Είμαι ανεβασμένος πάνω σε μια σκάλα και κοιτώ τον κόσμο πίσω από το φράχτη. Σκοπεύω για τους συνανθρώπους μου τούτης της όχθης, της άλλης να φωτογραφίσω τα μεράκια ό,τι κινείται δηλαδή με σχετική ζωηράδα: καΐκια φευγαλέα, φώτα γιορτών πλοίων, σεκλέτια, αφραγκίες και μεζεκλίκια ανθρώπους αξεδιάλυτους των μπαρ, τους ίδιους καθώς τρέχουν να κρυφτούν σε υπόστεγα θυέλλης κηδειών-γάμων πολιτικής αντάρας κι άλλα της οπτασίας της Ιστορίας τρεχάτα γεγονότα. Αλλά πάνω στη σκάλα σαν να τα βλέπω τώρα επί ματαίω, τρέμουν τα γόνατα και πρέπει να κατέβω μ'ένα μονάχα δίλημμα: ήταν η σκάλα μου ασταθής ή οι εικόνες άστατες και δεν φωτογραφίζονται; Προτιμώ έτσι, από το δεύτερο όροφο να βλέπω μόνο τους απέναντι ν'ακούω μόνο θορύβους των ανθρώπων. Χωρίς προνομιούχο δυνατότητα, χωρίς από το ρετιρέ μου να μπορώ Ακρόπολη, Αίγινα, Θησείο ν'ατενίζω ήδη εκτρέφω μια υστερόβουλη ολιγάρκεια. Σαν η ψυχή, υπόθεση τελειωμένη κι αιώνια αναληφθεί καθώς λένε απ'την ταράτσα και πιο πάνω ακόμα, θα μεταμορφώσω την τωρινή φαντασίωση σε υπέροχη πραγματικότητα[Ιωάννης της Κλίμακος 1 και κλίμακος 2 από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΟΝΟΣ 2009]
Άδικα ψάχνεις, Κύριε, το απολωλός κι άδικα θα χαρείς την εύρεσή του. Αντίθετα, να 'σαι περήφανος που διάλεξε με παρρησία να σ'αρνηθεί για την "τιμή και την πεποίθησί του"! Το απολωλός θα ζήσει κατά την κρίσιν του και σύμφωνα μ'αυτή στο τέλος ίσως θα κριθεί. Η ανησυχία και η θλίψη Σου θα 'πρεπε μάλλον να στραφούν στα υπόλοιπα ενενήντα εννέα: σε μας!! Με το μορφή προβάτων, αδιάκοπα κοντά Σου μας έχεις αιώνες τώρα και για πάντα χάσει...
ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟ
Αυτός ο όφις που έφτασε στην πόλη μας
μ'ένα ακέραιο μήλο κατακόκκινο για μας
πέρασε απαρατήρητος.
Κανείς δεν το δοκίμασε
κανείς δεν σκέφτηκε ούτε καν
να μπει στον πειρασμό της γεύσης του.
Βαρύ και να ναρκωμένο πια το φίδι
έχει κουλουριαστεί στη μέση της πλατείας
χωνεύοντας το μήλο
αφού θα 'πρεπε
κάποιος να 'χε πεισθεί
και να δαγκώσει.
ΤΙ ΕΜΟΙ ΚΑΙ ΣΟΙ, ΓΥΝΑΙ
Στο γάμο της Κανά υστερήσαντος του οίνου
τόλμησα να πω κι εγώ μια γνώμη
για το κρασί. Σου θύμιζα έτσι
μόνο για μια φορά την ύπαρξη μου
τη θυσία της άμωμης σύλληψης
την αξιοπρέπεια του Ιωσήφ
τα λίγα ταπεινά
που μια παρθένα κι ένας ξυλουργός
μπορούσαν να διδάξουν σ'ένα νήπιο
έστω και θείο.
Αργότερα μας πίκρανες με τη φυγή Σου
κανένα μήνυμα δεν πήραμε για χρόνια
ώσπου όταν γύρισες λαμπρός
ήσουν απόμακρος
σαν να 'χες κάτι από θεό.
Ύστερα ήρθαν τα μαρτύρια
οι προπηλακισμοί κι η σταύρωση Σου —
σταύρωση και για μένα
όπως ή ανάσταση Σου
και δική μου ανάσταση.
Αν όμως τόσους αιώνες
βλέπεις σε κάθε εικόνα μας
να Σε κρατώ στην αγκαλιά μου λυπημένη
δεν είναι μόνο ο πόνος
για τα εγκόσμια βάσανα Σου
όσο η απέραντη πικρία για κείνο το εν Κανά:
«Γυναίκα, τι σχέση έχω με σένα Εγώ;» —
πικρία όχι Θεομήτορος
όχι αγίας καν
μονάχα μάνας
ΣΙΜΩΝ Ο ΚΥΡΗΝΑΙΟΣ
Σίμωνα Κυρηναίε
δε θέλουμε βοήθεια
μη μας σηκώσεις το σταυρό
ολόκληρο το διεκδικούμε το μαρτύριο
είναι βαρύτερες για μας
οι αγαθές προθέσεις.
Η ΑΛΛΗ ΛΥΣΗ
Κανείς δεν σκέφτηκε την έπαρση
που κρύβει ένα μαρτύριο
και τι σκληρή απαιτεί
ταπείνωση κι αυτοθυσία
από αδύναμους ανθρώπους σαν κι εμάς.
Όλοι κατανοούμε βέβαια το άδικο
της χλεύης και του διασυρμού
της προδοσίας.
Όμως αντί για σταύρωση θεαματική
και ιδίως αντί για ανάσταση
εν αμφιβολία
γιατί να μην διαλέξεις ένα τέλος
όπως έζησες, μοναχικό
γενναίο κι ευσύνοπτο
και υψηλό και δωρικό
κι αδιαμφισβήτητο;
Μια τέτοια αυτόχειρ λύση
θα 'ταν για λίγους από μας μια προτροπή
κι ευεργεσία για τους υπόλοιπους
καθώς θα τους στερούσε κάθε ελπίδα
μα και τον τρόπο κρίσης
για μια μέλλουσα ζωή.
ΓΟΛΓΟΘΑΣ
Εδώ από το ίσιωμα
σας βλέπουμε και σας πονάμε
χρόνια και χρόνια ν'ανεβαίνετε.
Κι όσο ανεβαίνετε
τόσο από το σταυρό
η απόστασή σας μεγαλώνει
μα κι η χαρά
για την ακόμα πιο σκληρή δοκιμασία.
Εκεί απ'την ανηφόρα
ούτε μας βλέπετε ούτε μας πονάτε
που ανεβαίνουμε
σχεδόν γενναίοι
στο πιο απόκρημνο ίσιωμα
δίχως σταυρό
και δίχως λόφο.
ΘΩΜΑΣ
Θωμά, άγιε Θωμά, θα 'χες αγιάσει
μόνο και μόνο γιατί επέμεινες στη δυσπιστία.
Να όμως που δέχτηκες να παίξεις
το παιχνίδι της απόδειξης
να που ίσως νόμισες, ταράχθηκες ή και φοβήθηκες
κι έπνιξες τον αντίλογό σου
που αιώνες έκτοτε σε τυραννάει.
Γιατί, Θωμά, το ξέρω
ήταν στη φύση σου ποτέ να μην πιστέψεις
κι αγιάζεις έτσι τώρα μες στις τύψεις σου
για τις στρατιές όλων εκείνων
που σε πίστεψαν και χάσαν
το ανεκτίμητο προνόμιο του διλήμματος
κι οριστικά το πνεύμα κι η ψυχή τους
έχουνε νυστάξει
μακάρια μες στην πίστη τους
ΠΡΟ ΤΟΥ ΠΟΤΗΡΙΟΥ
Από τη σύγχυση που επικρατεί στα πατητήρια
καθώς τ'αμπέλια κατευνάζονται σε οίνο αόριστο
κι απ'των φουρνάρηδων τα ζυμωμένα μυστικά
έρχεται, που μας έταξες, η πρασινάδα της ψυχής.
Σαν όμως πλησιάσει η ένωσή μας, παρελθέτω
γιατί τα χείλη τρέμουνε στον ψίθυρό τους:
Είμαι ανάξιος μιας συγγνώμης τόσο αόριστης
δεν είμαι ακόμα εγώ χυμός, είμαι σταφύλι.
ΙΕΡΟ ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ
Άνθρωποι μοναχοί και μονάχοι
μες στα κελιά στις σκήτες ή στην πόλη
με τελευταία ξένη αφή πάνω στο σώμα σας
τη βάφτιση και το μητρικό χάδι
όσοι δεν έχετε ήδη ξεπεράσει την απαγόρευση
όσοι ακόμη μονάζετε αγκαλιά με το μαρτύριο
ελάτε κοντά μας
θα σας δεχτούμε με προσοχή και τρυφερότητα
όλα θα γίνουν φυσικά κι αβίαστα
με όποιο φύλο εσείς θελήσετε
κι ύστερα πάλι εμείς θα σας παρηγορήσουμε
με κάθε τρόπο ανθρώπινο
μα πιο πολύ
θα σας παρηγορήσει η σκέψη
πως η συγγνώμη του Κυρίου
θα βρει πια το νόημά της
αφού θα έχετε κι εσείς
σαν άνθρωποι αμαρτήσει.
ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Όταν οι έμποροι ξεκρεμάσουνε
νωθρά λαμπιόνια περιπτέρων αυτοσχέδιων
και τους γαλήνιους θησαυρούς τους αφυπνίσουν
απ'την ονειροπόληση μιας αγοράς
όταν όλα τ'απούλητα
πάρουμε τη μορφή του περιττού
κουρνιάζοντας μες στα χαρτόκουτα όπως-όπως
όταν αρχίσει να φυραίνει
απ'τις γεννήτριες η φωτοχυσία
και σαν σμήνη φουγάρων άνθρωποι με μπόγους
χαθούν, ο καθείς κι σ'ένα δίκαιο σοκάκι
τότε κι ο άγιος της ημέρας
στον άγιο της επόμενης
ωσάν μετάληψη
του παραδίδει τις καρδιές
ετούτων των φτωχών ανθρώπων.
ΚΑΘΩΣ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ Η ΩΡΑ
Λένε πως πλησιάζει η ώρα
κι ίσως να 'ναι αλήθεια.
Ποιος όμως πρέπει να κριθεί;
Μήπως κι εμείς που ζήσαμε
μόνο με το άκουσμα των πρώτων Σου θαυμάτων;
Εκείνους μόνο γιάτρεψες
για να πιστέψει τώρα ο κόσμος
των υγειών σε Σένα.
Εκείνους μόνο
γιατί εμείς που ακολουθήσαμε
στρατιές στρατιών
ανάπηροι της Ιστορίας
ζήσαμε
άλλοι μέσα στις μάταιες προσευχές
κι άλλοι μέσα στον πόνο απεγνωσμένοι.
Ουδέτερος ελεήμων σαν ελπίδα ωχρή
μας άφησες να σε αντικαταστήσουμε:
κι ίσως να 'ναι αλήθεια.
Ποιος όμως πρέπει να κριθεί;
Μήπως κι εμείς που ζήσαμε
μόνο με το άκουσμα των πρώτων Σου θαυμάτων;
Εκείνους μόνο γιάτρεψες
για να πιστέψει τώρα ο κόσμος
των υγειών σε Σένα.
Εκείνους μόνο
γιατί εμείς που ακολουθήσαμε
στρατιές στρατιών
ανάπηροι της Ιστορίας
ζήσαμε
άλλοι μέσα στις μάταιες προσευχές
κι άλλοι μέσα στον πόνο απεγνωσμένοι.
Ουδέτερος ελεήμων σαν ελπίδα ωχρή
μας άφησες να σε αντικαταστήσουμε:
Είμαστε προ της κρίσεως υπερήφανοι
γιατί το θαύμα ήταν πως ζήσαμε
χωρίς το θαύμα.
γιατί το θαύμα ήταν πως ζήσαμε
χωρίς το θαύμα.
Αυτό το κερί που άναψα περαστικός από τον οίκο σου δεν είναι η προσευχή μου για να σε φτάσει εκεί ψηλά, δεν είναι οι παρακλήσεις μου ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα που εναπέθεσα σε Σένα. Η καθαρότητα της ύλης σου δε συμβολίζει το ακηλίδωτο της πρόθεσής μου κι η μαλακή του υφή καθόλου δεν υπόσχεται την εύπλαστη μεταστροφή μου στη μετάνοια όπως οι αλληγορίες εγγράμματων πιστών σου ξέρουν να τυλίγουν. Μπορεί να μοιάζει μ'όλα τ'άλλα όμως ανάφτηκε για να σου πει πως ευτυχώς στέκομαι εδώ αβοήθητος και πως ακόμα όσο μπορώ θα λάμπω [ΕΝΑ ΚΕΡΙ]
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στο συγκεκριμένο ποίημα, ΕΝΑ ΚΕΡΙ, ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης απευθύνεται στο Θεό, λέγοντάς του ότι άναψε ένα κερί «περαστικός». Το κερί το άναψε χωρίς ούτε να ελπίζει σε κάτι, ούτε να παρακαλεί για κάτι. Φαίνεται να έχει χάσει τα προηγούμενα στηρίγματά του, ίσως και να τα ειρωνεύεται (ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα…). Δεν δίνει καμιά υψηλή αλληγορική σημασία στην πράξη του, δηλαδή στο άναμμα του κεριού. Αγνό κερί δε σημαίνει για τον ποιητή αγνές προθέσεις. Επίσης, το μαλακό και το εύπλαστο της ύλης του κεριού δε συμβολίζει το μαλάκωμα της ψυχής του και τη μετάνοιά του. Θεωρεί τις αλληγορίες τυλίγματα (= περιτυλίγματα – φτιασιδώματα;) ή απόπειρες να «τυλίξουν» το Θεό (δηλαδή να Τον καταφέρουν να κάνει ό,τι του ζητείται); Αν και είναι ίδιο με όλα τ΄ άλλα κεριά, το κερί του ποιητή ξεχωρίζει, γιατί ανάφτηκε απλώς για να θυμίσει στο Θεό την παρουσία του ποιητή, δηλαδή ότι υπάρχει έστω και χωρίς στηρίγματα (αβοήθητος) και ότι συνεχίζει να ζει, και μάλιστα όχι μόνο απλά να ζει αλλά και να εκδιπλώνει τις όποιες χάρες του. Ανατρέπει εδώ τις προηγούμενες αλληγορίες και διατυπώνει μία δική του. Ο ποιητής, βέβαια, βρίσκεται ενώπιον του θανάτου αλλά παρόμοια συναισθήματα μπορεί να έχει κι ο καθένας από μας ακόμα και μπροστά σε λιγότερο ακραίες καταστάσεις. Επομένως το ποίημα είναι αφορμή να σκεφτούμε τους λόγους για τους οποίους ανάβουμε κερί και το συναίσθημα που συνοδεύει την πράξη αυτή. Το ποίημα δεν μιλάει για τις φορές που ανάβουμε ένα κερί από συνήθεια αλλά για τις ελάχιστες εκείνες τις στιγμές, που σε ώρες κρίσεως, ανάβουμε ένα κερί χωρίς ελπίδα, χωρίς να περιμένουμε τίποτα, παρά μόνο την παρηγοριά που δίνει η ίδια η πράξη και το φως που ανάβει. Εκείνη την ώρα φαίνεται σαν να μην πιστεύει κανείς σε τίποτα. Ωστόσο είναι έτσι; Μήπως η παραίτηση από τα στηρίγματα και τις ελπίδες, στο βαθμό που μας δημιουργούν ψεύτικες προσδοκίες, είναι πραγματικά σωτήρια; Ίσως εδώ αναφέρεται το «ευτυχώς» του ποιητή.Ο Θεός δεν μας έχει υποσχεθεί ότι δε θα μας συμβεί τίποτα κακό. Ούτε υποσχέθηκε να αποτρέπει τις δυσάρεστες συνέπειες των αυτοκαταστροφικών επιλογών και ενεργειών μας. Υποσχέθηκε όμως ότι θα είναι πάντα μαζί μας, θα μας δίνει δύναμη να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες και θα χρησιμοποιεί τις οποιεσδήποτε εμπειρίες μας για να δώσει νόημα στη ζωή μας.