Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Μαρία Μήτσορα, Σοφέ μου, το πεντάφωτο που σε φωτάει λυχνάρι να ήτανε λέει φεγγάρι και συ είκοσι χρονών

$
0
0

Τα ψάρια δεν έχουνε, βλέπεις, μπουτάκια να τους πεις και τίποτα γι’ αυτά. Και με όλα τα λέπια, και σε γούνα να τους υποσχεθείς πως θα τα ξαπλώσεις πάλι δεν θα καταλάβουνε τίποτα.

Τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια τα έχω κάνει μέσα σε ανθρώπους», ισχυρίζεται. Αλλά η χάρη της έχει φτάσει από τον Πολικό Κύκλο έως την Αϊτή. Το γράψιμο είναι και δεν είναι γι' αυτήν επιλογή. Την παίρνουν «οι άνεμοι ενός άγνωστου ωκεανού», γράφοντας. Έχει την αίσθηση ότι «είμαστε σαν τα αγάλματα, φτιαγμένα από νερό. Πάντα οι ίδιοι και πάντα άλλοι». Κι έτσι είναι η ίδια. Η ζωή και η γραφή της. Με τις λέξεις να κάνουν ταχυδακτυλουργικά κόλπα και το βλέμμα στραμμένο εκεί όπου το δικό μας, ενδεχομένως και να μη φτάσει ποτέ. «Θα έρθει η στιγμή που θα ανοίξει και πάλι ο καιρός και οι δρόμοι και οι φράσεις, θα βρεθεί η λέξη- κλειδί, που έρχεται, που προστάζει, που αποσαφηνίζει, και θα κάνει να υπάρξει κι άλλο καλοκαίρι. Δε θα πεθάνουμε ούτε από κρύο ούτε από μοναξιά ούτε από τις καταστροφές του πολέμου αλλά ούτε και από ασάφεια». Υπόσχεται. Για περισσότερα, βέβαια, στις λέξεις της από το ΑΝΝΑ ΝΑ ΕΝΑ ΑΛΛΟ…

ΠΟΣΟΣΤΟ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ (από το βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα ΑΝΝΑ ΝΑ ΕΝΑ ΑΛΛΟ, Εκδόσεις ΑΚΜΩΝ 1978)
Το πρωί της κηδείας του πατέρα μου ο ουρανός ήταν μεξικάνικο μπλε.Ήταν 2 Φεβρουαρίου, αλλά έκανε σχετικά ζέστη. «Είδες, του έκανε καλό καιρό…» άκουγα να λένε γύρω μου νευρίαζα. Μετά, όταν τον κατεβάζανε, όλοι είχανε σωπάσει. «Ν’ ανοίξουμε μια τελευταία φορά το φέρετρο;» ρώτησε ένας από τους τέσσερις που το κουβαλάγανε. «Ναι» πετάχτηκα, και πλησίασα περισσότερο, ενώ η μητέρα μου απομακρυνότανε. Δεν ήθελε να τον δει πεθαμένο.
Η ιστορία όμως αυτή άρχιζε το πρωί της προηγούμενης μέρας, όταν, φτάνοντας στο νοσοκομείο κατά τις οκτώ και τέταρτο, τον βρήκα ακόμη ζεστό. Του χάιδεψα τα μαλλιά που μυρίζανε κολώνια, και το χέρι, και μετά πάλι τα μαλλιά.


«Σοφέ μου, το πεντάφωτο που σε φωτάει λυχνάρι να ήτανε λέει φεγγάρι και συ είκοσι χρονών»
Τα πόδια του κυρίως μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Ήτανε πολύ κίτρινα. Και στο αριστερό, κάτω απ’ τον αστράγαλο, είχε ένα βαθύ κόψιμο. Του ’χανε κάνει εφτά τέτοιες (που οι χειρούργοι ονομάζουν «αποκαλύψεις»), σε διάφορα μέρη του σώματος, το προηγούμενο βράδυ. Έψαχναν φλέβα, για μια μετάγγιση που θα συνέχιζε μερικές ακόμα ώρες, το μαρτύριο. Του ’χε όμως πέσει πολύ η πίεση και τα τοιχώματα στις φλέβες του είχαν κολλήσει μεταξύ τους, και τον ξεσκίζανε μιάμιση ώρα μέχρι να βρούνε μία κάτω απ’ τον αστράγαλο. Δεν μπορούσε να μιλήσει και τους κοίταζε παρακλητικά – μετά όμως τα μάτια του είχανε στυλωθεί λαίμαργα πάνω στο μπουκάλι με το αίμα. «Είδες που θέλει να ζήσει» σχολίασε η θεία μου.
Τώρα η πληγή ήταν ακάλυπτη, χωρίς τσιρότα και γάζες, επειδή ετοιμάζανε να τον πλύνουνε.Αν δεν ήτανε μέσα στο δωμάτιο οι δυο νοσοκόμες, σίγουρα, δε θα ’χα κάτσει τόσο ήσυχα. Μπορεί να ’γραφα το όνομά μου στη μασχάλη του… Ή βάζοντας ένα γάντι, να προσπαθούσαν να γλιστρήσω το δαχτυλίδι μου με τη φεγγαρόπετρα μέσα, κάτω στο φάρυγγά του –να πάρει κάτι δικό μου μαζί του στον τάφο– όπως εγώ, κουβαλάω τόσα δικά του –πάνω κάτω στις Σκάλες – άλλοτε με κακία κι άλλοτε με τρυφερότητα… Μπορεί και να ξεκούμπωνα το παντελόνι της πυτζάμας του για να ρίξω μια γρήγορη ματιά στα γεννητικά του όργανα –να δω αν ήτανε πολύ χνουδάτα – αν και με την ηλικία μπορεί να ήταν λίγο μαδημένος… Μπορεί πάλι να ξάπλωνα πλάι του με κλειστά τα μάτια – και να φανταζόμουνα πως είμαι κι εγώ πεθαμένη…Ή θα του άνοιγα τα μάτια και θα έσκυβα από πάνω κι έτσι, όταν του τα ξανάκλεινα, θα ’μουνα η Τελευταία Εικόνα που θα ’χε δει.Αλλιώς μπορεί να μην έκανα τίποτα από όλα αυτά αλλά να κοίταζα έξω από το παράθυρο –το πάρκο και το περίπτερο – με τη ζέστη του ήλιου στο πρόσωπό μου, μέσα απ’ το τζάμι.

Αργότερα έφυγα από το νοσοκομείο και πήγα να συναντήσω το δίδυμο αδελφό του –στο γραφείο του- να κανονίσουμε για την κηδεία.Εκείνος έκλαιγε –και με μισούσε, το ξέρω, αλλά συγχρόνως τον γοήτευα – και με ζήλευε γιατί έμοιαζα στο πρόσωπο με τον πατέρα μου, πολύ περισσότερο απ’ όσο έμοιαζε ο ίδιος. Δεν θυμάμαι τι είπαμε.
Μετά βγήκαμε απ’ το γραφείο του και πήγαμε μέχρι την Κεντρική Αγορά όπου αγοράσαμε ένα τεράστιο Φαγκρί. Μου το τύλιξαν καλά σε μια εφημερίδα. Θα το μαγείρευαν την επομένη για το γεύμα της παρηγοριάς.
Στο δρόμο το αισθανόμουνα μέσα από την εφημερίδα, ψυχρό και ύποπτα αδιάφορο. Του μουρμούρισα μερικά γλυκόλογα… Αλλά τίποτα. Το κράτησα πιο σφιχτά. Μετά το έβαλα κάτω απ’ τη μασχάλη μου… Κανένα παιχνίδι. Τα ψάρια δεν έχουνε, βλέπεις, μπουτάκια να τους πεις και τίποτα γι’ αυτά. Και με όλα τα λέπια, και σε γούνα να τους υποσχεθείς πως θα τα ξαπλώσεις πάλι δεν θα καταλάβουνε τίποτα.
Βαρέθηκα, και φτάνοντας σπίτι, το έδωσα στην υπηρέτρια και τη ρώτησα τι θα τρώγαμε το μεσημέρι. Η απάντηση μ’ ανέβασε το στομάχι στο στόμα. «Το κρέας του πατέρα σου». «Μα είχε καρκίνο» σκέφτηκα έντρομη, και πάγωσα. Και μετά έναν χρόνο είδα έναν εφιάλτη, ότι έτρωγα το κρέας κάποιου ζώου, και ξαφνικά αισθάνθηκα στο στόμα μου κάτι αλλιώτικο, πιο σκληρό και στρογγυλό, κι ανακάλυψα ότι το ζώο είχε καρκίνο,σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, κι ήτανε φρικτό.
Και μετά κατάλαβα ότι εννοούσε το κρέας που είχανε αγοράσει για να το βράσουν και να πάνε το ζουμί στον πατέρα μου, που ό,τι έτρωγε το ’κανε εμετό αμέσως, και ποτέ δεν εξακρίβωσα αν ξέρναγε και κομματάκια από το συκώτι του ή, αν εμένα μου είχε δημιουργηθεί η ιδέα, σε κάποια στιγμή, από το χρώμα του εμετού, που ήταν πολύ σκούρο.
Το ψάρι μπήκε στο ψυγείο κι έπιασε ένα ολόκληρο ράφι. Δεν αισθανόμουν πια τίποτα γι’ αυτό και άρχισα να ασχολούμαι μ’ άλλα πράγματα. Το απόγευμα ήρθε πολύς κόσμος. Άλλοι ρωτούσανε τη μητέρα μου αν μας είχε εξασφαλίσει… - Άλλοι λέγανε «κρίμα νέος άνθρωπος, τι αμαρτίες να πλήρωσε» - Κι άλλοι, πιο εμψυχωτικοί «Ήτανε όμως κύριος και στην αρρώστια του…» «Εκείνος τώρα αναπαύθηκε, ζωή σε μας». Το βράδυ κοιμήθηκα πολύ άσχημα. Με ενοχλούσε εξαντλητικά η ιδέα πως θα τον είχαν κι αυτόν, όπως το ψάρι, σε κάποιο ψυγείο, στα υπόγεια του Νοσοκομείου. Μόνον του ή με άλλους… Μόνον του έτσι κι αλλιώς, και κρύο…

Την άλλη μέρα ο ουρανός ήτανε μεξικάνικο μπλε. Ήταν 2 φεβρουαρίου αλλά έκανε σχετικά ζέστη. «Είδες του έκανε καλό καιρό…» άκουγα να λένε γύρω μου και νευρίαζα.
Αργότερα γυρίσαμε πολλοί μαζί στο σπίτι, όπου το ψάρι περίμενε μαγειρεμένο, με τη σουπίτσα του και με μαγιονέζα. Καθίσαμε στο τραπέζι κι αρχίσαμε να τρώμε. «Μαρία, παιδί μου, να προσέχεις τη μητέρα σου, τώρα δεν έχει άλλον στον κόσμο από εσένα». «Αλίμονο, αν δεν προσέξει τη μητέρα της, ποιον θα προσέξει» συμπλήρωνε κάποιος άλλος – και ευτυχώς δε χρειαζόταν να λέω τίποτα –«Χρυσό μου, αγάπη μου, θα τ’ αναλάβεις τώρα όλα εσύ… Ξέρεις ότι εμένα δεν μου κόβει…»
Ξαφνικά το πρόσωπό της αγρίεψε κι άρχισε να βήχει. «Χριστός! Χριστός!» φωνάξανε οι άλλοι δυνατά. «Δώστε της λίγο νερό» -«Τι είναι; κόκαλο;» -«Λίγη κόρα» -«Δεν μπορώ, δεν φεύγει καλέ – το αισθάνομαι που με τρυπάει… Δεν μπορώ». Είχε γίνει κατακόκκινη και κράταγε το λαιμό της με αγωνία. Εγώ δάγκωνα τα μάγουλά μου από μέσα να μη βάλω τα γέλια. Ξαφνικά σηκώθηκε και πετάχτηκε έξω από το σπίτι.
Τότε μέναμε ένα τετράγωνο μακριά απ’ το Νοσοκομείο. Πίσω της έτρεχε ο αδελφός της φωνάζοντας «Αγγελικούλα… Μην κάνεις έτσι… Δεν είναι τίποτα…» Οι άλλοι σταυροκοπιότανε: «Χριστός και Παναγία… Τι γρουσουζιά είναι αυτή… Δεν της έφταναν όλα τ’ άλλα…»
Και το νόημα του ποσοστού συμμετοχής πήρε όλο του το βάρος–εκεί είναι κι όλη η πλάκα- στο ποσοστό συμμετοχής –«Τρέχα χρυσό μου, να της πας το παλτό της». Και βρέθηκα να τρέχω πίσω από το θείο μου – που έτρεχε πίσω από τη μητέρα μου –που έτρεχε βαστώντας το λαιμό της προς το Νοσοκομείο – ενώ φώναζα με σιγανή φωνή «Καλέ το παλτό σου…» «Σκέψου, την μια μέρα τον Ένα και τη δεύτερη τον Άλλο» υπολόγιζα, αν και υπεραγαπώ τη μητέρα μου. «Θα τα κλειδώσω όλα και θα πάω να μείνω στο Hilton… ή στη Μεγάλη Βρετανία… είναι πιο αρχοντικά… το Hiltonόμως έχει τρέλα milkshakes… Μέχρι να τακτοποιήσω τα διάφορα… και μετά…».
Τελικά κάποιος γιατρός που στερέωσε ένα φακό γύρω από το μέτωπό του, της έβγαλε το κόκαλο με μια μακριά τσιμπίδα λέγοντας ψυχρά: «Μην κάνετε έτσι, κυρία μου». Μετά γυρίσαμε σπίτι όπου οι άλλοι ήτανε στο φρούτο.
Οφείλω να προσθέσω ότι κάτι ανάλογο μου έχει συμβεί και μένα, δυο φορές μέχρι τώρα – και τις δυο με μπαρμπούνι. Την πρώτη φορά πολύ πριν πεθάνει ο πατέρας μου –και κατάπια το κόκαλο την τελευταία στιγμή από τον φόβο μου όταν είδα την Τσιμπίδα. Τη δεύτερη φορά πριν από μερικούς μήνες –που είχε σκαλώσει πολύ βαθιά –κι ο γιατρός δεν το έβρισκε –και μου έκανε ψεκασμό μ’ ένα αναισθητικό για να μη γίνονται σπασμοί για εμετό – κι έπρεπε μάλιστα να τραβάω εγώ τη γλώσσα μου έξω – μ’ όλη μου τη δύναμη – με μια εφημερίδα.
Από τότε τρώω μόνο ψάρι φέτα –και πάλι με τρομερή προσοχή –αποφεύγοντας τα πολλά λόγια την ώρα του φαγητού –Άλλωστε και η μητέρα μου αισθάνθηκε φριχτές τύψεις, κι ούτε της περνάει από το μυαλό να μου ξαναμαγειρέψει μπαρμπούνια.
Και δεν μου ζαλίζει πια αυτιά μ’ αυτά που λένε «μπαρμπούνι» ο βασιλιάς των ψαριών ή «του μπαρμπουνιού το κεφάλι δεν το τρώει η γάτα» (Αυτό δεν το είχα καταλάβει στην αρχή, αλλά μου εξήγησαν ότι σημαίνει πως είναι τόσο νόστιμο, που το τρώει κι αυτό ο άνθρωπος). Όπως είπα –μόνο ψάρι φέτα – ή και καμιά μαρίδα πολύ ψιλή – που τρώγεται ολόκληρη και δεν παρουσιάζει πρόβλημα.

Η Μαρία Μήτσορα γενήθηκε στην Αθήνα το Νεόμβριο του 1946. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Παρίσι (Σορβόννη και Vincennes), όπου κατέθεσε μια εργασία πάνω στη δυναμική των μικρών ομάδων. Έχει γράψει, τη συλλογή διηγημάτων «Άννα, να ένα άλλο» (Εκδ. «Άκμων») και τα μυθιστορήματα «Σκόρπια Δύναμη» (Εκδ.»Οδυσσέας»), «Περίληψη του κόσμου» (Εκδ. «Κέδρος»), «Ο Ήλιος δύω» (Εκδ. «Οδυσσέας), «Καλός Καιρός/ Μετακίνηση» (Εκδ. «Πατάκη»). Διηγήματά της και ταξιδιωτικά κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles