Γυναίκες χωρίς σώμα σαν σταυρόλεξα που σχηματίζουν δρόμους, σπίτια χωρίς πατώματα, πόλεις χωρίς σπίτια, χαλάσματα δίχως ερείπια, σκέψεις χωρίς εγκέφαλο, εγκέφαλος χωρίς ρυθμό, κύματα χωρίς νερό.
Τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική η θάλασσα που σπαράζει πάνω στα βράχια σαν γυναίκα αλυσοδεμένη στη στεριά. Όμως πρέπει πρώτα να χαράξουμε στην πέτρα ένα χαμόγελο, ν’ ανάψουμε στους στίχους μερικές μεγάλες φωτιές όπως το απαιτούν οι συνήθειες των ναυαγών και η φαντασία των ποιητών. Για του λόγου το αληθές…
Πήρα ένα άροτρο και άρχισα να οργώνω την έγκυο γη και να χαράζω επάνω στην κοιλιά της βαθιές χαραξιές κι αυλάκια όπου έτρεχε σαν το αίμα το νερό της βροχής.
Κατάλαβα καθώς περπατούσα μέσα στις πόλεις πως όλοι με γνωρίζανε, γνωρίζανε την όψη μου, γνωρίζανε πώς λέγομαι, και από πού κατάγομαι, πίστευαν πως ήμουνα κάποιο πρόσωπο δημόσιο –και μόνο μια συστολή- μια φυσική διακριτικότητα τους εμπόδιζε να με χαιρετήσουν.
Και είδα ότι σερνόμουνα εδώ και χρόνια χωρίς να το καταλάβω μες στα φουστάνια της μάνας μου –και δεν μπορούσα χωρίς να μου δώσει τη συγκατάθεσή της να κάνω τίποτα- ήμουνα ένα χαλασμένο παιδί, ένα πλάσμα χωρίς θέληση και χωρίς καμιά πρωτοβουλία –το παραμικρό κι αν συνέβαινε έτρεχα να τη βρω και να της ζητήσω βοήθεια- να της ζητήσω τη συνδρομή της, για τα πιο ασήμαντα πράγματα –π.χ. αν μου έλειπε μια οδοντόβουρτσα, δεν έπαιρνα άλλη, μόνο περίμενα να μου την πάρει εκείνη και τόσα άλλα τέτοια, που ήταν ίσως μικρά και ασήμαντα- κι όμως είχαν μια σημασία τεράστια άμα άπλωναν τη σκιά τους πάνω σ’ ολόκληρη μια ζωή και δεν μπορείς να ξεφύγεις – ούτε κι αν είσαι μακριά ούτε κι αν είσαι κοντά, από το παράξενο αυτό νόημά τους. Πώς είσαι ένα χαλασμένο παιδί, γεμάτο αβουλία και ανίκανο να βγει μόνο του στη ζωή να δράσει και να διακηρύξει πως υπάρχει – να αποδείξει πως είναι αυτόβουλο και αυθυπόστατο και ότι από κανέναν δεν κρατάει η σκούφια του, παρά μονάχα από τα χέρια του τα δυο –και γι’ αυτό τόσες φορές, γι’ αυτό λόγω της σκιάς αυτής που άπλωνε πάνω στη ζωή μου και μου ’κοβε κάθε διάθεση, γι’ αυτό τόσο συχνά δεν είχα τη δύναμη να κάνω τ’ απλούστερα πράγματα, όπως να μιλήσω σ’ έναν άνθρωπο που είχα επιθυμήσει, αλλά τ’ ανέβαλλα πάντοτε λέγοντας πως δεν είναι ακόμα καιρός, κι ας τον να κάθεται στην γωνία του, τι δουλειά έχω εγώ με δαύτον –και πολλά άλλα τέτοια- που δεν είναι παρά δικαιολογίες ύπουλες που με κράταγαν σε μια αβουλία, σε μιαν ανικανότητα να δράσω και να κινηθώ και να ζήσω σαν ένα πρόσωπο αυθύπαρκτο και αυθυπόστατο – που δεν έχει τίποτα, που δεν περιμένει τίποτα από κανέναν και που κανέναν δεν λογαριάζει σε ό,τι κάνει.
Ήταν σα να ’χε ακουμπήσει απάνω του βαρύ, το χέρι της μοίρας –μιας μοίρας κακιάς και προαιώνιας, γεμάτης μίση και αντιζηλία, που δεν θέλει να κάνουν τίποτα τα παιδιά της- παρά να μένουν έτσι ανίκανα και αποχαυνωμένα στο περιβόλι όπου παίζανε μικρά και φτιάχνανε με το νερό και με τη λάσπη σπιτάκια και ανθρωπάκια και αφήνανε δρόμο για να περάσει το άλογο που φαντάζονταν πως θα ’ρχόταν, σέρνοντας ένα αμαξάκι και μέσα καθισμένος ένας άγνωστος –κι ήμουνα εγώ αυτό το τσογλάνι το αηδιαστικό- που η ζωή του ήταν ένα σύρε κι έλα, ένα σεργιάνι χωρίς νόημα ένα πήγαινε έλα αδιάκοπο σαν το κύμα στην ακρογιαλιά –που φεύγει κι έρχεται και τίποτα δεν καταφέρνει –ούτε κανέναν μπορεί να πείσει για την αναγκαιότητα της ύπαρξής του.
Κάθε λέξη που γεννάω (από το βιβλίο ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Νεφέλη 1984)
Κάθε λέξη που γεννάω –μπαμ μπαμ
Καταβροχθίζεται διαμιάς –
Από μια καταπαχτή –
Στο πάτωμα ενός σπιτιού –
Που το χτίσανε χωρίς καμιά –
Χειρωνακτική δουλειά –
Ένας ψηλός κι ένας κοντός –
Με μπλουζάκι και γραβατίτσα –
Παίζοντας δυο μπαγλαμάδες –
Και να ’σου κι έρχονται από ψηλά –
Δυο άγγελοι με φλογέρα –
Σπαθιά που κυματίζουνε –
Και χωρίς καμιά χειρονομία –
Βάζουνε φωτιά στο σπίτι –
Που το ’χτίσαν τα δυο παιδιά –
Κι έμεινε μες το χωράφι μόνη –
Μια κρυφή καταπαχτή –
Που άμα την ανοίξεις βγαίνει –
Το σκοτάδι του μυαλού –
Που αχόρταγο καταβροχθίζει –
Κάθε λέξη που γεννάω -ντουγρού
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νάνου Βαλαωρίτη, που αύριο, καβάλα σε μια ωκεανίδα, θα βγούνε ποιήματα έτοιμα στις δενδροφυτεμένες μεριές της οικουμένης. Γιατί, όταν φανεί πια η θάλασσα, τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική, τις νύχτες που το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες]