Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Μάριος Χάκκας, Ήταν κάποιος που συνήθιζε να λέει «ο Βλαδίμηρος είπε» κι επειδή το είπε εκείνος έπρεπε να το τηρήσουμε εμείς.

$
0
0

Άκουσε, ποντίκι, αν είσαι το ίδιο δεν σου δίνω σοκολάτα. Αυτά τα πράγματα πρέπει να μοιράζονται σε όλους εξίσου. Όχι επειδή έχουμε μια γνωριμία να την εκμεταλλευτείς!

 [ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ, είναι μια σειρά συγκλονιστικών αφηγημάτων με καθαρά προσωπική γραφή και με τη διάσταση της εμπειρίας από την αρρώστια και τον επικείμενο θάνατο. Στο στερνό αυτό έργο του ο Μάριος Χάκκας αποσπώντας από το θάνατο κομμάτι κομμάτι τις μέρες και τις ώρες του, καταγράφει απελπισμένος αυτή τη βαθμιαία και φρικιαστική αποκόλληση από τη ζωή: αισθήσεις, παραισθήσεις, αναμνήσεις, απολογισμούς, παραλογισμούς και οράματα.Πάντα εν βρασμώ ψυχής με σαρκαστική και σατιρική διάθεση, ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται και αυτοβιογραφούμενος καταγράφει τα ιλαροτραγικά τεκταινόμενα της μικροαστικής νεοελληνικής πραγματικότητας]

Μπροστά σ’ ένα τάφο (από τη συλλογή διηγημάτων του Μάριου Χάκκα ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ – εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ) 1970

Πήγα στον τάφο του Μαρξ.Για να φτάσω εκεί πέρασα μέσα από ένα πάρκο με δυο λιμνούλες κι είδα ένα σκιουράκι που το τράταρα σοκολάτα.Την πήρε με τα μπροστινά ποδαράκια του και την τραγάνιζε. Έπειτα προχώρησα στο νεκροταφείο. Στη φυλακή μου ήρθε ένα δέμα που είχε μέσα και μερικές σοκολάτες. Φυσικά τις μοίρασα στους φίλους μου. Όταν αργότερα μάλωσα με κάποιον συγκρατούμενο μου το χτύπησε: «Εμένα δεν μου έδωσες τσικολάτο». Ήταν ένας ορεσίβιος ισοβίτης. Λίγες μέρες αργότερα έκανε δήλωση κι έφυγε. Το νεκροταφείο παλιό, εγκαταλειμμένο. Τα Εβραίικα μνήματα στο βάθος πιο παραιτημένα. Το δικό του ξεχωρίζει. Ένα μεγάλο γρανιτένιο κεφάλι. Έγραψε «Το κεφάλαιο», αγαπούσε τη γυναίκα του, και τον χαρτζιλίκωνε ο Φρειδερίκος. Το 2000 μ.Χ. θα υπάρχουν δισεκατομμύρια μοιχοί. Το 2000 «Το Κεφάλαιο» θα είναι επιτέλους σωστά μεταφρασμένο (όχι η γυροβολιά του προϊόντου), θα μπορεί κανείς να χαίρεται το νεύρο του και την ειρωνεία του. Μασάω την σοκολάτα μου και τον κοιτάζω. Συνήθως καταθέτουν στεφάνια ή βάζουνε μπόμπες. Σφυρίζω το τραγουδάκι «Ω Κάρολ». Μου ’ρχεται να κατουρήσω. Ερημιά. Τραβιέμαι λιγάκι παραπέρα και την αμολάω σε μια πατουλιά. Βγαίνει ο σκίουρος, φαίνεται πάρκο και νεκροταφείο συγκοινωνούν, και με τα μπροστινά του ποδάρια μου κάνει νόημα πως τέλειωσε η σοκολάτα. «Άκουσε, ποντίκι, αν είσαι το ίδιο δεν σου δίνω σοκολάτα. Αυτά τα πράγματα πρέπει να μοιράζονται σε όλους εξίσου. Όχι επειδή έχουμε μια γνωριμία να την εκμεταλλευτείς».Κάποτε μοίρασα αυτό το σπάνιο είδος για τη φυλακή στους φίλους μου με αποτέλεσμα να κάνει ο άλλος δήλωση. Έκανα μερικές νύχτες να κοιμηθώ. Εξαιτίας μου χάθηκε ένας οπαδός του Μαρξ και τώρα που βρίσκομαι μπροστά στον τάφο του δε θέλω να μου συμβεί κάτι τέτοιο. Καλά κοιμάμαι.
Άλλωστε έκανα δήλωση κι εγώ, όχι βέβαια γιατί δεν μου δώσανε σοκολάτα, άλλες αιτίες.Ήταν που κάποιος συνήθιζε να λέει «ο Βλαδίμηρος είπε» και επειδή το είπε εκείνος έπρεπε να το τηρήσουμε εμείς. Κυρίως δε μου άρεσε που τον έλεγε Βλαδίμηρο σα να ήταν πρώτα ξαδέλφια. Ένας άλλος τον έλεγε Ίλιτς. Για τον Κάρολο μιλούσανε σπάνια και για το Φρειδερίκο ακόμα πιο σπάνια. Όμως τους άρεσε να λένε τη φράση: «αφήστε τους νεκρούς να προχωρούν», που είπε κάποιος μετέπειτα. Όλοι αυτοί οι μετέπειτα λέγανε μπούρδες. Εγώ αγαπούσα τον Βλαδίμηρο Βλαδιμήρου με το άταχτο στουλούφι που αποτυπωνόντανε «με τη βαριά στο καύκαλο του κόσμου», ίσως γιατί ψυλλιάστηκε νωρίς, ίσως και για κείνη τη σφαίρα που σφήνωσε στο καύκαλό του.
Όλα ξεκίνησαν απ’ αυτό το γρανιτένιο κεφάλι που στέκει μπροστά μου, κι εκείνοι και οι άλλοι, κι ετούτοι και οι μετέπειτα, κι οι καλοί και οι κακοί, μόνο που οι καλοί βγήκαν γρήγορα απ’ τη μέση, πλάκωσαν τα ντουγκασβίλια και τους ξεπάστρεψαν έτσι που μείναν πάνω μόνο οι αχώνευτοι. Θα μου πείτε «βρέστε μου μια κατσαρόλα που να βράζει το γάλα χωρίς να το χύνει». Αυτό προσπαθώ τόσα χρόνια, κάθε πρωί λέω να προσέξω για να μη φουσκώσει και πάντα την παθαίνω. Έτσι την πάθαμε όλοι, κι ίσως και ο ίδιος ο Μαρξ γιατί δεν πιστεύω να ήθελε αυτούς τους αχώνευτους.

 [Ο Μάριος Χάκκας υπήρξε ένας ανήσυχος, ασυμβίβαστος και εξαιρετικά βασανισμένος άνθρωπος που στα πεζογραφήματά του απέδωσε τις προσωπικές του εμπειρίες, είτε των πολιτικών διωγμών, είτε της αρρώστιας και του θανάτου. Διαβάζοντας ακόμα και την πρώτη μόνο γραμμή αυτής της μικρής συλλογής αφηγημάτων αισθάνεσαι το σπαραγμό ενός ανθρώπου που ψάχνει τις λέξεις για να χωρέσουν το άρρητο, το ανείπωτο: μια ζωή «σπαταλημένη», ηττημένη σε αγώνες αδικαίωτους, μια χαμένη νιότη που παλεύει τόσο πρώιμα (41 ετών) με το θάνατο. Είναι φανερό από τις πρώτες σελίδες ότι δεν πρόκειται ακριβώς για «διηγήματα», δεν πρόκειται δηλαδή για μυθοπλασία αλλά για μαρτυρία, κατάθεση ψυχής ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου]


Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles