Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Ανδρέας Εμπειρίκος, Προχωρούσε στην παραλία του ληθάργου της όπως προχωρούν αύρες ημίγυμνες την άνοιξη σε ελαφροκύμαντον αιγιαλόν

$
0
0

Εν τούτοις, η φωνή δεν διερράγη, εσχηματίσθη μόνον μία ρωγμή στον τοίχο, από την οποία, εξερχομένη η παιδίσκη, ετράπη εις φυγήν, ακολουθώντας το δρόμο που ξετυλιγόταν μπροστά της, όπως η κορδέλα που κρατούσε ακόμα στο δεξί της το χέρι…

Το θέαμα ενός καταρράκτου μου εγέννησε αιφνιδίως μιαν ιδέα: καθώς έβλεπα τα νερά να πέφτουν από ψηλά και να εξακολουθούν γάργαρα το δρόμο τους, σκέφτηκα πόσον ενδιαφέρον θα ήταν, αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω και στις σφαίρες της ποιητικής δημιουργίας το ίδιο προτσές που καθιστά το κύλισμα ή την πτώσι των υδάτων, μια τόσο πλούσια, γοητευτική και αναμφισβήτητη πραγματικότητα, αντί να περιγράψω αυτό το κύλισμα, ή κάποιο άλλο γεγονός ή αίσθημα ή μιαν ιδέα, επί τη βάσει σχεδίου εκ των προτέρων καθορισμένου. Ήθελα, δηλαδή, να συμπεριλάβω στα ποιητικά μου, όλα τα στοιχεία που στην καθιερωμένη ποίηση, θεληματικά ή άθελα, αποκλείονται ή μας ξεφεύγουν…

Η ΚΟΡΔΕΛΛΑ (από τα ΓΡΑΠΤΑ ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου, Εκδόσεις ΠΛΕΙΑΣ Αθήνα 1974)


Ο δρόμος ήτο κενός, κενώτερος και από άδειο συρτάρι, και ξετυλιγόταν όπως η λευκή κορδέλα, την οποία είχε κλέψει προ ολίγων ημερών η μικρή κόρη του σπιτιού από τη μητέρα της, αφαιρώντας την από ένα συρτάρι της τουαλέτας. Κλεισμένη μέσα στη δική της κάμαρα, η παιδίσκη είχε δοκιμάσει πολλές φορές την κορδέλα, και έτσι κι αλλιώς –επάνω στα μαλλιά της, γύρω απ’ το λαιμό της και επάνω στο στήθος της, κοιτάζοντας τον εαυτό της στον καθρέφτη. Η λευκή αντίθεσις της κορδέλας, επάνω στο μαύρο φόρεμα, εγοήτευε τη μικρή τόσο πολύ, που σε κάθε ελεύθερη στιγμή της, έτρεχε στην κάμαρά της και την ξαναδοκίμαζε, ονειρευόμενη ωραία καπέλα, γαλάζια, κίτρινα και πράσινα φορέματα, με κλάδους και λουλούδια ποικιλόχρωμα ή με μικρές ενδιαφέρουσες παραστάσεις που να επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα, όχι μόνον επάνω στο ύφασμα, μα και πάνω στο σώμα της – που το ονειρευόταν κι αυτό πιο μεγάλο, με πιο γιομάτα στήθη, με πιο πεταχτούς γλουτούς, σαν της μητέρας της.
Η μανία αυτή διήρκεσε περίπου μία εβδομάδα. Τέλος, ετέθη τέρμα σε αυτή την σφριγηλή ποιητικότητα, από ένα βίαιο συναίσθημα μίσους που κατέλαβε τη μητέρα της όταν ανεκάλυψε την κλοπή. Χωρίς να συγκινηθεί καθόλου από τις χαριτωμένες προσπάθειες την κόρης της, την απέπεμψε, αφού την έδειρε πρώτα, κραυγάζουσα κατά τρόπον σκληρόν και με τη φωνή της τόσο υψωμένη, που όλα τα μέλη της οικογενείας φοβήθηκαν μήπως διαρραγεί. Εν τούτοις, η φωνή δεν διερράγη. Εσχηματίσθη μόνον μία ρωγμή στον τοίχο της κατοικίας, από την οποία εξερχομένη η παιδίσκη, ετράπη εις φυγήν, ακολουθώντας το δρόμο που ξετυλιγόταν μπροστά της, όπως η κορδέλα που κρατούσε ακόμα στο δεξί της χέρι.
Η μικρή προχωρούσε πολύ γρήγορα, διότι ο δρόμος ήτο κενός και διότι την προωθούσε ο τρόμος. Η ώρα παρήρχετο. Θ ήτο πια μεσημέρι, μα η κόρη δεν ημπορούσε να σταματήσει, καίτοι είχε εξαντλήσει ολόκηρο τον δρόμο και το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων της. Μόνο μια στιγμή σταμάτησε, σαν κεραυνόπληκτος. Είχε ακούσει μια φωνή να ξεσκίζει τον αέρα, του οποίου η πυκνότης ήτο τόσον αραιά που έμοιαζε σαν γυάλινη: «Μερόπη! Μερόπη!» Ωστόσο ο πέριξ χώρος ήτο κενός, κι έτσι η φωνή της φάνηκε ανεξήγητη. Εξακολούθησε λοιπόν την φυγή της, οδεύουσα με την ίδια πάντοτε ταχύτητα, σχεδόν τρέχοντας. Ίσως να προχωρούσε ακόμη πολύ, αν δεν πατούσε σε ακανθώδη χωράφια, σε χωράφια γιομάτα πέτρες, που ξέσκιζαν τα τρυφερά πέλματα των ποδιών της. Ανίκανη να συνεχίσει, μέσα σε τόσες δυσκολίες, μια πορεία σκληρή, άδικη, χωρίς δρόμο και χωρίς πάγκους, ηναγκάσθη εν τέλει, να σταματήσει. Αισθανόταν πια ολόκληρο τον εαυτό της σαν μια βαριά σταγόνα κρεμασμένη από μεταίχμιον έτοιμη να πέσει. Ένα αναφιλητό ανέβαινε από το στήθος της στον λαιμό, μα δεν πρόκανε να ξεσπάσει. Τ’ αυτιά της βούιζαν ήδη, όταν έπεσε πάνω στα χώματα και τα λιθάρια. Η πτώσις ήτο κεραυνοβόλος και ο ύπνος αιφνίδιος και βαθύς.
Τώρα προχωρούσε στην παραλία του ληθάργου της, γοργά κι ανέμποδα, όπως προχωρούν αύρες ημίγυμνες, την άνοιξη, σε ελαφροκύμαντον αιγιαλόν. Πολλές απαλές κι αλλεπάλληλες ριπές, έκαναν να πλαταγίζουν οι πτυχές του φορέματός της, και ανέμιζαν την χυτή σαν χαίτη κόμη της. Ένας ψίθυρος χαϊδευτικός και ανοιχτοπέλαγος εφλοίσβιζε μέσα στην ακοή της ένα όνομα ακαθόριστο, όχι τόσο πρωτομιλημένο μα σαν ξαναειπωμένο από μακρινήν ηχώ και επαναλαμβάνεται: «Ναυσικά! Ναυσικά!»
Γαστερόποδα και αστέρια σφαδάζοντα ενέπιπταν μέσα στα βήματα της κοιμισμένης κόρης, για να τα συνθλίψει εκείνη με τα πέλματά της. Η λεπτή σαν ψιμύθιον άμμος, απάλυνε τις πληγές των ποδιών της, και κάθε βήμα της έμενε αποτυπωμένο τόσο βαθια, που ακόμη και τώρα φαίνονται τα ίχνη στην παραλία κατά τρόπον αναντίρρητο. Ένας άνθρωπος ερυθρός, σαν ιατροϊερεύς φυλής ερυθροδέρμων, καθισμένος στην αμμουδιά, ξαφνικά την σταμάτησε και με στοργή άπειρη, ικανή να κορέσει και τη δίψα μιας χώρας σαν την γη του πυρός, την ξάπλωσε και της περιποιήθηκε τα φλογισμένα πόδια. Κατόπιν, επήρε την κορδέλα που κρατούσε στο χέρι της, την έκοψε σε δυο ίσα μέρη, κι έδεσε το καθένα γύρω απ’ τους αστραγάλους της, όπως δένουν τους ιμάντας. Έκτοτε, η παιδίσκη περιφέρεται αενάως, στην αμμουδιά, και περπατά σαν ξύπνια ενώ είναι κοιμισμένη, από τη μια στην άλλη άκρη της παραλίας. Από χρόνο σε χρόνο γίνεται ωραιοτέρα, και, παρά τις προσπάθειες των περιέργων, που συρρέουν από τα πέρατα του κόσμου για να την δουν, κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να την ξυπνήσει.

Και είναι για μένα πάντοτε ο ΑΜΟΥΡ, ο ποταμός, ο Αμούρ ο Έρως: προς αυτόν θα συγκλίνουν πάντοτε και θα εκτοξεύονται πάλι από αυτόν, οι παλμοί και οι παρωθήσεις μας… Στις όχθες του θα πολεμούν και θα ειρηνεύουν, θα καταστρέφουν και θα δημιουργούν, θα κοπιάζουν και θα αναπαύονται, θα θρηνούν και αγάλλονται, θα διψούν και θα δροσίζονται όσοι από μας λέγουν το ΝΑΙ και όσοι από μας λέγουν το ΟΧΙ! Είπα πάντοτε ΝΑΙ. Πάντα και πάντοτε. Πάντα και πάντοτε θα ρέει ο ΑΜΟΥΡ, και εντός και εκτός, με την παντάνασσα ορμή του, όπως και χθες όπως και σήμερα, όπως και τώρα που πλημμυρίζει μέσα μου και ξεχειλίζει και με αναγκάζει να κραυγάσω με όλη τη δύναμη των πνευμόνων μου: ΑΜΟΥΡ, ΑΜΟΥΡ!!!


Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles