Κι η πόρτα πάντοτε ανοιχτή, η εξώπορτα. Κι ο νους μου πάντοτε κλειστός πολύ βαρύς και το κορμί μου ασήκωτο. Όπως το σπίτι της πόρνης μέσα στην καταχνιά, που το χτυπάνε κι ανοίγει όταν θέλει ο πελάτης, ο περαστικός στου περαματάρη το πέρασμα.
Τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική η θάλασσα που σπαράζει πάνω στα βράχια σαν γυναίκα αλυσοδεμένη στη στεριά. Όμως πρέπει πρώτα να χαράξουμε στην πέτρα ένα χαμόγελο, ν’ ανάψουμε στους στίχους μερικές μεγάλες φωτιές όπως το απαιτούν οι συνήθειες των ναυαγών και η φαντασία των ποιητών. Για του λόγου το αληθές…
Επιτέλους φτάσαμε στην Πόλη. Ήταν η ώρα δέκα ακριβώς – δέκα παρά πέντε παρά δύο παρά τρία παρά ένα δευτερόλεπτα. Ήταν η ώρα δέκα ακριβώς. Τελείως εξουθενωμένοι από ένα εξαντλητικό ταξίδι, επιτέλους είχαμε φτάσει. Το ταξίδι ήταν τελειωμένο αλλά είχαμε πάθει πολλά και είχαμε περάσει φοβερά πράγματα που είχαν συμβεί εδώ πάνω στο πλοίο και έξω στη στεριά. Αλλά τώρα τι μας νοιάζανε αυτά –τι με ένοιαζαν εμένα όλα τ’ άλλα είχαμε φτάσει, ήμαστε πια εδώ εξαντλημένοι βέβαια –γιατί το Ταξίδι ήταν μακρινό και πολύ πολύ κουραστικό- στο τέλος μονάχα λίγο πριν τελειώσει το’χαμε κάπως συνηθίσει –αλλά οι περισσότεροι το βρίσκανε ακόμη πολύ ελεεινό- τρισάθλιο, απερίγραπτο.
Είχε –μας φαινόταν έτσι- αρχίσει πριν από χρόνια, πριν από αιώνες ίσως, πριν από τόσο καιρό, που είχε θαφτεί στη μνήμη μας η αρχή –είχαν ξεχαστεί οι λεπτομέρειες κι ας ήταν η αιτία τόσο σπουδαία, οι γλυκές στιγμές έμεναν παρ’ όλα αυτά πιο κοντά, πιο καθαρές, και τώρα που είχαμε φτάσει… Όλα τα παλιά περιστατικά, όλες οι στιγμές, γεμάτες αγωνία, γεμάτες από μια απερίγραπτη αγωνία, γιατί δεν ερχόταν, στους έρημους χωματόδρομους φευγάτος… Ο…
Τι απερίγραπτη αθλιότητα. Τι φοβερή ανέχεια γύρω μας κι όμως εμείς κλεισμένοι μέσα στην ευτυχία μας, όπως σε πύργο, τίποτε δεν βλέπαμε και δεν παίρναμε είδηση τι γινότανε. Οι οιμωγές σαν άσμα μακρινού θριάμβου και οι σπαραγμοί, σπασμοί ηδονής καθώς ετοιμαζόντανε να μπήξουν το μαχαίρι. Τον είχαν ετοιμάσει –τον είχαν βάλει κατάχαμα ανάσκελα ακουμπισμένο και με μια δυνατή και τεχνικότατη στροφή απότομα –η καρδιά ματωμένη ήτανε ψηλά – και το κορμί που σφάδαζε κουφάρι πια. Το ίδιο και η μοναχή που σκύβοντας να δει – βλέπει με φρίκη πως τα μάτια του παιδιού είναι βγαλμένα. Της τα ’χε βγάλει για να ζητιανεύει και να είναι αξιαγάπητη και να τις δίνουνε λεφτά οι πονετικοί άνθρωποι που περνάνε. Κι η πόρτα πάντοτε ανοιχτή, η εξώπορτα. Κι ο νους μου πάντοτε κλειστός πολύ βαρύς και το κορμί μου ασήκωτο. Όπως το σπίτι της πόρνης μέσα στην καταχνιά, που το χτυπάνε κι ανοίγει όταν θέλει ο πελάτης, ο περαστικός στου περαματάρη το πέρασμα.
(Κι η σκέψη μου στους βαρβάρους που κατέβαιναν. Ολοένα κατέβαιναν –και φτάνανε ίσαμε εδώ που ο Αέτιος τους τσάκισε – με ήλιους και με φεγγάρια, και πάνω στα λάβαρά τους ζωγραφισμένα, πότε ένας μαστός, πότε ένα κλωνάρι από το καταχθόνιο δένδρο. Οι Γαλάτες πολέμησαν και αυτοί με τους Ρωμαίους ενάντια στους Ούννους).
Φόλα και οδοντογλυφίδες.Είμαστε συνήθως πάντοτε ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο Συμπληγάδες –κι έτσι τελείωσε το θέρος της ζωής μας. Τα πιο ζεστά τα χρόνια τα χρόνια που μετράνε, γιατί αυτά είναι που σε κάνουν άνθρωπο, κι ας πλανιέται πάνω απ’ τα γυμνά μας κρανία η μυρουδιά η περασμένη των ανύπαρχτων μπορντέλων. Το τελευταίο που γνώρισα ήτανε στο στρατό στην Κόρινθο. Σ’ ένα μέρος ερημικό μια μεγάλη ταμπέλα έγραφε. Υγιής, υγιής, υγιής δίπλα από τους αριθμούς των δωματίων, στο βάθος ενός μεγάλου διαδρόμου, όπου ήταν αραδιασμένα τα δωμάτια, και η μαμά μας υποδέχτηκε με τρόπο αυστηρό σαν να ’μαστε εδώ για τιμωρία – κι όχι για το κέφι μας. Μια περαστικιά στο δρόμο δίπλα μου φορούσε ένα άρωμα, δεν πρόλαβα να δω ποια ήτανε, μα το άρωμα μου θύμισε το γραμματόσημο – ένα ορισμένο γραμματόσημο που κυνηγούσα άλλοτε, πάνε τώρα πολλά χρόνια, δε θυμάμαι πια ποιανής χώρας ήτανε της Μοζαμβίκης ίσως ή ακόμα και ελληνικό και θυμήθηκα την πλοκή ενός μυθιστορήματος που εκτυλισσόταν με βάση ένα γραμματόσημο.
Ο ήρωας αποκαρδιωμένος κάθεται μπροστά στη συλλογή που έπεσε στα χέρια του. Ένα απ’ όλα αυτά τα γραμματόσημα είναι εκείνο που περιέχει το μήνυμα. Η εικόνα του φτιάχνει τη λέξη –τι λέω- τη φράση, που χρειάζεται για να μπορέσει να προχωρήσει στην έρευνα, και να βρει τη γυναίκα που έχασε – μια απεγνωσμένη δουλειά. Ένα μόνο γραμματόσημο στον κόσμο μπορεί να τον σώσει. Του αφήσανε αυτό το μήνυμα αυτοί που φύγανε. Ένα μήνυμα αόριστο – μια μόνη ελπίδα. Κι έβαλε μόνος του, στην αναζήτησή του ένα όριο. Το πιστόλι είναι πάνω στο τραπέζι –αν δεν βρει μέσα σε σαράντα οκτώμισι ώρες, τη γυναίκα –θα βάλει τέλος στη ζωή του.
Κοιτάζει λοιπόν το λεύκωμα. Το κεφάλι του είναι γιαούρτι. Δεν έχει καμιά ιδέα ποιο γραμματόσημο εννοούσε το σημείωμα. «Φεύγω –αν μαντέψεις πού θα πάω – είναι μέσα στη συλλογή των γραμματοσήμων ένα γραμματόσημο που θα σου πει πού είμαι –που θα ’μαι. Είναι ένα μέσα σε δύο χιλιάδες: (Ψύλλος στ’ άχερα). Βρες το και θα με βρεις».
Παρελαύνουν μπροστά του οι ωραίες σειρές της Ουγγαρίας –τα πιο όμορφα γραμματόσημα του κόσμου- και των αποικιών της Αφρικής και της Ασίας –τα σπάνια τα κοινά – άλλα σειρές ολόκληρες, και άλλα ελλιπή. Πού να ’ναι μέσα σ’ όλα αυτά, εκείνο που θα τον οδηγήσει, εκείνο που θα του φέρει εκείνη που έφυγε…
Στην απελπισία του κλείνει το λεύκωμα κι αρχίζει να ονειρεύεται, να την ονειρεύεται –αρχίζει πρώτα να σκέφτεται το χρώμα της. Το χρώμα που είναι αυτή η ίδια. Το χρώμα – αλλά ποιο χρώμα – μήπως το χωματί το πράσινο που τόσο της αρέσει στα χειμερινά τοπία ανάμεικτο με την καμένη σιένα του χώματος του καφετί. Το μόνο καπέλο που φόρεσε ποτέ της ήταν κόκκινο ένα κόκκινο σκούρο σχεδόν βυσσινί, μα περισσότερο προς το μενεξεδί. Μήπως ήταν το χρώμα που θα το πρόδιδε, το χρώμα, ο αριθμός –το τρία- το τρία ήταν ο αριθμός της. Αγαπούσε και τα πολλαπλάσιά του, το έξι και το εννέα. Ίσως, ίσως… Έπρεπε να την εξερευνήσει ολόκληρη, τα γούστα, τις συνήθειες της, το χρώμα του δέρματος, των μαλλιών, έπρεπε να συνθέσει ολόκληρο μυθιστόρημα, να περιγράψει με λεπτομέρειες το καθετί που την αφορούσε. Άραγε να το ’χε κάνει αυτό επίτηδες για να τον αναγκάσει να τη σκεφτεί εξονυχιστικά, πριν να του ξαναδοθεί; Αυτό θα ’ταν.Και το μέρος όπου θα πάει θα ’ταν κάτι που θα ’βγαινε ως συμπέρασμα εκείνων που ήξερε γι’ αυτήν. Μια γενική ιδέα, καμωμένα από πολλά μικρά επιμέρους συμβάντα, ένας λεξίγριφος, που χρειαζόταν υπομονή κι επιμονή και φαντασία, για να βρεθεί. «Αν κάτσω εδώ να σκέφτομαι δε θα βρω τίποτα», είπε μέσα του και παίρνοντας το παλτό του και το μπαστούνι του, βγήκε να κάνει μια βόλτα. Ο αέρας τον δρόσιζε, και τον ξαναζωντάνεψε. Άρχισε πάλι να ελπίζει. Πήγε σ’ ένα καφενείο και παρήγγειλε έναν καφέ. Άνοιξε την εφημερίδα κι άρχισε να διαβάζει τις αγγελίες του ταξιδιωτικού γραφείου. Μια τρελή (απεγνωσμένη) απόπειρα να μαντέψει πού πήγε…
ΑΝΤΙ-ΚΕΙΜΕΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ (από το βιβλίο ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Νεφέλη 1984)
Μιλάω με το πρόσωπο αποστραμμένο. Καταστρέφω
Πίσω μου ό,τι έχω, χαρτιά, δαχτυλικά αποτυπώματα,
Ενθύμια, χειρόγραφα, γράμματα, ρούχα, μπανιερά,
Παπούτσια, κάθε ίχνος που να προδίδει βίωμα. Μιλάω
Με το πρόσωπο αποστραμμένο… Αναλύω την κατάσταση
Το κάνω ψύχραιμα, χωρίς εμπάθεια, με απόλυτη ενέργεια
Χωρίζω τα γεγονότα απ’ τις φαντασιώσεις. Δεν προφητεύω
Διαπιστώνω με τρομερή σχολαστικότητα τα συμβάντα
Διαπιστώνω με τρομερή σχολαστικότητα τα συμβάντα
Τοποθετώ στην αλυσίδα που συνδέει χειρονομίες, εκφράσεις,
Τις εκατέρωθεν απώλειες, τη συμπόνια με το υψωμένο
Δάχτυλο, την ενδοσκόπηση, την εγκαρτέρηση,
Την επίσημη διαστρέβλωση των ειδήσεων, τη θεωρία
Και την πράξη, τα όνειρα μεταξύ τους, τις νύχτες στη
Συγκαπούρη, με τ’ απόγευμα στο Ρίο Ιανέιρο,
Συγκαπούρη, με τ’ απόγευμα στο Ρίο Ιανέιρο,
Τις μέρες του καλοκαιριού στην εξοχή με τις ώρες
Του γραφείου το χειμώνα, τις άδειες στιγμές ανίας
Με την πλούσια εμπειρία μιας νέας συνάντησης, το τόνο
Με το ύφος, τη δομή μιας φράσης με τη σημασία της,
Τον έναν άνθρωπο με τον άλλο, την ουσία της ζωής
Με την επιφανειακή έννοια που της αποδίδουμε,
Το χρέος το ηθικό όπως διαφέρει από πρόσωπο
Σε πρόσωπο, την έφεση προς το απόλυτο όπως τη βλέπει
Ο καθένας μ’ άλλο τρόπο, τα επεισόδια που συσσωρεύονται,
Τους πυροβολισμούς των αστυνομικών τμημάτων, τις απόπειρες δολοφονίας, τις μανιακές εκδηλώσεις του τύπου,
Την υστερία των μεγάλων αστέρων του Κινηματογράφου,
Το πανικό του πλήθους σε μια διαδήλωση, την εγκαρτέρηση,
Την αποφασιστικότητα, τον ηρωισμό παιδιών, που χθες ακόμα
Κρεμιόντουσαν απ’ τα φουστάνια της μάνας τους, τα βασανιστήρια
Που διαψεύδονται και συνεχίζονται αδιάλειπτα, τις μπόμπες,
Την παρανομία, τις οργανώσεις, την παράλληλη εξουσία των ανταρτών
Της πόλης, τους στασιαστές, τα πλοία του Έκτου Στόλου,
Τη λεμονάδα Ήβη, τα τσιμέντα Ηρακλής, τα λογοτεχνικά βραβεία,
Τις ταινίες του Μπουνουέλ, του Μπερτολούτσι, του Γκοντάρ,
Τη ρητορεία των εκπροσώπων της επιστήμης
Ιδεολογίας, την κοινοτυπία, τις διαμαρτυρίες, την έμφαση
Στο χτυπημένο πόδι, το τραβηγμένο πιστόλι, την αυτοκτονία,
Τους δισταγμούς της αντίστασης να χύνει αίμα, την ειρωνεία,
Την εγκαρτέρηση, το σαρκασμό, τη λεμονάδα Ήβη,
Τα παγωτά στα διαλειμματα του έργου… Το Έργο
Το ίδιο που βρίσκεται πάντα μπροστά μας και που έχει
Ως μοναδικό σκοπό την ολοκληρωτική απελευθέρωση του
Ανθρώπου απ’ τα δεσμά του… Τα χιόνια στην Πάρνηθα,
Το κύμα του Σαρωνικού. Μιλάω με το πρόσωπο
Αποστραμμένο, όχι γιατί φοβάμαι μη ε δείτε, αλλά γιατί
Είμαι ο καθένας…
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νάνου Βαλαωρίτη, που αύριο, καβάλα σε μια ωκεανίδα, θα βγούνε ποιήματα έτοιμα στις δενδροφυτεμένες μεριές της οικουμένης. Γιατί, όταν φανεί πια η θάλασσα, τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική, τις νύχτες που το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες]