Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Ανδρέας Εμπειρίκος, Αργώ ή Πλους Αεροστάτου (δεύτερο μέρος)

$
0
0

Είναι τάχα σωστό, να παριστάνεις το μικρό και κελαρίζον ποταμάκι, όταν έχεις τον Αμαζόνιο στο στήθος σου και μέσα στ’ αρχίδια σου φωτιά; Αλήθεια, υπάρχουν τρομεροί καημοί και φοβερά δεσμά! Και υπάρχουν άνθρωποι για να τα φέρουν και άνθρωποι για να τα σπαν! Αλήθεια, αλήθεια, τι ωραία που είναι όλα να τα βλέπεις και όλα να τα απολαμβάνεις, χωρίς καημούς, χωρίς δεσμά!


[Η Ποίηση είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί, τ’ άνθη μιλούν και από τα πέταλά τους αναδύονται μικρούτσικες παιδίσκες. Δεν θα αργήσει λοιπόν να έλθει μία εποχή, κατά την οποία ο κάθε Αχιλλεύς, ο κάθε Ιάσων θα είναι δέσμιοι, ενώ θα είναι ελεύθεροι οι τέσσερις άνεμοι υπό τας διαταγάς του πρώτου τυχόντος Οδυσσέως. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος. Για του λόγου το αληθές…]

Ανδρέας Εμπειρίκος, Αργώ ή Πλους Αεροστάτου (δεύτερο μέρος)

Α τι ωραία που θα είναι, όλα να τα βλέπεις και να τα απολαμβάνεις από ψηλά, χωρίς καημούς, χωρίς δεσμά


Δεύτερο Μέρος
Ο ντον Πέντρο Ραμίρεθ επήρε την εφημερίδα του και την ήνοιξε. «Το αερόστατον εβαπτίσθη χθες και ωνομάσθη Αργώ…».«Όλοι αυτοί οι κύριοι», εσκέφθη ο καθηγητής, υψώνων τα μάτια του από τας γραμμάς αυτάς και ερευνών να εύρει κάτι πιο ενδιαφέρον παρά κάτω, εξακολούθησε να σκέφτεται: «Όλοι αυτοί οι κύριοι, κάνουν φιλολογίαν του χειρίστου είδους. Έπειτα, γιατί όλος αυτός ο τρομερός θόρυβος. Είμαστε στα 1906 και κάνουμε σαν να έχει εφευρεθεί μόλις χθες η αεροπλοΐα…».
«Το αερόστατον θα απογειωθεί εκ του Πεδίου του Άρεως, αύριον εις τας 10 ακριβώς. Μεταξύ των επισήμων θα παραστούν οι κ.κ….». Ο ντον Πέντρο διέκρινε και το όνομά του μεταξύ πολλών άλλων, αλλά δεν συνέχισε το διάβασμα. Τα μάτια του είχαν θολώσει. Αναμνήσεις ζωνταναί, ωσαν να είχαν λάβει χώραν μόλις χθες τα γεγονότα, φτερούγιζαν στον νουν του… Στην Έκθεσι των Περισίων του 1900, δυο χρόνια πριν πεθάνει η ντόνα Ισαβέλλα, η σύζυγός του, είχε παρευρεθεί σε άλλην ανύψωσιν αεροστάτου. Όλα αυτά, η ντόνα Ισαβέλλα, η Έκθεσις, χίλια δυο άλλα μικρά και μεγάλα γεγονότα, ήσαν τώρα τόσο μακριά, όσον και το αερόστατον εκείνο. Τόσο μακριά και εν τούτοις τόσο κοντά, αφού ήκουε πάλι την φωνήν της γυναίκας του να του λέγει ολοκάθαρα, όπως την ημέρα εκείνη, στο κοσμοπλημυρισμένο γήπεδον, έτσι καθώς ακουμπούσε στο μπράτσο του, κοιτάζοντας το ανερχόμενον στον ουρανό μπαλόνι: «Α, τι ωραία που θα είναι, όλα να τα βλέπεις και όλα να τα απολαμβάνεις από κει επάνω, χωρίς καημούς, χωρίς δεσμά!»

Χωρίς, καημούς, χωρίς δεσμά!... Η καημένη η Ισαβέλλα. Ίσως να έφταιγε αυτός, πολύ περισσότερο από όσο νόμιζε ο κόσμος, για τον πρόωρο θάνατό της. Ίσως η πάθησίς της, να μην την είχε εξολοθρεύσει, αν δεν είχε και τον άλλον, τον τόσο βαθύ καημό. Άρρωστη, φθισική όπως ήτο, πρέπει να υπέφερε πολύ περισσότερο από άλλες γυναίκες, από τη φλογερή της ζήλεια, κάτω από την αδιατάρακτη επιφάνεια μιας ψυχράς υπερηφάνειας… Από την ζήλια την δικαιολογημένη, αφού αυτός κοτζάμ δάσκαλος που εδίδασκε κλπ την απατούσε φανερα, ή σχεδόν φανερά, πότε με τη μία και πότε με την άλλη –με γυναίκες του κόσμου και με κορίτσια του λαού, με κυρίες των υψηλών τάξεων και με υπηρέτριες ή χωρικές, χωρίς να νοιάζεται πολύ-πολύ για τα αισθήματά της… Μήπως δεν είχε μάλιστα συμβεί να τον τσακώσει επ’ αυτοφώρω δυο φορές –την πρώτη με την γαλλίδα της Καρλόττας, τη δεύτερη με μία ωραία υπηρέτρια ινδομιγή δική της, μέσα στο σπίτι τους; Εκτός από αυτές τις περιπτώσεις, πόσες και πόσες άλλες απιστίες, δεν έφταναν στ’ αυτιά της, από τα υπονοούμενα του κόσμου, από τους καλοθελητάδες, από τους ανωνυμογράφους, και από την ιδική του στάση –όλα αυτά, τουλάχιστον κατά μέγιστον μέρος αληθινά. Και βέβαια είχε καημούς η Ισαβέλλα, καημούς τελείως άσχετους με την αρρώστια της. Καημούς που της γεννούσε αυτός –αυτός, που θα την είχε σίγουρα σκοτώσει αν παρεδίδετο ποτέ σε άλλον, αυτός ο κοπτόμενος υπέρ των ηθών και της ηθικής, ο κοπτόμενος υπέρ των ηθών και των εθίμων, αυτός ο θεσμοφύλαξ, αυτός, ο υπερηφανευόμενος για την γνησία ισπανική καταγωγή τους, ο παρουσιαζόμενος ως αναμορφωτής της Κολομβίας και ως μέλλων πρόεδρος της Πολιτείας, που εν τούτοις παρεδίδετο αμαχητί στας φιληδόνους του ροπάς, αυτός, αυτός, ο διαταράσσων την ευτυχίαν των συζύγων, ο διαφθείρων νεάνιδας και κορασίδας, αυτός που έκανε, εν τούτοις, τον σπουδαίον, τον στυλοβάτην της ηθικής, τον μεταρρυθμιστήν της κοινωνίας.

Χωρίς καημούς, χωρίς δεσμά! Τα μάτια του ντον Πέντρο Ραμίρεθ εθόλωσαν πιο πολύ και μια στιγμή ησθάνθη δια τον εαυτό του αηδίαν… Ωστόσο, εσκέφθη, όσο σκληρά και αν ήτο η τύχη της Ισαβέλλας, μπορείς να ζήσεις ολόκληρη ζωή φορώντας προσωπείον; Στέκει να υποκρίνεσαι, να λες «Σε αγαπώ», να κάνεις τον ερωτευμένο, σε μια γυναίκα που έπαυσες να αγαπάς; Είναι τάχα σωστό, να παριστάνεις το μικρό και κελαρίζον ποταμάκι, όταν έχεις τον Αμαζόνιο στο στήθος σου και μέσα στ’ αρχίδια σου φωτιά;Αλήθεια, υπάρχουν τρομεροί καημοί και φοβερά δεσμά! Και υπάρχουν άνθρωποι για να τα φέρουν και άνθρωποι για να τα σπαν! Αλήθεια, αλήθεια, τι ωραία που είναι όλα να τα βλέπεις και όλα να τα απολαμβάνεις, χωρίς καημούς, χωρίς δεσμά!
Ο ντον Πέντρο Ραμίρεθ έβλεπε τώρα να κυλά μπροστά του ένας τεράστιος ποταμός, ένας ποταμός εδώ μεν απρόσιτος εις την ναυσιπλοΐα, από την κοχλάζουσα ορμήν των νερών, ή από την ύπαρξιν μεγάλων υδατοπτώσεων, αλλού δε γαλήνιος και προσιτός, ένας ποταμός, που σε άλλα σημεία ειλίσσετο κατά τρόπον πασιφανώς ηδυπαθή και νωχελή, σε κοίτην βαθιά, διασχίζουσαν ατέρμονες πεδιάδες και πραιρίες, ενώ σε άλλα σημεία, ωρμούσε μεταξύ απορρώγων και κατακόρυφων βράχων ή δασωδών ορέων, ενίοτε κορυφουμένων εις αλληλουχίας πανύψηλων ηφαιστείων, εν μέσω βλαστήσεως τροπικής εκ πλατυφύλλων ή κωνοφόρων δένδρων παμμέγιστων, κάτω από τα οποία, τυλίσσονται και εκτυλίσσονται κόβραι και πύθωνες και βόαι, και περπατούν βελούδινα, ή στέκονται να αφουγκραστούν, μέλαιναι πούμαι, ή γοργόσκιρτοι ιαγουάροι, ενώ, υπεράνω, πετούν και διασχίζουν τον αέρα μυριόχρωμα βεγγαλικά πουλιών του παραδείσου. Και ενώ εις άλλα μεν σημεία του τεραστίου αυτού Αμαζονίου ή Μανταλένα ή Ζαμβέζη, τα νερά κυλούν σε ευδαίμονα και αδιατάρακτον αλληλεγγύην με όλα τα στοιχεία, κυματίζοντα ελαφρά, ως πέπλος νεαράς ταξιδιωτίσσης νεονύμφου επί γεφύρας γαμηλίου ατμοπλοίου, σε άλλα σημεία, εχύνοντο μέσα σε ζοφεράν και πλήρη αιμοφύρτων οιωνών ατμόσφαιραν βοώσης καταγίδος. Και, ενώ το ύδωρ έρρεεν, έτσι ή αλλιώς, χαρμόσυνον και διαυγές, ή σκοτεινόν και πλήρες πηκτής ιλύος, ανάλλαχτος πάντοτε και παντού, μέσα στις άπειρες εναλλαγές της φύσεως, δια μέσου της οποίας έρεεν, σε όλες τις όχθες του, και στις χαρούμενες και φωτεινές, και στις στυγνές και ερεβώδεις, επάνω απ’ όλα πρόβαλε, με γέλια και με ιαχές, ότε μεν χλιμιντρίζοντας, ότε δε αλαλάζων, ο Μέγας Πάνας κορυβαντιών, με το μεγάλο πέος του πάντοτε εν στύσει.

Ο ντον Πέντρο έβαλε το χέρι του στο πέος του. Σε αυτό, εσκέπτετο, και όχι στο μυαλό του, ώφειλε παν ό,τι είχε κάμει. Την ευτυχία του και τις χαρές του, όλες τις επιτυχίες του, τόσον στον έρωτα, όσον και στα άλλα. Σε αυτό εδώ, εσκέπτετο, ψαύων το πέος του και τους όρχεις του. Σε αυτό και αυτά. Ο Πέντρο Ραμίρεθ ησθάνετο πάλι μέσα του γαλήνην. Δεν έφταιγε αυτός καθόλου, για τον πρόωρο θάνατο της Ισαβέλλας. Έτσι τον έφτιαξε ο εν σοφία τα πάντα ποιών – δηλαδή πολύ καλά. Την Ισαβέλλα την αγάπησε πολύ. Έπειτα αγάπησε πολλές άλλες γυναίκες. Έτσι τον έφτιαξε ο Θεός. Μακάρι να ήσαν περισσότεροι άνδρες σαν κι αυτόν!... Αμήν!

Τα δάκρυα που προ ολίγου του εθάμπωσαν τα μάτια, και που με κόπον υπεράνθρωπον κατώρθωσε να τα συγκρατήσει, τα δάκρυα αυτά, που εκείνη τη στιγμή δεν ήξευρε καλά-καλά αν θα έτρεχαν για την ντόνα Ισαβέλλα ή δια τον εαυτό του, εν τέλει τώρα τρέξανε, διότι τα άφησε να τρέξουν. Δύο μεγάλα δάκρυα. Αλλά δεν ήσαν δάκρυα θλίψεως ή μεταμελείας. Τουναντίον, ήσαν δάκρυα κατανοήσεως της ουσιαστικής εννοίας, δάκρυα ευγνωμοσύνης και απολυτρωτικού θριάμβου. Ο ντον Πέντρο έσφιξε άλλην μια φορά το πέος του, και έπειτα πήρε την εφημερίδα του και ήρχισε πάλι να διαβάζει.
Ένας χρονογράφος έγραφε: «Αυτή η αεροστατική συσκευή, είναι η Αργώ του εικοστού αιώνος! Η Αργώ που επιστρέφει ύστερα από περιπλάνησιν ολοκλήρων χιλιετηρίδων, υπό μορφήν μιας νέας κατακτήσεως της επιστήμης και αποτελεί…».Καθώς εδιάβαζε αυτά τα λόγια. ο ντον Πέντρο Ραμίρεθ θυμήθηκε ότι είχε βγάλει στο Παρίσι, μια φωτογραφία σε ένα περίπτερο της ιδίας Παγκοσμίου Εκθέσεως με την γυναίκα του, ιστάμενος μαζί της εντός ενός καλάθου, με ρούχα αεροναύτου, επάνω από την βελάδα του και με μεγάλας στρατιωτικάς διόπτρας στο χέρι, με το μπαλόνι ζωγραφισμένο επάνω σε πανί, ανάμεσα σε άσπρα νέφη. Ο κάλαθος αυτός είχε μιαν άγκυρα κρεμασμένη απ’ έξω, τρεις σάκκους με άμμον, ολίγο σχοινί και έναν σωσσίβιον στρογγυλό, επάνω στο οποίον ήταν γραμμένες, με μεγάλα γράμματα κτυπητά, τρεις λέξεις:
IEREVIENTSTOUJOURS
Ο ντον Πέντρο βαρέθηκε το χρονογράφημα. Επί τρεις ημέρας συνεχώς, έγραφαν αι εφημερίδες περί του αεροστάτου και της επικείμενης ανυψώσεώς του. Ο ντον Πέντρο, συγκινημένος όπως ήτο από την τελευταία ανάμνησιν, έρριψε μια ματιά εις τας άλλας στήλας. Κατά τας ημέρας εκείνας, εγίνετο πολύς λόγος περί πλήρους εκβραχισμού μιας ολοκλήρου περιοχής, ουχί μακράν της πρωτευούσης, περί στερεοποιήσεως κάποιας υγράς ευφλέκτου ύλης, περί τροποποιήσεως του νόμου περί διαζυγίου. Όμως, κανένα από τα ζητήματα αυτά, δεν συνεκράτησε το ενδιαφέρον του καθηγητού της ιστορίας. Ο ντον Πέντρο άφησε να πέσει η εφημερίς, επάνω στις άσπρες και κόκκινες πλάκες του εξώστου. Το βλέμμα του εστράφη προς τα μεγάλα πλατύφυλλα δένδρα και τις φοινικιές του κήπου, και ενώ τα εκοίταζε, τα μάτια του ακινητοποιήθηκαν επάνω των, με το ύφος εκείνο που πολλοί επιφυλλιδογράφοι το αποκαλούν ορθότατα ρεμβώδες, και που συχνά φανερώνει την είσοδον του ανθρώπου εις την σφαίραν του ρεμβασμού ή της φαντασιώσεως και δείχνει ότι το πνεύμα του απαγκιστρώθηκε από την εξωτερικήν, την αντικειμενικήν πραγματικότητα και εισήλθε εις την εσωτερικήν, την υποκειμενικήν τοιαύτην, που ο καθένας μας φέρει εντός του.

Σιγά-σιγά, το πρωί εκείνο, γινόταν διαφορετικό – ένα πρωί ύστερα από πολλάς μετατοπίσεις, μεταπτώσεις και διακυμάνσεις.Πριν φανούν ακόμη καθαρά οι σκοποί της ημέρας, ξεδιπλώθηκε η βεβαιότης, ότι ο χώρος του κέντρου ήτο χώρος θερμός, χώρος άναυδος, χώρος εκστατικός, χώρος ακαταμάχητος, με μυρωδιές και γεύσιν υακίνθων. Μια γυναίκα που περίμενε κάτω από τα δένδρα, με κτυποκάρδι και σχεδόν με αναφιλητό, μετά την πρώτη μετατόπισιν, ησθάνθη να πλημμυρίζει πάλι κανονικά το αίμα την καρδιά της, και αναστέναξε τόσο βαθιά, που κάθε της έγνοια διεσκορπίσθη. Μια πεδιάς ελαφρά και απαλή, με χλόην μεταξωτή, ξετυλίχθηκε στον νου της, και τα χάρτινα άνθη που έβγαλε στο παράθυρο ένα χέρι, του οποίου το σώμα παρέμεινε επιμελώς κρυμμένο πίσω από βαριά, βαρύτιμα παραπετάσματα, μόλις είδαν το φως, ζωντάνεψαν και έγιναν άνθη αληθινά, ενώ το χέρι χειρονομούσε και εκυμαίνετο με άπειρη χάρι, όμοια με εκείνη που χαρακτηρίζει, όχι μόνον τους χορούς των χορευτριών των Ινδιών και της Καμπόζης, αλλά και τα όνειρα μιας παιδίσκης κοιμωμένης, που βλέπει να πλαταγίζει από την αύραν του πελάγους, στην κορυφήν υψηλοτάτου ιστού, γαλάζιος επισείων, ή, τον πατέρα της, να την νυμφεύεται, και, έπειτα, να την παίρνει με περιπάθειαν στην αγκαλιά του, στην πιο γλυκιά στιγμή του ενυπνίου, την ώρα που ανθούν οι μυγδαλιές μες την καρδιά της. Η ντόνα Ισαβέλλα –διότι αυτή ήτο η γυναίκα που περίμενε κάτω από τα δένδρα – κατέβαινε τώρα τα σκαλιά της ηλικίας της, αντιστρόφως ανάλογα με την άνοδον μιας κορασίδος από το δέκατον έτος της τρυφεράς νεότητός της, προς μιαν νεότητα ωριμοτέραν, και αφού κατήλθε περί τα δεκαπέντε σκαλοπάτια, σταμάτησε στα δεκαοκτώ, τουτέστιν ως κόρη με ωραίους μαστούς, αρμονικούς γλουτούς και με αδιάτρητον ακόμη αιδοίον, μέσα σε χώρον ονείρου εκτάκτου γοητείας, αλλά ενός ονείρου ανθρώπου εν εγρηγόρσει διατελούντος, σε χώρον όμοιον με τα πιο πυκνά τραγούδια του έρωτος, σε κήπον θερμόν γιομάτον από μαγνόλιες, γκαρντένιες και γαζίες. Αίφνης, όπως τα ανθέμια των Ιαπωνικών χαρτίνων αθυρμάτων, που πίπτοντα εις το νερό μετατρέπουν ένα ποτήρι σε κήπον μυριόχρωμον της πρόσω ή της άπω ανατολής, έτσι και τα κλαριά των δένδρων και οι θάμνοι του χώρου τούτου, εγέμισαν τάχιστα με άνθη και φρούτα και πουλιά, και αν η δεκαοκταέτις Καρλόττα – διότι η κόρη αυτή, είχε γίνει και ήτο τώρα η Καρλόττα – όταν ακόμη ίστατο και περίμενε κάτω από τα δένδρα ως ντόνα Ισαβέλλα, δηλαδή ως η μητέρα της, (που ήτο γυναίκα τριαντατριών ετών), αν, λοιπόν, είχε αισθανθεί η Καρλόττα μόλις προ ολίγου άγχος βαθύ και τρομερόν, σαν φρέαρ απελπισμένης προσδοκίας, ωσάν να επρόκειτο να καρατομηθεί ένας μικρός κορυδαλλός, ή να σφαγή αγαπητός αλέκτωρ στην ποδιά της, τώρα λαχάνιαζε από χαράν, με την ακράδαντη βεβαιότητα, με την ακλόνητη πεποίθησι ότι αυτός ο χώρος, ο πλήρης πασιφανών σαρκοπετάλων λουλουδιών, ήτο απολύτως ιδικός της, όπως ήτο απολύτως ιδική της, η μυστηριακή, η πλήρης καρμινοχρόων κραδασμών, η βαθύκολπος, χυμώδης και θερμή, του απαλού, του γλυκυτάτου της αιδοίου χώρα.

Μια αύρα ελαφρά, έκαμνε τα φύλλα να θροϊζουν, ενώ η Καρλόττα ακουμπισμένη στον κορμόν ενός μεγάλου δένδρου, ητένιζε τον ουρανόν, με μάτια εστραμμένα προς τα επάνω, ως νεαρά μήτηρ θεού προσευχομένη με έκφρασιν ανεκλαλήτου ηδονής στο πρόσωπόν της. Ολόκληρος ο πέριξ χώρος ευωδίαζε όσον θα ευωδίαζε και εν θερμοκήπιον κατάκλειστον. με πάμπολλα και εντόνως μυροβόλα άνθη, πλημμυρίζων, όχι τόσον με φυτικόν, όσον με ζωικόν άρωμα τον αέρα, απαράλλακτα όπως θα ευωδίαζε εν τέμενος μωαμεθανικόν, εάν άτομον τι, ιστάμενον κάτω από τους λυρικούς του θόλους, και ανοίγοντας εν φιαλίδιον γιομάτο μόσχον, το άφηνε να πέσει και να χυθεί επί του τάπητος. Τρεις μόσχοι, με απαστράπτον τρίχωμα ερυθροκαστανόχρουν, έβοσκαν ηρέμα εις την πέριξ του δένδρου πρασιάν. Στην κρυσταλλίνην ησυχίαν του τοπίου, ηκούετο καθαρά η τραγανή των μάσησις, ενώ τα ζώα έτρωγαν την μεταξένια χλόη, ήτις εφύετο υπό τους πόδας των, εν μέσω των απειραρίθμων μικρών και μικροσκοπικών ανθέων, με τα οποία ήτο κατάστικτος εις το σημείον τούτο η πρασιά. Αίφνης γδούπος βελούδινος βαρύς και ποδοβολητό γοργό αλόγου ξάφνιασε τα πουλιά και αναστάτωσε την πανταχού διάχυτον γαλήνην. Ένας ίππος λευκός, λευκός στο χρώμα και λευκός απ’ τον αφρόν του δρόμου, με καβαλάρη ενδεδυμένον με λευκά υφάσματα βεδουίνου, εστάθη μονομιάς ενώπιον της Καρλόττας. Ο ιππεύς, του οποίου το πρόσωπο δεν εφαίνετο υπό τον κεφαλόδεσμον, αλλά εφαίνοντο μονάχα οι οφθαλμοί, με μίαν κίνησιν αστραπιαίαν, έσκυψε υπό τους κλάδους του πλατύφυλλου δένδρου, και αρπάζοντος την κόρην από την μέσην, την έσυρε επί του κέλητος. Κατόπιν, βυθίζων τους πτερνιστήρας του την κοιλίαν του ζώου, ετράπη εν εξάλλω καλπασμώ προς τον ορίζοντα, του οποίου η γαλανή διαύγεια εφάνη προς στιγμήν, να θολούται, απ’ τον ουρανομήκη αλλαλαγμόν, που εξέπεμπε ο απαγωγεύς από ρυτήρος ελαύνων.
Πολύ γρήγορα, ο χώρος εντός του οποίου ίστατο προ ολίγου η Καρλόττα, εχάθη εντελώς. Ο καβαλάρης, υπό μεγάλον καύσωνα, διέσχιζε τώρα μίαν έρημον εκτεταμένην, ότε μεν ανερχόμενος ότε δε κατερχόμενος λοφίσκους άμμου χρυσιζούσης, και, που και που, καλπάζων επί τι διάστημα εις εκτάσεις επιπέδους, τας οποίας διεδέχοντο πάλιν αμμώδεις πτυχώσεις και κυματισμοί του εδάφους, με κατεύθυνσιν προς ανατολάς, κρατώντας πάντοτε την Καρλότταν σφιχτά από τη μέση.

Πριν όμως περάσει ακόμη πολλή ώρα, και πριν εμφανιστεί η παραμικρά σκιά ή έστω και ίχνος οάσεως τινός, ο αναγωγεύς σταμάτησε το άλογό του απότομα στη μέση της ερήμου, και αφήνοντας την Καρλόττα να γλιστρήσει επί της άμμου, επέζευσε και αυτός. Έπειτα ξάπλωσε την κόρη καταγής, και αφού ανέσυρε το φόρεμά της έως τη μέση, ανέβηκε επάνω της. Μια γοερά κραυγή, που την διεδέχθη ευθύς οξύ χλιμίντρισμα του αλόγου, έσχισε τον αιθέρα. Ο καβαλάρης όμως, μη ορρωδών ποσώς, συνέχισε τας κρούσεις του με σταθεράν επιμονήν και, διαρρηγνύων εντός ολίγου τον υμένα της Καρλόττας, εβύθισε το πέος του εις το αιδοίον της. Σε λίγο η Καρλόττα έπαυσε τας γοεράς κραυγάς. Γλυκύτατοι στεναγμοί ηδονής εξέφευγαν τώρα από τα χείλη της, ενώ οι κινήσεις του ιππεύοντος αυτήν ανδρός, καθίσταντο ολονέν ταχύτεραι.

Αίφνης ο καβαλάρης σήκωσε ολίγον την κεφαλήν του, δια να ιδή το πρόσωπον της ασπαιρούσης νεανίδος, της οποίας η έκφρασις ήτο εκστατική, όπως και προ ολίγου, όταν, ακουμπισμένη στον κορμόν του δένδρου, ητένιζε τον ουρανόν με τα μάτια της άνω εστραμμένα. Την στιγμήν εκείνην ο ιππεύς, επιθυμών διακαώς να ασπασθεί την ηδονιζομένην κόρην, παραμέρισε εν σπουδή τον κεφαλόδεσμόν του, δια να ελευθερωθούν τα χείλη του. Έτσι απεκαλύφθη τελικώς το πρόσωπόν του…
Την ιδίαν στιγμήν, Ο Πέντρο Ραμίρεθ, διακόπτων αυθωρεί τον ρεμβασμόν του, τινάχθηκε από την πολυθρόναν και στάθηκε κάτωχρος στα πόδια. Μολονότι ποτέ δεν υπήρξε πολύ θρήσκος, έκαμε τώρα τον σταυρόν του. Η φαντασίωσίς του, του εφάνη τερατώδης. Ο ιππεύς, ο απαγωγεύς, ο εραστής της κόρης του Καρλόττας, ήτο ο εαυτός του.
Ρίγος ισχυρόν συνεκλόνισε τον καθηγητήν της ιστορίας. Αλλά την στιγμήν ακριβώς, που επρόκειτο να εκσπάση εις αράς και κατάρας, μεμφόμενος εκ νέου τον εαυτόν του, ήκουσε να θροϊζουν πλησίον του τα φύλλα των δένδρων και να τρίζουν τα κλαριά, σαν να είχε σηκωθεί, αιφνιδίως, άνεμος δυνατός. Ο ντον Πέντρο έστρεψε την κεφαλήν του να δει τι συμβαίνει. Ένα πλάσμα ευρύστερνον, ένα δασύμαλλον και ηλιοκαές πλάσμα στιβαρόν, με μάτια γαλανά εκτάκτου και εκθαμβωτικής στιλπνότητος, σταμάτησε πίσω απ’ τους θάμνους, εις μικράν απόστασιν από τον εξώστην, και τον εκοίταξε καρφωτά, με ένα παράξενο πλατύ μειδίαμα στα χείλη. Ανάμεσα από τα σκέλη του, ξεφύτρωνε σαν ογκώδης ωρθωμένη ράβδος, μέσα από κόκκινες τρίχες σγουρές, ένα μεγάλο και βαρύ πέος σηκωμένο, βαρύ και ωστόσο ελαφρύ συγχρόνως, ένα μεγάλο πέος με πορφυρένια κεφαλή. Έπειτα, σαν ξαφνικό ραγάνι που ξεσπά σε πλήρη νηνεμία, ή σαν φωνή αλέκτορος που διακόπτει απότομα την σιγαλιά ενός κάμπου, ξέσπασαν γέλωτες σαν ήχοι από πνευστά και επανωτές κραυγές θριάμβου. Για ένα λεπτό σταμάτησε ο Παν. Έπειτα με ένα πελώριο πήδημα, δρασκέλισε τους θάμνους και εξηκολούθησε τον δρόμο του, με απίστευτα σκιρτήματα και αφάνταστες ιαχές.
Ο ντον Πέντρο Ραμίρεθ, που ευρέθη προ ενός λεπτού εις το μεταίχμιον της λιποψυχίας, εις το μεταίχμιον της αυτοκατηγορίας, ησθάνθη πάλι το αίμα του να σφύζη σαν σίφουνας θερμός, και ρίχνοντας γύρω του μια ματιά, με το ηράκλειον σώμα του ωρθωμένο, με το μεγάλο πέος σηκωμένο, με τα ρουθούνια του διάπλατα ανοιχτά, εκραύγασε εις την σιγήν του κτήματός του, ενώ η ψυχή του ανέβαινε στα χείλη του: «Καρλόττα μου! Καρλόττα μου! Ο μέγας Παν δεν πέθανε! Ο Μέγας Πάνας δεν πεθαίνει» και έξαλλος ώρμησε προς τα χωράφια, με γέλωτας, με ιαχάς.


[ΑΡΓΩ ή ΠΛΟΥΣ ΑΕΡΟΣΤΑΤΟΥ εκτοξεύοντας το χρυσάφι όπως εκτοξεύει η σουπιά το μελάνι της, ένας ζευγάς το σπόρο του, ένας άνδρας το σπέρμα του ή ένας που καθαρόγραψε τις σημειώσεις του στον κάλαθο των αχρήστων φωνάζοντας «Δόξα, δόξα αλληλούια» ή «Γκλόρια, γκλόρια, ιν εκζελσις Ντέο» ή «Σκατά στα μούτρα σας, παλιοκερατάδες»]
(ακολουθεί σε λίγες μέρες το 3ομέρος)

Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles