Ίσκιοι, Ένα ειρωνικό διήγημα για μια θλιβερή αλήθεια, της Ιωάννας Μπουραζοπούλου
Ευχαριστώ το περιοδικό BHmagazino που μου δίνει τη δυνατότητα να καταγγείλω ένα αποκρουστικό φαινόμενο, το οποίο τελευταία παρατηρούν όλο και περισσότεροι, αλλά κανείς δεν έθιξε ακόμη δημόσια. Αναφέρομαι, φυσικά, σ’ αυτές τις σκοτεινές ανθρώπινες φιγούρες που συναντούμε πλέον σε κάθε μας βήμα, που ζουν παρασιτικά στη χώρα μας και που σύντομα θα αποτελέσουν κίνδυνο για την ασφάλεια όλων μας. Κατ’ αρχάς, δεν είναι λευκοί, που σημαίνει ότι δεν προέρχονται από την ελληνική φυλή, ούτε μιλούν τη γλώσσα μας, οπότε είναι αδύνατη η επικοινωνία μαζί τους – όσο κι αν προσποιούνται ότι είναι σαν εμάς, λυπάμαι, αλλά διαφέρουν. Η προσφορά τους στην ελληνική οικονομία είναι μηδενική, δεν εργάζονται, δεν παράγουν, δεν αγοράζουν, δεν επενδύουν, δεν έχουν καμία κοινωνική χρησιμότητα, μόνο γεμίζουν τον τόπο με το πλήθος τους, δίνοντας την εντύπωση ότι το πεζοδρόμιο ή η πλατεία τούς ανήκει.
Η δική μου γειτονιά τουλάχιστον έχει υποστεί μαζική επιδρομή, γιατί τα βράδια ξεθαρρεύουν και σουλατσάρουν ανενόχλητοι ή συνωστίζονται στην είσοδο της πολυκατοικίας μου, υποχρεώνοντάς με να περνώ ανάμεσά τους για να μπω, κάτι που με κάνει να νιώθω πολύ άβολα. Επιχείρησα να εκφράσω τη δυσαρέσκειά μου στον Καλλιγά, έναν γείτονά μου γεροχίπη, ο οποίος επέμεινε ότι οι τύποι είναι ειρηνικοί και αποκλείεται να με πειράζουν. Ε, λοιπόν, με πειράζουν και δεν αντέχω να το κρύβω άλλο! Με ενοχλεί αφάνταστα η παρουσία τους, με ενοχλεί η εικόνα που εμφανίζει η πόλη μου τη νύχτα, με ενοχλεί που οι δρόμοι και τα στενά είναι γεμάτα σκουρόχρωμες φιγούρες. Σύμφωνοι, δεν έχω αποδείξεις για τις εγκληματικές προθέσεις τους, αλλά ας χρησιμοποιήσουμε την κοινή λογική. Οσοι ζουν παρασιτικά, στο περιθώριο, αποκλεισμένοι από το κοινωνικό γίγνεσθαι και συνιστούν τόσο μεγάλο πλήθος είναι ζήτημα χρόνου να μετατραπούν σε απειλή. Ο Καλλιγάς με κοίταξε με τρόμο, ψιθύρισε ότι είμαι παρανοϊκή και με συμβούλεψε να ζητήσω ψυχιατρική βοήθεια.
Τηλεφώνησα το ίδιο βράδυ στην Αστυνομία και απαίτησα την παρέμβασή της – θα εκδήλωνα ανοιχτά την αγανάκτησή μου και ας πήγαινε στον διάβολο η πολιτική ορθότητα, δεν είχε νόημα να υποφέρω και να καταπιέζομαι για να μη θιγεί η ευαισθησία του κάθε χίπη. Τις σκοτεινές φιγούρες που λυμαίνονται τη γειτονιά μου, δεν έχουν εργασία, ιδιοκτησία, κεφάλαιο και νόμιμα έγγραφα κάθε ευνομούμενο κράτος θα τις χαρακτήριζε ανεπιθύμητες και θα φρόντιζε να απαλλαγεί απ’ αυτές. Το δικό μου, όμως, προτιμά να τις ανέχεται, προφανώς εξυπηρετώντας ύποπτα συμφέροντα, αφού η Αστυνομία – τι έκπληξη! – δήλωσε αναρμόδια.
Ευχαριστώ το περιοδικό BHmagazino που μου δίνει τη δυνατότητα να καταγγείλω ένα αποκρουστικό φαινόμενο, το οποίο τελευταία παρατηρούν όλο και περισσότεροι, αλλά κανείς δεν έθιξε ακόμη δημόσια. Αναφέρομαι, φυσικά, σ’ αυτές τις σκοτεινές ανθρώπινες φιγούρες που συναντούμε πλέον σε κάθε μας βήμα, που ζουν παρασιτικά στη χώρα μας και που σύντομα θα αποτελέσουν κίνδυνο για την ασφάλεια όλων μας. Κατ’ αρχάς, δεν είναι λευκοί, που σημαίνει ότι δεν προέρχονται από την ελληνική φυλή, ούτε μιλούν τη γλώσσα μας, οπότε είναι αδύνατη η επικοινωνία μαζί τους – όσο κι αν προσποιούνται ότι είναι σαν εμάς, λυπάμαι, αλλά διαφέρουν. Η προσφορά τους στην ελληνική οικονομία είναι μηδενική, δεν εργάζονται, δεν παράγουν, δεν αγοράζουν, δεν επενδύουν, δεν έχουν καμία κοινωνική χρησιμότητα, μόνο γεμίζουν τον τόπο με το πλήθος τους, δίνοντας την εντύπωση ότι το πεζοδρόμιο ή η πλατεία τούς ανήκει.
Η δική μου γειτονιά τουλάχιστον έχει υποστεί μαζική επιδρομή, γιατί τα βράδια ξεθαρρεύουν και σουλατσάρουν ανενόχλητοι ή συνωστίζονται στην είσοδο της πολυκατοικίας μου, υποχρεώνοντάς με να περνώ ανάμεσά τους για να μπω, κάτι που με κάνει να νιώθω πολύ άβολα. Επιχείρησα να εκφράσω τη δυσαρέσκειά μου στον Καλλιγά, έναν γείτονά μου γεροχίπη, ο οποίος επέμεινε ότι οι τύποι είναι ειρηνικοί και αποκλείεται να με πειράζουν. Ε, λοιπόν, με πειράζουν και δεν αντέχω να το κρύβω άλλο! Με ενοχλεί αφάνταστα η παρουσία τους, με ενοχλεί η εικόνα που εμφανίζει η πόλη μου τη νύχτα, με ενοχλεί που οι δρόμοι και τα στενά είναι γεμάτα σκουρόχρωμες φιγούρες. Σύμφωνοι, δεν έχω αποδείξεις για τις εγκληματικές προθέσεις τους, αλλά ας χρησιμοποιήσουμε την κοινή λογική. Οσοι ζουν παρασιτικά, στο περιθώριο, αποκλεισμένοι από το κοινωνικό γίγνεσθαι και συνιστούν τόσο μεγάλο πλήθος είναι ζήτημα χρόνου να μετατραπούν σε απειλή. Ο Καλλιγάς με κοίταξε με τρόμο, ψιθύρισε ότι είμαι παρανοϊκή και με συμβούλεψε να ζητήσω ψυχιατρική βοήθεια.
Τηλεφώνησα το ίδιο βράδυ στην Αστυνομία και απαίτησα την παρέμβασή της – θα εκδήλωνα ανοιχτά την αγανάκτησή μου και ας πήγαινε στον διάβολο η πολιτική ορθότητα, δεν είχε νόημα να υποφέρω και να καταπιέζομαι για να μη θιγεί η ευαισθησία του κάθε χίπη. Τις σκοτεινές φιγούρες που λυμαίνονται τη γειτονιά μου, δεν έχουν εργασία, ιδιοκτησία, κεφάλαιο και νόμιμα έγγραφα κάθε ευνομούμενο κράτος θα τις χαρακτήριζε ανεπιθύμητες και θα φρόντιζε να απαλλαγεί απ’ αυτές. Το δικό μου, όμως, προτιμά να τις ανέχεται, προφανώς εξυπηρετώντας ύποπτα συμφέροντα, αφού η Αστυνομία – τι έκπληξη! – δήλωσε αναρμόδια.
Το επόμενο πρωί είδα τον Καλλιγά να κουβεντιάζει χαμηλόφωνα με τον φαρμακοποιό και μόλις εμφανίστηκα σιώπησαν, οπότε κατάλαβα ότι μιλούσαν για μένα. Τους είπα ξεκάθαρα ότι δεν είμαι διατεθειμένη να κρύβω τη δυσφορία μου για να γίνω αρεστή και θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να πάνε οι μελαμψούληδες από εκεί που ήρθαν. Με κοιτούσαν με μάτια γουρλωμένα, σαν να μην πίστευαν στ’ αφτιά τους. Μόλις απομακρύνθηκα, άκουσα τον Καλλιγά να ψιθυρίζει πως το χειρότερο είναι ότι ούτε καν συνειδητοποιώ πόσο εξωφρενική είναι η αντίδρασή μου. Ο φαρμακοποιός μουρμούρισε ότι όλοι οι ρατσιστές φτάνουν, αργά ή γρήγορα, στον απόλυτο παραλογισμό· ο ρατσισμός είναι νοητική κατηφόρα χωρίς τέρμα. Κατάλαβα ότι περιβάλλομαι από είλωτες της πολιτικής ορθότητας και δεν θα είναι καθόλου εύκολο να βρω το δίκιο μου.
Το απόγευμα επισκέφθηκα τον διαχειριστή της πολυκατοικίας, έναν ευυπόληπτο οικογενειάρχη με τον οποίο έχουμε οργανώσει ανάλογους κοινωνικούς αγώνες στο παρελθόν. Πέρυσι καταφέραμε να διώξουμε τον πλανόδιο μικροπωλητή της γωνίας, έναν κακοντυμένο Πακιστανό που κατέστρεφε την αισθητική της πλατείας, το καλοκαίρι μαζέψαμε υπογραφές και κάναμε έξωση στους δύο ομοφυλόφιλους του ρετιρέ, που έδειχναν ανυπόφορα ευτυχισμένοι, προκαλώντας το κοινό αίσθημα, τώρα έπρεπε να ενωθούμε ενάντια στους σκοτεινούς εισβολείς. Ευτυχώς ο διαχειριστής αντιλήφθηκε πλήρως το πρόβλημα.
«Πράγματι, έχουν πληθύνει ανησυχητικά» μου είπε, κοιτάζοντας λοξά τους ίσκιους μας να διαγράφονται στον τοίχο. «Αν και εκείνο που με τρομάζει περισσότερο είναι που τους βρίσκω μέσα στο σπίτι. Μπορείς να μου πεις από πού τρυπώνουν;».
Ένευσα προβληματισμένη και περιεργάστηκα με την άκρη του ματιού μου τις δύο μαύρες φιγούρες στον τοίχο, που προσπαθούσαν να αντιγράψουν τις κινήσεις μας σαν μαϊμούδες. Το σιχαμένο μελαμψό είδος τους μου προκαλούσε αηδία.
«Ο γείτονάς μου, ο Καλλιγάς, επιμένει ότι οι προθέσεις των ίσκιων είναι ειρηνικές» του ψιθύρισα.
«Ο Καλλιγάς ζει ακόμη στη νιρβάνα του
Γούντστοκ» ρουθούνισε ο διαχειριστής πατώντας με δύναμη το τσιγάρο στο τασάκι για να σβήσει, ενώ ο ίσκιος του αντέγραψε αθόρυβα την κίνηση. «Δεν βρίσκεις ύποπτη τη σιωπή τους, όπως και την τακτική τους να μας μιμούνται;».
Συμφώνησα ότι η συμπεριφορά των ίσκιων κάθε άλλο παρά φυσιολογική ήταν κι αυτό δεν προμήνυε τίποτε καλό.
«Το κάνουν για να περνούν απαρατήρητοι», μου εκμυστηρεύτηκε ο διαχειριστής, «αλλά μην αμφιβάλλεις ότι καιροφυλακτούν».
Γούντστοκ» ρουθούνισε ο διαχειριστής πατώντας με δύναμη το τσιγάρο στο τασάκι για να σβήσει, ενώ ο ίσκιος του αντέγραψε αθόρυβα την κίνηση. «Δεν βρίσκεις ύποπτη τη σιωπή τους, όπως και την τακτική τους να μας μιμούνται;».
Συμφώνησα ότι η συμπεριφορά των ίσκιων κάθε άλλο παρά φυσιολογική ήταν κι αυτό δεν προμήνυε τίποτε καλό.
«Το κάνουν για να περνούν απαρατήρητοι», μου εκμυστηρεύτηκε ο διαχειριστής, «αλλά μην αμφιβάλλεις ότι καιροφυλακτούν».
Δεν χρειάστηκε να πει τίποτε παραπάνω, έπρεπε να προστατεύσουμε τις ζωές και τις περιουσίες μας. Συγκαλέσαμε έκτακτη συνέλευση ιδιοκτητών με θέμα την προστασία της πολυκατοικίας απέναντι στη «σκιώδη» απειλή. Η λογίστρια του τρίτου ορόφου αναρωτήθηκε μήπως η ανησυχία μας είναι κάπως υπερβολική, δεδομένου ότι ουδέποτε την έβλαψαν οι ίσκιοι.
«Τι εννοείτε, κυρία Ελπινίκη, ότι πρέπει να μας βλάψει κάποιος για να πάρουμε μέτρα εναντίον του;» τη μάλωσε, πολύ σωστά, ο διαχειριστής. «Μήπως μας έβλαψε ο Πακιστανός που έστηνε ειρηνικά τον πάγκο του στη γωνία ή οι δύο κίναιδοι του ρετιρέ που πλήρωναν ανελλιπώς τα κοινόχρηστα; Δεν δρούμε με γνώμονα το προσωπικό μας συμφέρον, υπερασπιζόμαστε κάτι ανώτερο από τον εαυτό μας, το ελληνικό μέλλον της χώρας και την ηθική της επόμενης γενιάς. Πρέπει να προλάβουμε το κακό προτού εκδηλωθεί, γιατί τότε θα είναι πολύ αργά. Έχετε μια υπέροχη κορούλα, κυρία Ελπινίκη», ακούμπησε στοργικά το χέρι του στο κεφαλάκι της μικρής, που έπαιζε με τα κρόσσια του φωτιστικού, «δεν σας τρομάζει η σκέψη ότι διάγει τον βίο της δίπλα σ’ αυτό το σκουρόχρωμο πλάσμα που προσπαθεί ανεπιτυχώς να την υποδυθεί; Είστε τόσο σίγουρη ότι η προσπάθειά του δεν θα αποδώσει ή ότι πάντα θα περιορίζεται σε αυτήν;».
Η κυρία Ελπινίκη τράβηξε αμέσως την κόρη της από το φωτιστικό, μετατρέποντας την επιμήκη σκιά της μικρής σε λεπτή γραμμή και την έσφιξε ανήσυχη πάνω της. Ομολόγησε ότι πάντα αντιμετώπιζε τις σκιές ως όντα χωρίς αυτόνομη υπόσταση, μυαλό και συνείδηση, έχουμε αποδείξεις για το αντίθετο;
«Έτσι αντιμετώπιζαν και οι άποικοι της Αφρικής τους μαύρους υπηρέτες τους», της υπενθύμισα, «ώσπου βρέθηκαν κάποιο πρωί με το λευκό κεφάλι τους κομμένο».
«Έχει δίκιο, έχει δίκιο», φώναξε ο άνεργος του πρώτου ορόφου, «το γεγονός ότι οι ίσκιοι δεν κινήθηκαν επιθετικά εναντίον μας μέχρι σήμερα δεν σημαίνει ότι δεν θα κινηθούν στο μέλλον. Τελευταία έχουμε βιώσει πολύ μεγαλύτερες ανατροπές, η παρατεταμένη ύφεση μας άνοιξε τα μάτια, ό,τι θεωρούσαμε δεδομένο αναιρέθηκε, ό,τι θεωρούσαμε πιστό μάς πρόδωσε και ό,τι θεωρούσαμε φιλικό μάς επιτέθηκε. Ηττηθήκαμε επειδή ακριβώς μια τέτοια αντιστροφή της τάξης των πραγμάτων μάς φαινόταν αδιανόητη, επειδή ακριβώς ήμασταν απροετοίμαστοι. Ε, όχι! Δεν θα επιτρέψουμε να ξανασυμβεί!».
Συμφωνήσαμε, χειροκροτώντας, ότι ποτέ, μα ποτέ δεν θα μας έπιαναν ξανά στον ύπνο. Το πιο οδυνηρό μάθημα της οικονομικής κρίσης ήταν η συνειδητοποίηση ότι περιβαλλόμαστε από εχθρούς και πρέπει να χτυπάμε πρώτοι, να χτυπάμε πάντα πρώτοι, έστω και με κίνδυνο να χτυπάμε μάταια ή άδικα ή ανεξέλεγκτα, για να πονάμε λιγότερο. Η σκέψη ότι περνάμε στην αντεπίθεση ήταν ανακουφιστική, προτιμούσαμε χίλιες φορές τον ρόλο του θύτη από εκείνον του θύματος.
Την επόμενη ημέρα ο διαχειριστής και εγώ καταφύγαμε σε δικηγόρο, ζητώντας να παρθούν ασφαλιστικά μέτρα. Ο δικηγόρος επεσήμανε ότι οι ίσκιοι δεν έχουν υποπέσει σε κάποιο αδίκημα, για να κινηθούμε νομικά εναντίον τους.
«Αστειεύεστε;» φώναξα, «μάλλον εννοείτε ότι δεν υπάρχει αδίκημα που να έχουν αποφύγει, όταν μπαινοβγαίνουν απρόσκλητοι στα σπίτια μας και μας παρακολουθούν στις πιο ιδιωτικές στιγμές μας. Παραβίαση ασύλου, διάρρηξη, καταπάτηση ιδιοκτησίας, προσβολή προσωπικότητας, σεξουαλική παρενόχληση, φθορά ξένης περιουσίας...».
«Φθορά περιουσίας;» ανασήκωσε δύσπιστα το φρύδι ο δικηγόρος.
«Μάλιστα, φθορά», χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι ο διαχειριστής, «γιατί ποιος μου εγγυάται ότι δεν μας ληστεύουν ή ότι δεν χρησιμοποιούν τα πράγματά μας; Ξέρετε πόσες φορές δεν βρίσκω πουθενά τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου και τα ανακαλύπτω ύστερα από μέρες και σε λάθος θέση!».
Ο δικηγόρος έκρινε ότι υπάρχει τελικά κάποια βάση για να στοιχειοθετηθεί αγωγή, την οποία του αναθέσαμε να καταθέσει αμέσως. Επειδή γνωρίζαμε πόσο αργά κινούνται οι μηχανισμοί της Δικαιοσύνης και φοβούμενοι πιθανά αντίποινα των σκιών, αποφασίσαμε να ζητήσουμε πολιτική προστασία. Συγκροτήσαμε μια επιτροπή και επισκεφθήκαμε τον μαχητικό βουλευτή της περιφέρειάς μας, έναν νεαρό πατριώτη που δεν φοβήθηκε να δείξει τη γροθιά του σε όλα τα αποβράσματα της κοινωνίας.
«Δεν είστε οι πρώτοι που μου καταγγέλλουν κάτι τέτοιο», είπε μαλάζοντας τα μυώδη μπράτσα του και γεμίζοντας το δωμάτιο τεστοστερόνη, «και νομίζω ότι η εποχή είναι ώριμη για να αναγνωριστεί επίσημα ο κίνδυνος των ίσκιων ως εθνικός κίνδυνος. Δυστυχώς, απειλή για αυτή τη χώρα δεν συνιστούν μόνο οι αλλοδαποί, οι αλλόφυλοι, οι αλλόδοξοι, οι αλλόγλωσσοι, οι αλλόγνωμοι, οι αλλογενείς και οι κάθε είδους αλλοπαρμένοι, αλλά κι αυτοί οι μουγκοί μίμοι που μας ακολουθούν σε κάθε μας βήμα, αυξομειώνοντας το μέγεθός τους για να μας μπερδέψουν, γλιστρώντας ύπουλα στους τοίχους και εισχωρώντας από κλειστές πόρτες». Εδωσε μια με την μπότα του στον ίσκιο του και το σανιδένιο πάτωμα σείστηκε. «Δεν θα ησυχάσω μέχρι να απαλλάξω τη χώρα και τους ψηφοφόρους μου από τούτο το επικίνδυνο κηφηναριό!».
Μεταφέραμε τα ευχάριστα νέα στη γειτονιά και καλέσαμε τους κατοίκους σε συστράτευση. Θα καθαρίζαμε την πόλη από τους λαθρόβιους ίσκιους, θα γινόμασταν και πάλι κύριοι των σπιτιών και των δρόμων μας. Η απήχηση του κινήματος υπήρξε εντυπωσιακή και η ετοιμότητα των γειτόνων στην επίδειξη πυγμής αξιοθαύμαστη – ω, χωρίς αμφιβολία, δεν θα μας έπιαναν ξανά στον ύπνο, τούτος ο λαός είχε πάρει το μάθημά του. Ο Καλλιγάς, όπως πάντα, μας αράδιασε ένα σωρό ανοησίες, πως δήθεν η εξαφάνιση των ίσκιων προϋποθέτει τη δική μας και πως ό,τι τους κάνουμε θα το υποστούμε οι ίδιοι αφού είναι αντανακλάσεις μας – «μα είστε τυφλοί, δεν βλέπετε πόσο μας μοιάζουν;» –, αλλά μας είχε κουράσει το ίδιο ρεπερτόριο, έτσι έλεγε και για τους τσιγγάνους, τους τραβεστί, τους ναρκομανείς «δεν βλέπετε πόσο μας μοιάζουν;». Ε, όχι, δεν βλέπαμε να μας μοιάζουν καθόλου... κι εδώ που τα λέμε, δεν βλέπαμε να μας μοιάζει κι ο Καλλιγάς. Ανταλλάξαμε λοξές ματιές με τον διαχειριστή. Οταν τελειώναμε με τους ίσκιους θα ερχόταν κι η σειρά του.
Ο πατριώτης βουλευτής κατέθεσε σχετική ερώτηση στη Βουλή και είμαι σίγουρη πως, όταν έρθει η ώρα να συζητηθεί στην Ολομέλεια, η ρηξικέλευθη αγόρευσή του θα του εξασφαλίσει μια άνευ προηγουμένου δημοσιότητα. Η πρωτοπόρα συνθηματολογία του αντι-ισκιακού κινήματος θα κάνει όλους τους άλλους βουλευτές που μιλούν ακόμη σαν χαλασμένες κασέτες για αναρχικούς και λαθρομετανάστες να μοιάζουν παρωχημένοι και ανεπίκαιροι. Ηδη μας πλησίασαν κάποια οξυδερκή μέλη κομμάτων προσπαθώντας να μας προσεταιριστούν, να μοιράσουν υποσχέσεις, να κρατήσουν ισορροπίες, να προλάβουν να εκδηλώσουν συμπαράσταση ώστε να μην προσπεραστούν από τις εξελίξεις.
Μόνο η λογοτεχνική κοινότητα θα αντιδράσει μουδιασμένα και με καθυστέρηση, όπως το συνηθίζει, ανέκαθεν δίσταζε να καινοτομήσει και γι’ αυτό δεν κατάφερε ποτέ να γίνει το όχημα της ιστορικής αλλαγής. Αποφάσισα, λοιπόν, να κάνω εγώ την αρχή με τούτο το άρθρο και μάλιστα να μην εκφράσω μόνο το αίτημα του σήμερα, αλλά και του αύριο και του μεθαύριο, να γίνω η φωνή του μέλλοντος και να ανακράξω:
Να φύγουν όλοι από την πόλη μου, μηδενός εξαιρουμένου!
Θέλω να μείνω Ο-ΛΟ-ΜΟ-ΝΑ-ΧΗ!l
[ΠΗΓΗ: Ιωάννα Μπουραζοπούλου, απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, με εξειδίκευση στη διοίκηση μονάδων υγείας. Συγγράφει μυθιστορήματα και θεατρικά. Τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη. **Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Μαρτίου 2013 και αναρτήθηκε στο ιστολόγιο ΜΟΛΥΒΙ και ΧΑΡΤΙ http://molibixarti.blogspot.gr/