Κάποιες βραδιές του Μάη φάνταζε ο δρόμος ένα λιβάδι παπαρούνες. Μυθοπλασίες και υπέρβαση. Η αλήθεια είναι πως το αίμα έμενε τόπους τόπους να ξεραίνεται ώσπου το ξέπλενε η βροχή, κι αυτό στην άσφαλτο, γιατί πιο μέσα απ’ την μεγάλη πύλη το ρουφούσε ο χωματόδρομος, γινόταν ένα με τη σκόνη χωρίς ν’ αφήσει πίσω του σημάδια.
[ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ, είναι μια σειρά συγκλονιστικών αφηγημάτων με καθαρά προσωπική γραφή και με τη διάσταση της εμπειρίας από την αρρώστια και τον επικείμενο θάνατο. Στο στερνό αυτό έργο του ο Μάριος Χάκκας αποσπώντας από το θάνατο κομμάτι κομμάτι τις μέρες και τις ώρες του, καταγράφει απελπισμένος αυτή τη βαθμιαία και φρικιαστική αποκόλληση από τη ζωή: αισθήσεις, παραισθήσεις, αναμνήσεις, απολογισμούς, παραλογισμούς και οράματα.Πάντα εν βρασμώ ψυχής με σαρκαστική και σατιρική διάθεση, ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται και αυτοβιογραφούμενος καταγράφει τα ιλαροτραγικά τεκταινόμενα της μικροαστικής νεοελληνικής πραγματικότητας]
Σκοπευτήριο Καισαριανής (από τη συλλογή διηγημάτων του Μάριου Χάκκα ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ – εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ) 1970
Λένε πως το αίμα που έτρεχε απ’ το αυτοκίνητο σκεπαζόταν από το χέρι κάποιου πατριώτη με γαύφαλα.Μετά από χρόνια θα βγούνε θρύλοι πως στην άσφαλτο φυτρώσανε λουλούδια, αυτά τα ίδια που κάποτε ίσως αποθέσανε πάνω στις σκοτεινές κηλίδες. Κι ακόμα ίσως ειπωθεί από γριές στα εγγόνια τους, σαν παραμύθι, πως κάποιες βραδιές του Μάη φάνταζε ο δρόμος ένα λιβάδι παπαρούνες.
Μυθοπλασίες και υπέρβαση. Η αλήθεια είναι πως το αίμα έμενε τόπους τόπους να ξεραίνεται ώσπου το ξέπλενε η βροχή, κι αυτό στην άσφαλτο, γιατί πιο μέσα απ’ τη μεγάλη πύλη το ρουφούσε ο χωματόδρομος, γινόταν ένα με τη σκόνη χωρίς ν’ αφήσει πίσω του σημάδια.
Και σήμερα δεν υπάρχει κάτι που να θυμίζει αυτές τις εκτελέσεις. Μόνο μερικές μουντζαλιές στις γωνιές της οδού Σκοπευτηρίου, αυτές που πήγαν να σκεπάσουν τα γράμματα που ’γραψαν οι άλλοι τους πρώτους μήνες της απελευθέρωσης με κόκκινη νερομπογιά «οδός Εθνικού Θυσιαστηρίου», όλα ξεθώριασαν, μπλε μουντζαλιές και γράμματα από κάτω, χάνονται πια σιγά-σιγά και κόκκινα και μπλε, μόλις και διακρίνεται ένα καινούργιο χρώμα ξασπρισμένο που έδωσε η σύνθεση αυτών των δύο χρωμάτων, μια κάποια υποψία γι’ αυτό που έγινε, γι’ αυτό που πήγαινε να γίνει, γι’ αυτό που τελικά δεν έγινε. Από μια μεριά η απόπειρα να υπάρξουνε κάποια σημάδια, από την άλλη επίμονη η θέληση να σβήσουνε για πάντα, να μη θυμίζει ο χώρος τίποτα, φέραν με τα χρόνια αυτή τη μπάσταρδη χρωματική μουτζούρα, ένα κοινό δρόμο χωρίς πρόσωπο, χωρίς καμιά ιδιαίτερη ιστορία, σαν τόσους δρόμους της Καισαριανής, σαν τις χιλιάδες δρόμους της Αθήνας.
Κι όμως από τα γεγονότα εκείνα υπάρχουνε σημάδια μυστικά που δεν παραποιούνται, ξεφεύγουνε από την έμμονη προσπάθεια μερικών να θάψουνε και να καταχωνιάσουνε τα πάντα, κρυφά σημάδια που το έμπειρο μάτι ανακαλύπτει: είναι τα πουλιά που φεύγουν έντρομα απ’ το δασάκι, πετάγονται κοπαδιαστά σα να ξαφνιάζονται από κάποιες μυστικές ριπές. Είναι τα κυπαρίσσια που δεν κρατάνε τον καρπό τους, μεταπηδάει το αίμα από τις ρίζες στους βλαστούς και πέφτουν κυπαρισσόμηλα. Είναι το υπόγειο αίμα.
Κι ακόμα είναι ο αέρας που στροβιλίζει σκουπιδόχαρτα, κιτρινισμένα γράμματα από άλλη εποχή, ένα χαρτί από τσιγάρα «φεύγω, τα μάτια μου στραμμένα προς…» τ’ άλλα λιωμένα), μια χαλασμένη τραγιάσκα με μια σύσταση στην ξηλωμένη φόδρα, ένα κομμάτι σώβρακο, με ξεραμένο σπέρμα «αγαπημένη μου γυναίκα» με σαλιωμένο μελανό μολύβι, κι άλλα μικρά χαρτάκια «γιε μου», «αδέλφια μου», «σύντροφοι».
Βρίσκονται ακόμα εκεί οδός Σκοπευτηρίου κι όλα μαζί μπερδεύονται στα πόδια κάποιου ανύποπτου διαβάτη, που προσπαθεί ν’ απαλλαγεί δίνοντας μια κλωτσιά, τον κυνηγούν ως τη γωνιά, στρίβει και χάνεται. Μετά περνάει με το καροτσάκι ο σκουπιδιάρης: «Γιατί με στείλανε εδώ; Ο δρόμος είναι παστρικός». Ο δρόμος είναι καθαρός. Ο ανεμοστρόβιλος σήκωσε ψηλά τα σκουπιδόχαρτα, πολύ ψηλά πάνω απ’ τις στέγες. Όμως θα έρθει πάλι η στιγμή να πέσουνε στα πόδια του διαβάτη κι αυτός θα βλαστημάει το δήμαρχο που δεν στέλνει να μαζέψουν τα σκουπίδια, πάλι θα έρθουν γιατί κάποτε πρέπει να φτάσουν τα μηνύματα, έστω με καθυστέρηση τριάντα και σαράντα χρόνια, ας είναι παλιά και ξεχασμένα, οι παραλήπτες πεθαμένοι, αυτά πρέπει να πάνε, γιατί ποιος είναι εκείνος που θα αντέξει στο παράπονο:
«Εκτελέστηκα, έλιωσα μέσα σε τάφο ομαδικό, ρίξαν ασβέστη, θάψαν άλλους από πάνω μου, έγινα χώμα λιπαρό, έγινα μόνο μνήμη που έσβησε κι αυτή σιγά-σιγά με τη ζωή της μάνας μου, όμως εκείνο το χαρτάκι που έριξα στο δρόμο κάποτε πρέπει να το μαζέψετε να μην περιπλανιέται αδέσποτο. Δικαιοσύνη».
Το δημοτικό συμβούλιο συνεδριάζει. Θέμα η λατρεία των νεκρών, μνημόσυνα, κόλλυβα και παπάδες. Οι μεν προτείνουν μια σεμνή τελετή με αρχιμανδρίτη (όχι όμως και δεσπότη), οι δε, πατώντας γερά πάνω σε κόκκαλα ιερά, ξεσπαθώνουν κι απαιτούν δεσπότη οπωσδήποτε, μεγαλοπρεπή τελετή στην εκκλησία, κατάθεση στεφάνων στο χώρο εκτελέσεων, αρχιτελετάρχη, βοηθούς κι άλλους οργανωτικούς που θα ρυθμίζουν το πρόγραμμα, χορούς, απαγγελίες, τραγούδια, παράτες.
Φυσικά η πλειοψηφία εξασφαλισμένη και η απόφαση έχει παρθεί στη «στενή», οι γενικές κατευθύνσεις έχουν δοθεί από «κάτω», όλα είναι κανονισμένα από το κόμμα, ποιοι και πότε θα κλάψουν, με τι φωνή θα μιλήσουν και τι θα πουν ακριβώς. Η συνεδρίαση του συμβουλίου γίνεται εντελώς τυπικά, καμιά ομιλία δεν πρόκειται να μεταβάλλει το πρόγραμμα, καμιά πρόταση δεν πρόκειται να εισακουστεί όσο σοφή κι αν είναι. Παρόλα αυτά υπάρχουνε σύμβουλοι που παίρνουν το λόγο κι είναι εκείνοι που υποψιάζονται πως δεν έχουν επίσημο ρόλο τη μέρα της γιορτής, βιάζονται να πουν κάτι από τώρα «για τους νεκρούς», να φανούν και λιγάκι στους ελάχιστους ακροατές του δημοτικού συμβουλίου.
Παίρνω ένα σημείωμα από κάποιον συνάδελφο που συμμερίζεται κάπως και τις απόψεις μου. «Πόσο θα τραβήξει αυτή τη φλυαρία;» Θέλω να του απαντήσω πάνω στο ίδιο χαρτί: «Τι θα γίνει με την καπηλεία των νεκρών κάθε χρόνο;» καταλήγω να κάνω το σημείωμα αεροπλανάκι κι όσο συνεχίζεται η φλυαρία με πού και πού τις σπαραχτικές κορώνες «οι νεκροί μας», μπαίνω στον πειρασμό να το σφενδονίσω στην φαλάκρα του οποιουδήποτε ομιλητή, της αριστεράς, της δεξιάς, αδιάφορο, όλοι δίνουνε τον ίσιο στόχο καθώς κάθονται κυκλικά στο τραπέζι.
Ο πρόεδρος δίνει παρακάτω το λόγο για ν’ ακουστούμε γραμμοφωνημένα τα ίδια λόγια, οι ίδεις πάντοτε απόψεις, πολλές φορές και με τις ίδιες κινήσεις, και πάντα η ομιλία γαρνί με τη φράση «οι τιμημένοι νεκροί μας». Με διαολίζει εκείνο το «μας», τίτλος ιδιοκτησίας κάποιων πάνω στους νεκρούς. Ζητάω το λόγο:
«Κύριε δήμαρχε, κύριοι συνάδελφοι, ασφαλώς θα σας είναι γνωστό πως μεταξύ των Ελλήνων που εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο υπήρξαν και μερικοί σαλταδόροι. Παρακαλώ να ληφθεί μέριμνα και να κατατεθεί στεφάνι στη μνήμη τους». Φυσικά μου αφαιρούνε το λόγο, επιχειρώ να συνεχίσω, μου βουλώνουν το στόμα, άλλοι με βρίζουνε, «βέβηλε» φωνάζει κάποιος από το ακροατήριο.
Σκέφτομαι αυτά τα σκληρά παιδιά που είχανε σύμβουλο την πείνα και ιδανικό τους τη ρεζέρβα. Έφτασαν κατάμονα μπροστά στην τάφρο χωρίς ελπίδα ότι το κόμμα τους θα τους κάνει μνημόσυνο, χωρίς κάποια δικαίωση μετά. Και πώς να συμπαρασταθείς στη μοναξιά τους; Οι άλλοι έχουν ανθρώπους να τους κλάψουνε, εκατοντάδες τα στεφάνια, συνθήματα, τραγούδια και ποιήματα. Οι άλλοι, οι περισσότεροι, είχαν πού ν’ ακουμπήσουν, όραμα, μια υπόθεση που πίστευαν πως πάει μπροστά, άσχετα αν χαντακώθηκε κι αυτή στο τέλος, υπήρχαν εκείνοι που συνέχιζαν και κάποτε θα φτάνανε στο μεγάλο τους σκοπό, κι εκεί πια οι απόγονοι στις συγκεντρώσεις θα διαλαλούσαν τα ονόματα αυτών που πέσαν. Σε ποιες ιδέες ν’ ακούμπησε ο σαλταδόρος;
«Πήδησα πάνω στ’ αυτοκίνητο κι έσκισα με το μαχαίρι την κουκούλα. Οι άλλοι τρέχαν από πίσω για να τους ρίξω τα κλεμμένα. Τότε είδα πως μέσα περίμεναν οι Γερμανοί με τα περίστροφα. Και πάλι θα πηδούσα κάτω, με σκέφτηκα πως θα ’βαζα σε κίνδυνο τους άλλους που τρέχαν πίσω από το αυτοκίνητο. Σκέφτηκα πως θα ’ναι όπως την προηγούμενη φορά: Αβέρωφ, ένα δενδρί που κόβει χρόνια. Με στείλαν στο Χαϊδάρι. Τώρα περπατάω μέσα στη μάντρα προς την τάφρο το πατημένο μονοπάτι κι η σκέψη μου όλη να μην πατήσω το ορθό χορτάρι. Δεν έκανα μεγάλες πράξεις στη ζωή μου, ιδέες και τέτοια δεν τα σκέφτηκα ποτέ, τουλάχιστον τις τελευταίες στιγμές μη βλάψω έστω το χορτάρι»
Μας δέχτηκε ο γραμματέας της σκοπευτικής εταιρείας, δε συγκράτησα όνομα, όμως μπορώ να τον ξεχωρίσω μέσα σε χίλιους, λεπτός, μάλλον κοντός και ψαρομάλλης. Μας δέχτηκε στ’ αντρίκελα, βολή περιστρόφου βολή περιστρόφου τριάντα μέτρα και τσίριζε «ποιο μνημόσυνο;», κι έκανε χειρονομίες, το λαιμουδάκι του εύθραυστο, κυρίως τη στιγμή που έλεγε «αν δηλαδή πέσει η οροφή του σπιτιού σας και σκοτώσει δέκα δώδεκα ανθρώπους, θα ’χουν την απαίτηση οι συγγενείς τους να κάνουν κάθε χρόνο μνημόσυνο μέσα στο σπίτι σας;», το λαιμουδάκι του προσφερόταν πολύ για καρύδωμα, έτσι τη στιγμή που έλεγε αυτά τα λόγια να βάλεις τον αντίχειρα και να πιέζεις εκεί, να πιέζεις μέχρι να σταματήσει να βγαίνει η φωνή από το λαρύγγι. Ή να τον βάλεις μέσα στην μάντρα με τα’ αντρίκελα, τριάντα μέτρα βολή περιστρόφου, «κρύψου λέχρα» να του φωνάζεις, και να σκοπεύεις κάπου κάτω απ’ τα πόδια του, να τραβάς και να ντντινίζουν οι σφαίρες πάνω στ’ αντρίκελα, «χόρεψε και μη φοβάσαι, θα επιστρέψω στους δικούς σου να κάνουν μνημόσυνο κάθε χρόνο κι ας είναι ατύχημα, πού να βρω την οροφή σ’ αυτόν τον ακάλυπτο χώρο;»
Να δείτε που στο τέλος θα το κάνουν οικόπεδα – έξι μέτρα φάτσα και δώδεκα βάθος το καθένα, τσίμα τσίμα όσο επιτρέπεται για να είναι άρτιο. Για οικόπεδα θα συμφωνήσουμε όλοι, δεξιοί, αριστεροί και κεντρώοι, παρά τις οποιεσδήποτε διαφορές τους, κοινός παρανομαστής τους το οικοπεδάκι.
Στην αρχή θα το βάλει ο «Προσφυγικός», άσχετα σε ποια παράταξη ανήκει η διοίκηση. Μετά θα μπει στο στόχο η «Εργατική Εστία» για να στεγάσει εργάτες. Κατόπιν το κράτος για να μοιράσει κλειδιά. Βέβαια θα χτιστεί κι ένα κάποιο σχολείο, χωρίς προαύλιο όμως και τα παιδιά θα κάνουν διάλειμμα έξω στο δρόμο.
Δεν ξέρω αν τελικά θα σωθεί το δασάκι. Το σωστό είναι να εξολοθρευτεί κι αυτό έτσι που να μην υπάρχει χώρος για προτομές, να αποκλειστεί οποιαδήποτε περίπτωση για ηρώον, κενοτάφια, καντήλια.
Φυσικά δεν πρόκειται να οικοπεδοποιηθεί ο χώρος πάνω από το νεκροταφείο. Αντίθετα θα τον στολίζουν και θα τον εξωραΐζουν συνέχεια. Τελευταία μάλιστα βάλαν κι ένα μεγάλο τσιμεντένιο σταυρό για να θυμίζει την «πηγάδα». Ψάχνεις και δεν βρίσκεις όχι πηγαδάκι ούτε λακκούβα. Πάντως σιγά σιγά ο χώρος αυτός θα κερδίσει την καινούργια ονομασία του από τα συχνά μνημόσυνα και τις επισκέψεις των σχολείων για καταθέσεις στεφάνων κι ο μελλοντικός επισκέπτης θα σκέπτεται πως ίσως εκεί κοντά υπήρξε κάποια «πηγάδα» που γέμισε με πτώματα εθνικοφρόνων.
Πιθανόν να μείνει κι η ονομασία «Σκοπευτήριο», ουδέτερα όμως, χωρίς καμιά ειδική σημασία, αλά πλατεία συντάγματος, θα φέρνει στα μυαλά των ανθρώπων τους αργόσχολους που κάναν βολή σε χάρτινους στόχους, σε πιατάκια πήλινα και σε περιστέρια. Σε ανθρώπους ποτέ. Κατά τη γερμανική κατοχή; Μα συνέβηκε ποτέ τέτοιο πράγμα;
[Ο Μάριος Χάκκας υπήρξε ένας ανήσυχος, ασυμβίβαστος και εξαιρετικά βασανισμένος άνθρωπος που στα πεζογραφήματά του απέδωσε τις προσωπικές του εμπειρίες, είτε των πολιτικών διωγμών, είτε της αρρώστιας και του θανάτου. Διαβάζοντας ακόμα και την πρώτη μόνο γραμμή αυτής της μικρής συλλογής αφηγημάτων αισθάνεσαι το σπαραγμό ενός ανθρώπου που ψάχνει τις λέξεις για να χωρέσουν το άρρητο, το ανείπωτο: μια ζωή «σπαταλημένη», ηττημένη σε αγώνες αδικαίωτους, μια χαμένη νιότη που παλεύει τόσο πρώιμα (41 ετών) με το θάνατο. Είναι φανερό από τις πρώτες σελίδες ότι δεν πρόκειται ακριβώς για «διηγήματα», δεν πρόκειται δηλαδή για μυθοπλασία αλλά για μαρτυρία, κατάθεση ψυχής ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου]