Από την αρχαία μυθολογία είχα καταπιεί αμάσητο το άγχος για το σώμα, που είναι φθαρτό, και τις ψυχές που περιπλανώνται στα αιώνια σκοτάδια. Από τον χριστιανισμό κρατούσα την κρυφή ελπίδα ότι ήμουν ένα ανώτερο ον, που είχε έρθει εδώ για να δοκιμαστεί, ένας έκπτωτος άγγελος… Επηρεασμένη από τα θαύματα της επίσημης θρησκείας, από την ανάσταση του Λαζάρου, από το φιλί στον λεπρό, πίστευα ότι έπρεπε να ελευθερώσω μέσα μου τις σωστικές δυνάμεις, για να μάθω να γιατρεύω τον ανθρώπινο πόνο και έτσι να εξιλεωθώ.
Όλα τα σπίτια της παιδικής ηλικίας θα έπρεπε να ανοίγουν στη μνήμη σαν τριαντάφυλλα… Όμως εκείνο το σπίτι έρχεται προς το μέρος μου, αφήνοντας μέσα σε μια λεπτή ομίχλη τους αρμούς του, έτοιμο ν’ ανοίξει σαν ματωμένο τριαντάφυλλο όταν σκύβω άλλη μια φορά πάνω από το μυστικό του… Το σπίτι, πλησιάζοντάς με, μικραίνει, σε λίγο σε πολύ λίγο, μου φτάνει μέχρι τα γόνατα: δεν χρειάζεται να σηκωθώ στις μύτες των ποδιών, για να διακρίνω μέσα τους τρεις ανθρώπους, σε μια μυστική, τελεσίδικη χορογραφία. Ελάχιστα τα χρώματα, λίγο κίτρινο, από μια μικρή λάμπα για τη νύχτα, τρυπάει κι αραιώνει το πηχτό γκρίζο. Οι δυο άνθρωποι πιο φανεροί, ο τρίτος κρυφός, να μπαίνει κρυφά, να έχει στο σώμα κάτι από τσακισμένο αιλουροειδές. Κι αυτό που με ξυπνάει είναι οι πιτσιλιές στο πρόσωπό μου που μυρίζουν αίμα… [από το ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ του βιβλίου ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ]
ΟΙ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΙ ΕΝΗΛΙΚΕΣ (από το βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ 2006)
Πολλές φορές αναρωτιέμαι γιατί μου είναι αδύνατο ν’ αρχίσω από την αρχή. Γιατί, αν καταργήσω τη μέση, ίσως να καταργήσω το τέλος. Παρ’ όλα αυτά, προσπαθώ ν’ αρχίσω από την Αρχή.
Μοιράζονται οι παιδικές ηλικίες, κι εμένα μου έτυχε να μεγαλώσω στον πλανήτη Γη, μαζί με δυο εντελώς ακατάλληλους ενήλικες. Οι γονείς μου ανήκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα και είχαν για μάχιμο χώρο την κουζίνα. Η πρώτη ανάμνηση που έχω από τη ζωή μου είναι να σκαρφαλώνω τα κάγκελα ενός μικρού ροζ κρεβατιού. Από τότε ήθελα να φύγω, γιατί όλος ο κόσμος κρεμόταν, όπως ο γάμος τους, από μια κλωστή. Κι όλο το σπίτι κινδύνευε να σπάσει με θόρυβο, όπως τα πιατικά στην κουζίνα.
Από την αρχαία μυθολογία που μου διάβαζαν, είχα καταπιεί αμάσητο το άγχος για το σώμα, που είναι φθαρτό, και τις ψυχές που περιπλανώνται στα αιώνια σκοτάδια. Από τον χριστιανισμό κρατούσα την κρυφή ελπίδα ότι ήμουν ένα ανώτερο ον, που είχε έρθει εδώ για να δοκιμαστεί, ένας έκπτωτος άγγελος. Θα μπορούσα να ισχυριστώ, και να είναι ίσως αλήθεια, ότι θυμόμουν αμυδρά ένα ποτάμι αίμα. Επηρεασμένη από τα θαύματα της επίσημης θρησκείας, από την ανάσταση του Λαζάρου, από το φιλί στον λεπρό, πίστευα ότι έπρεπε να ελευθερώσω μέσα μου τις σωστικές δυνάμεις, για να μάθω να γιατρεύω τον ανθρώπινο πόνο και έτσι να εξιλεωθώ. Πίστευα ότι μόνο μ’ αυτό τον τρόπο θα ξαναγύριζα κάποτε εκεί, και θα ήταν όλα, πάλι, Φως. Μακριά από δω, όπου υπήρχε μόνο ένα αμυδρό φως και δεν μπορούσα να διακρίνω το αληθινό μου όνομα. Αυτό είχα σαν πρώτη εντύπωση κάθε φορά που επισκεπτόμουν κάποιον καινούργιο κήπο, ότι σε κάτι μου θύμιζε εκείνον τον μακρινό πλανήτη μου.
Εντωμεταξύ όλα γίνονταν λάθος, καθώς έριχναν επάνω μου τις βαριές σκιές τους. Εκείνη νόμιζε ότι ήμουν ένα κομμάτι από το σώμα της, Εκείνος ότι ήμουν ένα ξένο σώμα, που τον είχε χωρίσει βίαια από κείνην. Ήταν και οι δυο μεγάλοι, με είχαν κάνει μεγάλη και δεν είχαν πια πολλές ευκαιρίες.Έτσι, εξασκούσαν επάνω μου εξοργιστική πίεση, προσπαθώντας να με κάνουν άνθρωπο, κορίτσι, μία Μαρία. Και το φως που στην αρχή θυμόμουν σιγά-σιγά ελάττωνε. Ένας φόβος με κυρίευε και τότε νόμιζαν ότι φταίει που έσβηναν το ηλεκτρικό. Με άφηναν με μία κίτρινη λαμπίτσα αναμμένη για τη νύχτα, μία λιμνούλα κίτρινο φως, όπου μέσα στα σύνορά του με το σκοτάδι αναδεύονταν όλα τα τέρατα δίχως όνομα. Ήμουν ακόμα, με τα γήινα χρόνια, τεσσάρων ετών ή πέντε, όταν, για να μην με διαλύσουν εντελώς, άρχισα να πιστεύω πως όλα αυτά έπρεπε να τα δοκιμάσω, για να δοκιμαστώ. Τότε η δύναμή μου μεταστράφηκε σε αδυναμία. Φοβόμουν να μείνω μόνη σ’ ένα δωμάτιο ακόμα και τη μέρα.
Σίγουρα μπερδεμένη ανάμεσα στο Δωδεκάθεο και τις περιοδικές χριστιανικές τελετές, τα Χριστούγεννα, που έφερνε δώρα κάποιος από το παλιό μου άστρο, και το Πάσχα, που συνέπιπτε με μία γιορτή της Άνοιξης (κι ας ήταν συχνά τη Μεγάλη Παρασκευή ο ουρανός σκεπασμένος, όπως οι καθρέφτες σε σπίτι πεθαμένου), δεν κατάφερα ν’ αποκτήσω μία σαφή θρησκεία. Ούτε ποτέ ταυτίστηκα με το όνομα Μαρία, δεν έμαθα καν να γυρίζω όταν με φωνάζουν. Κρυφά, είχα την εντύπωση ότι τ’ όνομά μου ήταν Έμμα ή Αίμα. Κρυφά ακόμη ψάχνω το αληθινό μου όνομα.
Όταν άρχισα, πέντε χρονών, να πηγαίνω στην πρώτη τάξη του δημοτικού και να κάνω τα χειρότερα γράμματα, θυμάμαι, όχι τις λέξεις, αλλά το νόημα της προσευχής που έκανα: «Νύχτες με φεγγάρι, με τ’ άστρα να λάμπουνε, εσάς επικαλούμαι για να φωτίσετε το ζιγκ-ζαγκ μονοπάτι μου πάνω στη Γη. Γνωστές και άγνωστες θεότητες, σκύψτε πάνω απ’ την ανθρώπινη μοίρα μου και σχηματίστε με την ουρά σας μια καλλιγραφία»
Στο ΑΝΝΑ ΝΑ ΕΝΑ ΑΛΛΟ, υπάρχει ίσως μια εξήγηση της δυσκολίας να αποκτήσω ένα στρωτό γραφικό χαρακτήρα. Έβλεπα τα γράμματα του αλφαβήτου να έχουν δική τους ζωή και έπαιζα με αυτά, παραμελώντας ως συνήθως το ουσιώδες. «Τεράστια δηλητηριώδη ψηφία-φίδια, το Έψιλον, το Ταυ, το Λάμδα, το Γιώτα και άλλα που κι αυτά φωσφορίζουνε – το Όμικρονπάλι τρώει την ουρά του, του βάζεις τις φωνές και κάνει το κορόιδο, αλλάζει βιολί και γίνεται Θήτα. Το Ύψιλον, το Κάπα, το Άλφα με το Νι και με το Σίγμα, μέχρι το Ωμέγα… ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ θα γράφουνε πάνω στον ουρανίσκο της πόλης, ΤΕΛΟΣ, καθώς όλους θα μας καταβροχθίζει…»
Δεν θυμάμαι να αισθάνομαι σαν παιδί, περισσότερο σαν κουρελάκι, από μετάξι ή βελούδο, που πιάστηκε για λίγο στ’ αγκάθια της Γης. Κι όπου να ’ναι θα το πάρουν οι άνεμοι του χρόνου. Καμιά φορά, μου φαινόταν ότι ο δικός μου θεός ήταν ένας τρελός γεωμέτρης, που σχημάτιζε με το δάχτυλο, πάνω στην κόκκινη άμμο του πλανήτη του, μια μυστική καταδίκη. Μέσα στη σπηλιά του, έκαιγαν μυρωδικά μπροστά σε μία καταραμένη εξίσωση.
Μεγαλώνοντας, όταν άρχισα τις μακρινές μοναχικές βόλτες, πίστεψα πως τη μοίρα μου πάνω στη γη τη σφράγισαν οι Μάγισσες, που κατοικούν στις παρυφές κάθε πόλης και κατάγονται από την πρώτη Πυθία, τη Φημηνόη. Πιστεύω πως κι ο Αλέκος ο Χαρούβλης τις συνάντησε, την νύχτα εκείνη που έκλεψε το ποδήλατο του πλουσιόπαιδου και τράβηξε πετάλι κι ανηφόρα μέχρι τα Νεκροταφεία. Τις μάγισσες που περιγράφει ο Shakespeareστο Macbethτις έχω δει με τα μάτια μου, όπως κι ο Αλέκος ο Χαρούβλης. Εγώ μέρα μεσημέρι, γκρίζα μέρα, εκείνος νύχτα με πανσέληνο… Εκεί που τελείωνε τότε η Νέα Σμύρνη, τελείωνε και η πόλις των Αθηνών, και γύρω από τα Νεκροταφεία, όπου σήμερα έχω έναν οικογενειακό τάφο, απλώνονταν εκτάσεις και λόφοι σκεπασμένοι με ρούχο φρέσκο-πράσινο. Εκεί, αναμαλλιασμένες και αδιάντροπες, γριές ξεδοντιάρες, με ζαρωμένα στήθια, έξω από τις πέτρινες καλύβες τους στήνανε καρτέρι. Θυμάμαι ένα πολύχρωμο κουρελάκι, δεμένο σε κάποιο παλούκι, να δείχνει την κατεύθυνση του αέρα, ήτανε παγωμένος Νοτιάς. Κότες γύρω τους γεννούσανε μυστικά, χωρίς κακάρισμα, μικροσκοπικά μικρά αυγά. Κι αυτές ανακάτευαν τις μοίρες μέσα σε μεγάλες μαύρες χύτρες. «Μερμίνα» μου σφύριζε στ’ αυτιά ο παγωμένος αέρας. Αυτό ήτανε, φαίνεται, τ’ όνομά της, όνομα γριάς μάγισσας μισόγυμνης, με καταρράκτη και στα δύο μάτια κι ένα κομμάτι άσπρης γούνας από ερμίνα γύρω στον λαιμό. Αυτή, πάνω από το ρέμα που μας χώριζε, μου πέταξε το σακούλι με τις λέξειςπου είχε πλάσει με το σάλιο της, που είχε χρωματίσει φτύνοντας μέσα τα αρχαία ξόρκια. Στο ΑΝΝΑ ΝΑ ΕΝΑ ΑΛΛΟκάπου λέει «Ο αέρας ένωνε τα σώματα μας πάνω από το μικρό ρέμα και μέσα και μαζί με τα νερά τρέχανε τρία ρήματα Πεινάω –Διψάω – Φοβάμαι. “Συνέχισε-Να-Παλεύεις”,η γριά ανακάτευε και το όνομά μου. Συνεχίζω να παλεύω με τον εαυτό μου»
Συνεχίζω να παλεύω με τον εαυτό μου, να παλεύω με το σώμα μου, που ήταν πάντα πηγή μεγάλης αγωνίας. Φορτίο δυσβάσταχτο και αντικείμενο έρωτα.Το γεγονός ότι είναι φθαρτό άνοιξε το μονοπάτι προς το Άγχος του Χρόνου. Σήμερα πια, πιο πολύ παλεύω τη φθορά του. Εξακολουθώ να το γυμνάζω, να το ντύνω προσεκτικά, να το περιποιούμαι, με λίγα λόγια να το υπηρετώ, ενώ μοιάζει να έχει ξεχάσει την εξάσκηση στην Παντοδυναμία της Σκέψης. Μέσα όμως από αυτό το σακούλι με τις λέξεις που είναι παντοδύναμες, έβγαλα για να γράψω το Μαγευτικό Φακό (Α.Ν.Ε.Α).Εκεί, ένα κοριτσάκι, η Μαριάννα, μαζί με δύο φανταστικές φιλενάδες της, εύχονται να πεθάνουν οι γονείς τους –για να υπάρχει μόνο PrincipedePlaisir, να το πούμε γαλλικά και φροϋδικά. Εκφράζουν αυτή την επιθυμία και πραγματοποιείται. Τότε κάνουν μία, κατά τη γνώμη τους, ωραία κηδευτική τελετή, και μετά –καθώς νυχτώνει- η Μαριάννα έχει πια πεινάσει. Αυτό το PrincipedePlaisirείναι έτοιμο να καταβροχθίσει το Σύμπαν. «Θέλησε πια τελείως η Μαριάνναένα αυγό τηγανητό. Αν είχαμε λίγο βούτυρο, θα τηγανίζαμε ένα αυγό, θα τηγανίζαμε τη Γη, σκέφτηκε. Θα τηγανίζαμε τη θάλασσα με τα ψάρια, άφρισε η Ερμίνα. Έξω νύχτωσε. Και τον ουρανό με τα’ άστρα, συμπλήρωσε λάμποντας η Σιμόνη».
Στο σπίτι του Αλέκου του Χαρούβλη σπάνιζε το βούτυρο. Ήταν πολύ πολύτιμο αγαθό το βούτυρο Κερκύρας. Αλλά, πριν πω την ιστορία του, που είναι, όπως όλες, και δική μου, άλλες δυο φράσεις που να ενώνουν το πριν με το μετά… Το πρώτο μου σπίτι, όπου συνέβαιναν πολύ παράξενα πράγματα, το θυμάμαι με νοσταλγία μαζί με αμηχανία. Και μου έρχεται στο μυαλό πως στη Σκόρπια Δύναμηη Αλεξάνδρα, που πάλι είμαι εγώ, αισθανόταν αμηχανία «απέναντι σ’ όλα τα πράγματα της ζωής»
Τώρα, πάλι σαν πλανόδιος ταχυδακτυλουργός, με το κουνέλι μου κατεψυγμένο και σε δόσεις, λέω: Έχουμε το σακούλι με τις λέξεις, έχουμε ένα παράξενο σπίτι και μια τόσο βαθιά αμηχανία απέναντι στο ανθρώπινο είδος, ώστε να είναι αποξένωση. Για να δούμε τι θα βγει;(Το κρυφό χαρτί, το μυστικό σκονάκι, είναι η Παντοδυναμία της Σκέψης)
Οι ήρωες της Μαρίας Μήτσορα συνήθως λογοδοτούν στη γεωμετρία του ΤΥΧΑΙΟΥ, στη μεταφυσική του ΤΙΠΟΤΑ, στην ποίηση του ΛΑΧΤΑΡΩ. Το ίδιο πράττει και η ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ σ’ αυτή την παραβατική μυθιστορηματική αυτοβιογραφία της. Περιφέρεται, εντός και εκτός σελίδας, μ’ ένα ανικανοποίητο αίσθημα αποχαιρετισμού ερώτων (διάβαζε: εξημερωμένων θανάτων), ταξιδιών (λαβύρινθων αυτοπαρατήρησης) ιστοριών (μασκαρεμένων σιωπών). Η γραφή της Μήτσορα βυθίζει τον αναγνώστη, με ανελέητο μάυρο κέφι, στο παραδεισένιο μηδέν του ξανακερδισμένου εαυτού [από το ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ του βιβλίου]