαλα ἀ­πὸ μέ­σα μου ὅ­λη τὴν εὐ­αι­σθη­σί­α καὶ μά­λι­στα στοὺς το­μεῖς ποὺ τὴν ἐνδιέφεραν τὴν πολ­λα­πλα­σί­α­σα. Ζω­γρά­φι­ζε κα­λά. Δα­νεί­στη­κα ὅ,τι δι­έ­θε­τε ἡ δη­μο­τι­κὴ βι­βλι­ο­θή­κη καὶ ἔ­μα­θα ὅ­λες τὶς τά­σεις καὶ τὶς τεχνοτροπί­ες. Δι­ά­βα­σα βιογραφί­ες καὶ εἶ­δα πί­να­κες ἀπὸ τὸν Μι­χα­ὴλ Ἄγ­γε­λο ὣς τὸν Οὐ­όρ­χολ καὶ τὸν Μπέικον. Μά­λι­στα μπῆ­κα στὸν πει­ρα­σμὸ καὶ ἀ­γό­ρα­σα χαρ­τιά, χρώ­μα­τα καὶ καβα­λέ­το καὶ ἄρ­χι­σα νὰ κά­νω κι ἐ­γὼ με­ρι­κὲς ἀ­δέ­ξι­ες πι­νε­λι­ές. Πέ­τρα-πέ­τρα ἔ­χτι­σα αὐ­τὴ τὴ σχέ­ση. Ἡ ὅ­λη προ­σπά­θεια μοῦ ἔ­μα­θε τί δύ­να­μη κρύβει ὁ ἔ­ρω­τας. Δὲν εἶ­χα ἐ­ρω­τευ­τεῖ ἀ­λη­θι­νὰ ὣς τό­τε. Δὲν ἔ­κα­να θυ­σί­ες γιὰ τὶς σχέ­σεις μου. Γιὰ τὴ Χρι­στί­να θὰ ἔ­κα­να τὰ πάν­τα. Ἔφτα­σα στὸ ση­μεῖ­ο νὰ ἀ­κού­ω τζάζ, ἐ­γὼ ὁ φα­να­τι­κὸς τοῦ Κα­ζαν­τζί­δη. Ἔ ρέ, πλά­κα ποὺ θὰ ἔ­κα­ναν οἱ φί­λοι στὸ χω­ριὸ ἂν μὲ ἔ­βλε­παν ἔ­τσι ἀλ­λαγ­μέ­νο. Θὰ ξεραίνον­ταν στὰ γέ­λια. Μὲ μεταμόρφω­σε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ ὁ ἔ­ρω­τας.
Τὰ νέ­α ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ποὺ προ­στέ­θη­καν στὴν προσωπικό­τη­τά μου ἔ­κα­ναν τὸν Μι­χά­λη, τὸν νέ­ο συνάδελ­φο τῶν καλ­λι­τε­χνι­κῶν, νὰ μὲ συμ­πα­θή­σει. Ἦταν ἄν­θρω­πος χα­μη­λῶν τό­νων, ἤ­ρε­μος καὶ εἶ­χε πάνω-κά­τω τὰ ἴ­δια ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα μὲ μᾶς, γι’ αὐ­τὸ κέρδι­σε καὶ τὴ Χρι­στί­να καὶ γί­να­με μιὰ πο­λὺ κα­λὴ παρέ­α οἱ τρεῖς μας. Ἐ­κεῖ­νος ἔ­κλει­νε βέ­βαι­α μου­σι­κὰ πρὸς τὰ ἔ­θνικ ἀλ­λὰ καὶ τὸ στὺλ τῆς ζω­γρα­φι­κῆς του εἶχε πολ­λὰ στοι­χεῖ­α ἀ­πὸ τὴν Ἀ­να­το­λή. Οἱ προσωπογρα­φί­ες του θύ­μι­ζαν Φα­γιοὺμ καὶ οἱ γυ­ναῖ­κες του εἶ­χαν μαῦ­ρα με­γά­λα μά­τια σὰν τὶς Ἰν­δὲς καὶ φοροῦ­σαν μα­κριὰ πορτο­κα­λο­κόκ­κι­να φο­ρέ­μα­τα.
Τὸ βρά­δυ τῆς Δευ­τέ­ρας εἴ­χα­με πι­εῖ κά­τι πα­λι­ο­πο­τὰ σὲ ἕ­να μπάρ, για­τὶ τὴν ἄλ­λη μέ­ρα εἴ­χα­με ρε­πό. Στὸ σχολεῖ­ο πη­γαί­να­με μὲ βάρ­δι­ες. Ἔ­τσι ἐ­κεί­νη τὴν Τρί­τη δὲν ξύ­πνη­σα κα­λά. Τὸ κε­φά­λι μου κόν­τευ­ε νὰ σκι­στεῖ στὰ δύ­ο. Κοί­τα­ξα τὸ ρο­λό­ι μου καὶ ἔ­δει­χνε 11 Σεπτέμβρη, δέ­κα τὸ πρω­ί. Ἀ­πὸ ἰ­δε­ο­λο­γί­α δὲν συνδέσαμε τὴν κοι­νή μας ζω­ὴ μὲ τη­λε­ό­ρα­ση καὶ ἡ Χριστί­να —τυ­χε­ρή, για­τὶ τὸ βρά­δυ ἤ­πι­ε χυ­μό— ἀπολάμ­βα­νε τὸν κα­φέ της ἀ­κού­γον­τας ἕ­να πρό­γραμ­μα τζὰζ στὰ με­σαῖ­α. Ξαφ­νι­κὰ τὸ πρό­γραμ­μα δι­α­κό­πη­κε καὶ ἀ­να­κοι­νώ­θη­κε στὰ ἀγ­γλι­κὰ ὅ­τι ἔ­γι­νε τρο­μο­κρα­τι­κὸ χτύ­πη­μα στὴν Ἀ­με­ρι­κὴ ἀ­πὸ τὴν Ἂλ Κά­ιν­τα καὶ κατέρρευ­σαν οἱ δί­δυ­μοι πύρ­γοι. «Τί λέ­ει, ρέ; ἄ­κου­σες τί ἔ­γι­νε;» ξε­φώ­νι­σε ἡ Χρι­στί­να, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­χε ἐ­πι­σκε­φτεῖ τὴν Ἀ­με­ρι­κὴ καὶ μά­λι­στα εἶ­χε φά­ει σὲ ἕ­να ἑ­στι­α­τό­ριο στοὺς δί­δυ­μους πύρ­γους. Δὲν πί­στευ­ε στ’ αὐ­τιά της. Ἐγὼ πά­λι εἶ­χα στ’ αὐ­τιά μου ἕ­να βου­η­τὸ ἀ­πὸ τὸν πονοκέ­φα­λο ποὺ μὲ ἔ­κα­νε νὰ νι­ώ­θω τὴν Ἀ­με­ρι­κὴ καὶ τὸ Μαν­χά­ταν τὴν πιὸ μα­κρι­νὴ καὶ ἀ­δι­ά­φο­ρη χώ­ρα στὸν κό­σμο. Δὲν ἔ­δω­σα προ­σο­χὴ καὶ μπῆ­κα νὰ κά­νω ἕ­να δρο­σε­ρὸ ντοὺς μπὰς καὶ συ­νέλ­θω. Τὸ ἀ­πό­γευ­μα κα­τὰ τὶς ἕ­ξι μᾶς πῆ­ρε ὁ Μι­χά­λης τη­λέ­φω­νο νὰ βγοῦ­με. Εἴχαμε ἤ­δη ἀ­να­στα­τω­θεῖ ὅ­λοι κα­θὼς ἔ­φτα­σαν καὶ οἱ λε­πτο­μέ­ρει­ες γιὰ τοὺς χι­λιά­δες νε­κρούς τῶν ὁ­ποί­ων ὁ ἀ­ριθ­μὸς δὲν εἶ­χε προσ­δι­ο­ρι­στεῖ ἀ­κρι­βῶς ἀ­κό­μη.
Εὐ­τυ­χῶς μὲ δυ­ὸ ἀ­σπι­ρί­νες ὁ πο­νο­κέ­φα­λος μοῦ πέ­ρα­σε, ἀλ­λὰ λί­γο ἡ θλί­ψη γιὰ τὰ γε­γο­νό­τα, λί­γο ἡ εὐ­αι­σθη­σί­α στὸ νευ­ρι­κὸ σύ­στη­μα, ποὺ μοῦ ἄ­φη­σε ὁ πο­νο­κέ­φα­λος, καὶ βρι­σκό­μουν σὲ μιὰ πε­ρί­ερ­γη κα­τά­στα­ση. Ἀ­πο­λύ­τως ἤ­ρε­μος, ἀλ­λὰ μὲ τὶς αἰ­σθή­σεις μου ὅ­λες τε­τα­μέ­νες. Καθί­σα­με σὲ μιὰ κα­φε­τε­ρί­α ἔ­ξω. Φυ­σοῦ­σε ἕ­νας ζε­στὸς ἀ­έ­ρας ποὺ ἔ­λε­γες πὼς ἦ­ταν Κα­λο­καί­ρι. Κά­τι ὅ­μως στὴ μυ­ρω­διά του, μιὰ ἀ­νε­παί­σθη­τη ὑ­γρα­σί­α, λί­γο τὸ φῶς ποὺ ἄλ­λα­ξε, μιὰ αἰ­ω­ρού­με­νη με­λαγ­χο­λί­α στὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα, οἱ ὀ­ξυμ­μέ­νες μου αἰ­σθή­σεις ἔ­πι­α­ναν ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ τὸ πέ­ρα­σμα σὲ ἄλ­λη ἐ­πο­χή. «Μυ­ρί­ζει φθινόπωρο», εἶ­πα ἀλ­λὰ κα­νέ­νας δὲν ἀ­πάν­τη­σε. Ἡ Χριστί­να εἶ­χε κυ­ρι­ευ­τεῖ ἀ­πὸ ἀ­κα­τά­σχε­τη φλυ­α­ρί­α, σχολί­α­ζε καὶ ἀ­νέ­λυ­ε μὲ πά­θος τὰ γε­γο­νό­τα μὲ τὸν Μιχά­λη καὶ σχε­δόν μοῦ εἶ­χε γυ­ρί­σει τὴν πλά­τη. Δὲν ἔδω­σα ση­μα­σία, κοί­τα­ζα τὰ ὄ­μορ­φα νε­ο­κλα­σι­κὰ σπί­τια γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν μι­κρὴ πλα­τεί­α καὶ σκε­φτό­μουν ὅ­τι θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ ζω­γρα­φί­σει μὲ ἁ­πα­λὸ ὑ­δα­τό­χρω­μα τὸ παι­χνί­δι πά­νω τους τοῦ φω­τὸς ποὺ χα­νό­ταν, τὴ νύχτα ποὺ ἔ­φτα­νε ἀ­να­δει­κνύ­ον­τας ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴν ὀ­μορ­φιά τους ἔ­τσι ποὺ στέ­κον­ταν ἐ­κεῖ χρό­νια καὶ και­ρούς.
Με­τὰ στρά­φη­κα στὴ Χρι­στί­να καὶ στὸν Μι­χά­λη. Προσπά­θη­σα νὰ δι­α­κό­ψω τὴ θλι­βε­ρὴ συ­ζή­τη­ση, νὰ τοὺς μι­λή­σω γιὰ τὴν ὀ­μορ­φιά. Δὲν τὰ κα­τά­φε­ρα. Καὶ ὅ­πως τοὺς κοί­τα­ζα σι­ω­πη­λὸς νὰ συ­ζη­τᾶ­νε, στὶς ὀ­χτὼ καὶ σα­ραν­τα­πέν­τε πε­ρί­που ἀν­τι­λή­φθη­κα ἕ­να ἀ­νε­παί­σθη­το χά­δι τῆς Χρι­στί­νας στὸ χέ­ρι τοῦ Μι­χά­λη. Στὶς ἐν­νιὰ μὲ τὴν ἄ­κρη τοῦ μα­τιοῦ μου εἶ­δα τὸ γό­να­τό της νὰ ἀγ­γί­ζει κά­τω ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι τὸ δι­κό του. Καὶ κα­τὰ τὶς ἐννιάμιση ἔπια­σα ἕ­να βλέμ­μα ὅ­λο φω­τιὰ στὰ μά­τια τους. Ἐ­κεῖ­νοι φλέ­γον­ταν καὶ ἡ σχέ­ση ποὺ τό­σον και­ρὸ ἔ­χτι­ζα γκρε­μί­στη­κε μὲ μιᾶς σὲ χα­λά­σμα­τα.

­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της (Τρί­κα­λα Θεσ­σα­λί­ας, 1966). Σπού­δα­σε στΚλα­σι­κΤμ­μα τς Φι­λο­σο­φι­κς Σχο­λς ­ω­αν­νί­νων. ρ­γά­ζε­ται ς κα­θη­γη­τς Φι­λό­λο­γος στδη­μό­σια Μέ­ση κ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τσυλ­λο­γδι­η­γη­μά­των Δι­η­γή­μα­τα γιττέ­λος τς μέ­ρας (κ­δό­σεις Λο­γε­ον, Τρί­κα­λα, 2009)- Πρώτη δημοσίευση στις «Ιστορίες Μπονζάι, Η Αισθητική του μικρού», ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα από το λογοτεχνικό περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/

Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles