Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Κατερίνα Έσσλιν, Μεγάλωνα 25 χρόνια απέναντι απ’ το θερινό σινεμά Έλενα

$
0
0

Το ίδιο βράδυ, θυμάμαι, βγήκα ραντεβού με ένα αγόρι που μου άρεσε χρόνια. Πήγαμε σε μια ταράτσα με θέμα Ακρόπολη. Δεν άκουγα τίποτα απ’ όσα μου ’λεγε, παρότι χρόνια ήθελα να πάρω τα χείλη του σπίτι και να παίξω μαζί του ό,τι μπορούσε να παιχτεί, από το ΤΣΑΪ ΣΤΗ ΣΑΧΑΡΑ ως το ΑΓΓΛΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, το ΜΠΡΕΚΚΑΦΣΤ ΚΛΑΜΠ ή το ΠΑΛΜ ΦΙΞΙΟΝ. Κατά τη διάρκεια του ραντεβού, αντί να σκέφτομαι τα ΜΑΤΙΑ ΕΡΜΗΤΙΚΑ ΚΛΕΙΣΤΑ, σκεφτόμουν πόσο θα ’θελα να πατούσε κάποιος ένα κουμπί, κι ο ουρανός πίσω απ’ την Ακρόπολη και πάνω απ’ όλη τη Γη να μετατρεπόταν σε πάνινο θόλο, πάνω στον οποίο θα προβαλλόταν μια ταινία που θα τα ’δειχνε όλα αναπάντεχα, όλα ανατρεπτικά, όλα ανάποδα, ένα έργο περίεργο, όπου, παράδειγμα, ο Γούντυ θα ’ταν γυναίκα.

Πάνω που είχα ανεβάσει τα μάλλινα δάκρυα στο πατάρι, άρχισε πάλι να ψιχαλίζει τ' όνομά σου. Το μισό αλφάβητο πλημμυρίσαμε.Έχει γεμίσει το υπόγειο με ωμέγα, θα πνιγούμε χωρίς άλφα. Με είδες κι εσύ στο όνειρό μου χτες; Βάλε επιτέλους ένα ζακετάκι στον έρωτα σου είπα. Κάνει ρεύμα -δεν ακούς που φταρνίζεται; Μετά άρχισα να τσακώνομαι με τη μοναξιά σου. Λουζόταν με μπετόν η χαζή. Δεν καταλαβαίνω, είπα. Θες να γιατρέψεις τα δάχτυλά σου πάνω στο δέρμα μου; Οι ανοργάνωτοι εμπρησμοί σου στο σώμα μου έχουν αρχίσει να λήγουν. (Την πυρκαγιά δηλαδή εσύ εκεί στο υπόγειο δεν την βλέπεις που καίει συνέχεια; Θα φτάσει στον πρώτο όροφο και θα τη δουν όλοι στο τέλος. Δυο χρόνια έχεις να φωνάξεις την πυροσβεστική) Μόνο να διχάζεις τις τελείες μου ξέρεις -και να μ αφήνεις να ξυπνάω αγκαλιά με το σπασμένο σου ποδηλατάκι (λες κι αν ενηλικιωθούμε θα πεθάνουμε)…. Όποιο σώμα κι αν δοκιμάσω εκτός από το δικό σου, μου πέφτει φαρδύ.
[Κατερίνας Έσσλιν, Ο Πεζός λόγος στην Ποίηση]

Ο Γούντυ ήταν γυναίκα(μια ιστορία από το βιβλίο Γαμ. υθιστορήματα του ενός λεπτού της Κατερίνας Έσσλιν)

Μεγάλωνα επί 25 χρόνια απέναντι από το θερινό σινεμά Έλενα. (Ναι, ακριβώς, ήμαστε αυτοί οι τυχεροί που οι βεράντες των κρέμονταν πάνω απ’ το πανί – πάνω απ’ το άλογο του Τζων Ουέιν ή τις μπανανιές του Γούντυ Άλλεν). Κάθε καλοκαίρι, για τρεις μήνες, η εκάστοτε από τις τρεις ταινίες την εβδομάδα μπούκαρε κυριολεκτικά στο σπίτι μας απ’ το παράθυρο, με τρομερή ορμή, ασυγκράτητη, σαν κάποιος να ’σπρωχνε με δύναμη στην πλάτη τους τους πρωταγωνιστές, παράδειγμα τον Τζων Μάλκοβιτς, κι αυτοί να ξεκολλούσαν, να εκτοξεύονταν και να προσγειώνονταν επίσκεψη στο χώρο μας, μ’ ένα κουτί φοντάν. (Ο Σούπερμαν το ’κανε και μόνος του, χωρίς τη σπρωξιά). Καλά, δεν ενοχλούνται οι γείτονες από το θόρυβο; Ναι, όντως, μέχρι κι εγώ παρασυρόμουν και το αναρωτιόμουν όταν πήγαινα σ’ άλλα θερινά, λες και δεν ήξερα, αλλά όχι, δεν ενοχλούνται, κι αν τους ενοχλεί κάτι, δεν είναι το ότι δεν μπορούν να χαμηλώσουν τον ήχο, αλλά το ότι δεν μπορούν να τον ανεβάσουν (δεν οργάζεται συχνά η Νικόλ Κίντμαν με δεμένα μάτια τρία μέτρα απ’ το κρεβάτι τους).


Το πρώτο έργο της ζωής μου το είδα το ’78 και ήταν το ΜΠΑΝΑΝΕΣ του Γούντυ Άλλεν. Όσο το έβλεπα, δεν καταλάβαινα τίποτα, αλλά μου φαινόταν τόσο παρανοϊκό, που είχα αμέσως πει στον εαυτό μου με ανακούφιση: α, ωραία, παιδικό είναι. Αλλά εντάξει, ναι, το ξέρω, δεν είναι. Δηλαδή είναι (με την έννοια του παιδαριώδους), αλλά δεν είναι. Θυμάμαι επίσης να λέω και κάτι άλλο στον εαυτό μου, να λέω πολύ περίεργο είναι αυτό, κι αυτό είναι μάλλον το σινεμά, καταλήγοντας σ’ ένα ενθουσιώδες: Μ’ αρέσει. Μπορεί να μου άρεσε το μαλλί της γριάς περισσότερο βέβαια, και να παρασυρόμουν (όχι το ζαχαρένιο, το ροζ – κυριολεκτικά το είπα το μαλλί, αναφερόμενη στα λουλουκιά μαλλιά μιας μαγικής γριάς γειτόνισσας που φέτος κλείνει τα διακόσια κι όπως καθόταν μπροστά μου μου φαινόταν εξίσου πρωταγωνίστρια, έτσι όπως διέκρινα το έργο ανάμεσα από τα κρεπαρισμένα μαλλιά της). Δεν έχει σημασία αν έφταιγε το μαλλί της γριάς ή το ποπκόρν, τότε στην αρχή. Ωραίος ο Γούντυ (άσε που είχε ίδιο όνομα με τον Γουντπέκερ, τον τρυποκάρυδο): στα γόνατά του μεγάλωσα. Και συνέχισα να μεγαλώνω, βεβαίως, συχνά δουλεύοντας στο σινεμά τα απογεύματα. Νωρίς το απόγευμα, πριν απ’ την προβολή, δυο τρία πιτσιρίκια της γειτονιάς μαζεύαμε τις γκαζόζες της χθεσινής παράστασης απ’ το χαλίκι (δεν είχε φλώρικα τραπεζάκια τότε ή πλακάκια στο δάπεδο), με αντάλλαγμα να μείνουμε και να παίξουμε στο χώρο, ν’ ανέβουμε πάνω, στη μηχανή της προβολής, να κρυφτούμε πίσω απ’ το πανί (ένας χώρος όπου, δυστυχώς, όχι, δεν είχαν τα καμαρίνια τους οι αλμοδοβαρικές μούσες, μόνο κάτι πέτρες και πεταμένα ξύλα έβρισκες). Και μεγάλωνα, συχνά πίσω απ’ το πανί, βλέποντας το έργο ανάποδα, περιμένοντας να έχει άλλο τέλος κάθε φορά, ή να δω τι χρώμα θα έβαφε εκείνη τη χρονιά τον τοίχο ο Κυραπόστολος, όπως τον φωνάζαμε, ο οποίος, κατά τα φαινόμενα, ήξερε από μάρκετινγκ, αφού χάριζε γαρδένιες στις κυρίες μαζί με το εισιτήριο: άλλοτε το ’βαφε γαλάζιο, άλλοτε πορτοκαλί, μια φορά σάπιο μήλο (η μαμά μου, πάντα επί του σικ, του φώναζε: πολύ παρδαλή μας την έκανες τη γειτονιά). Και κάπου εκεί στα 20 και κάτι, μετακομίζω μόνη, στην ίδια πολυκατοικία, στο ρετιρέ, ακόμη ψηλότερα, να βλέπω καλύτερα, μεγάλη πια, με πιο όξινα μάτια, σούπερ όλα. Και δεν προλαβαίνω να μείνω ένα χρόνο εκεί, κι ένα πρωί ξυπνάω απότομα ακούγοντας μια απαίσια μπουλντόζα να γκρεμίζει κάτι. Αυτό ήταν. Βγαίνω στο παράθυρο και βλέπω έναν αυθαδέστατο εκσκαφέα να ξεκοιλιάζει τον τοίχο της παιδικότητάς μου με τα χέρια και τα δόντια του. Αυτό ήταν. Από καλοκαιρινή, με χειμώνιασαν. Μεγάλωσες: το μόνο που πρόλαβα να σκεφτώ, με μάτια κουταβιού, γι’ αυτή την τραγικωμωδία. Ήταν απαίσια εκείνη η μέρα. Το ίδιο βράδυ, θυμάμαι, βγήκα ραντεβού με ένα αγόρι που μου άρεσε χρόνια. Πήγαμε σε μια ταράτσα με θέμα Ακρόπολη, θέα δηλαδή ασύγκριτη μ’ εκείνα που πρόβαλε η «Έλενα» όλα αυτά τα χρόνια. Δεν άκουγα τίποτα απ’ όσα μου ’λεγε, παρότι χρόνια ήθελα να πάρω τα χείλη του σπίτι και να παίξω μαζί του ό,τι μπορούσε να παιχτεί, από το ΤΣΑΪ ΣΤΗ ΣΑΧΑΡΑ ως το ΑΓΓΛΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ, το ΜΠΡΕΚΚΑΦΣΤ ΚΛΑΜΠ ή το ΠΑΛΜ ΦΙΞΙΟΝ. Κατά τη διάρκεια του ραντεβού, αντί να σκέφτομαι τα ΜΑΤΙΑ ΕΡΜΗΤΙΚΑ ΚΛΕΙΣΤΑ, σκεφτόμουν πόσο θα ’θελα να πατούσε κάποιος ένα κουμπί, κι ο ουρανός πίσω απ’ την Ακρόπολη και πάνω απ’ όλη τη Γη να μετατρεπόταν σε πάνινο θόλο, πάνω στον οποίο θα προβαλλόταν μια ταινία που θα τα ’δειχνε όλα αναπάντεχα, όλα ανατρεπτικά, όλα ανάποδα, ένα έργο περίεργο, όπου, παράδειγμα, ο Γούντυ θα ’ταν γυναίκα. Δεν είχα ειρμό, ο Γούντυ ήταν γυναίκα, απάντησα, σαν να ’χα ανακαλύψει τον τροχό. Τι; Ο Γούντυ… Ήταν… Γυναίκα, ξεψύχησα. Μα εγώ σε ρώτησα, αν πείνασες. Πράγματι. Ο άνδρας της ζωής μου με ρώταγε αν είχα πεινάσει, κι εγώ σκεφτόμουν το σβηστό πάνινο θόλο της Ακρόπολης. Δεν τα φτιάξαμε. Ήμουν απασχολημένη για μήνες με τη λιθοβολημένη μου φαντασία, έβλεπα για μήνες εφιάλτες στη σκέψη ότι είχε πεθάνει η «Έλενα», λες και το σινεμά ήταν γυναίκα, λες και ήταν άνθρωπος οι καρεκλίτσες και το χαλίκι – σκέψη που με στοιχειώνει μέχρι σήμερα. Το βράδυ όταν γύρισα σπίτι μόνη, στο διαμέρισμά μου με την πληγωμένη θέα, η μόνη ταινία που τρύπωσε στα μάτια μου ήταν αυτή που θα μπορούσε να σκηνοθετήσει η μυρωδιά του κέικ απ’ το φωταγωγό. Αλλά κι αυτή τη μυρωδιά εγώ την επινόησα.

Στα συντρίμμια μου, ακριβώς πάνω στο στομάχι μου, χτίστηκαν γρήγορα δυο καλοταϊσμένες πολυκατοικίες, που δεν είναι βαμμένες σάπιο μήλο, ούτε δείχνουν να επιφυλάσσουν τίποτα το αρκετά ενδιαφέρον προσεχώς. Η μία έχει οχτώ ορόφους, η άλλη έξι, αυτά πάνω κάτω, κι αν ο αρχιτέκτονας πήρε πτυχίο, αμφίβολο. Είναι πολύ κοντά οι πολυκατοικίες στο σπίτι μου. Το καλοκαίρι οι ένοικοι περιφέρουν στα μπαλκόνια την ενοχή τους, με σώβρακο, άλλος τρώει καρπούζι, στον τρίτο πρόσφατα έκαναν δεύτερο παιδί, ο τυπάκος στον πρώτο πηδιέται συχνά (ζήλεψε αυτούς του τρίτου). Δεν μ’ ενδιαφέρουν αυτοί οι άνθρωποι. Μικρή, δεν ήξερα τι ακριβώς σημαίνει η λέξη Προσεχώς που έβλεπα συνέχεια στο σινεμά, γιατί το επίθετο ο-η προσεχής το μαθαίνεις στο γυμνάσιο, οπότε είχε δώσει δική μου ερμηνεία. Προσεχώς σήμαινε να με προσέχετε (το σινεμά μιλούσε), κι αυτοί οι άνθρωποι δεν μου πρόσεξαν τίποτα αγαπημένο. Κι όμως. Εκτοξεύονται μέσα στο σπίτι μου, χωρίς να το θέλω ή να το θέλουν, δεν ξέρουν το όνομά μου, αλλά αναπνέουν τα μαλλιά μου, στέλνουν τα βογκητά τους επίσκεψη στο κρεβάτι μου, πολλοί από αυτούς ξέρουν ήδη ότι μ’ αρέσει να τρώω συχνά πράσινα μήλα ή να φοράω μαύρα κιλοτάκια ρετρό, και μου φωνάζουν: ο Γούντυ είναι άνδρας, ηλίθια! Σαν εκδίκηση από το πουθενά μοιάζει. Μια μέρα, θα βγουν ομαδικώς ταυτόχρονα στα μπαλκόνια τους, με μια γκαζόζα κι ένα ποπκόρν στο χέρι, θα κάνουν σσσσσσσσς αρχίζει, και θα κοιτάνε όλοι προς το ανοιχτό μου παράθυρο, χρόνια και χρόνια να σκηνοθετώ εγώ προς τα έξω, τώρα το έξω να σκηνοθετεί εμένα, κι αυτό να λέγεται ζωή στην Αθήνα.

Το “Γαμ.” είναι μια λέξη σε εκκρεμότητα. Βάζει τον αναγνώστη στη διαδικασία να συνδιαλλαγεί με το κείμενο και να συμπληρώσει ό,τι λείπει με το μάτι (ή τα υπόλοιπα αισθητήρια). Όμως μη φανταστείς ότι επειδή ο τίτλος είναι μισός κάνει και μισές δουλειές: το βιβλίο έρχεται με «λυσάρι», καθώς εξοπλίζει με ποικίλα συναισθήματα τον αναγνώστη (ώστε, όταν αποφασίσει μόνος του τι θα πει Γαμ., να πέσει μέσα). Αλλά θα σας δώσω και κάποια hints: Γαμ. μπορεί να σημαίνει γαμέτης (αν ο άλλος ασχολείται με τη φυτολογία) ή γάμος (αν κάποιος θέλει να νοικοκυρευτεί) ή να σημαίνει το άλλο, το ξέρετε ποιο, (αν ο άλλος είναι ρομαντικός και θέλει να πάει να “αγαπηθεί”)ή να προέρχεται απλώς από το «και γαμώ».Δεν θα μπορούσε να μη λέγεται Γαμ. αυτό το βιβλίο. Πρώτον, έχει σχέση με όλα τα παραπάνω (διαφόρων ειδών παντρέματα και αναπαραγωγές) και δεύτερον σου δίνει μια συμβουλή: τη στιγμή που πας να πεις «Γαμώτο» να φροντίζεις η λέξη να τρώει μια αόρατη τσεκουριά και να σπάει στη μέση. Πιστεύω πως η ζωή ακόμη κι όταν είναι σκληρή σαν βράχος έχει αμέτρητα ωραία βοτσαλάκια γύρω γύρω. Σιγά μην κάτσουμε να χάνουμε τον χρόνο μας λέγοντας συνέχεια γαμώτο και γαμώτο!


Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles