Κι ο άνεμος φυσάει στα κλειστά παράθυρα και μες στις άδειες κάμαρες μένουν πάντα ακατανόμαστες οι χίλιες και μια ονομασίες της απέραντης μεγαλοφυΐας του είναι
Ένα πρωί, ο κύριος Ταλμούδης ξύπνησε χωρίς κεφάλι. Έσπασε το κεφάλι του να θυμηθεί που είχε αφήσει το κεφάλι του. Στάθηκε αδύνατον. «Θα με αποκεφαλίσανε ενόσω κοιμόμουνα» είπε μέσα του και σηκώθηκε να πλύνει τα μούτρα του και τα δόντια του. Είχε ξεχάσει πως δεν είχε ούτε δόντια ούτε πρόσωπο. «Να πάρει η οργή, σκέφτηκε, άτιμο πράγμα η συνήθεια». Στη σκάλα επάνω συνάντησε την καμαριέρα, που μόλις τον είδα λιποθύμησε πριν βγάλει άχνα. «Αυτό παραπάει» σκέφτηκε ο Ταλμούδης, «πρέπει κάτι να κάνω». Μα δεν ήξερε τι να κάνει. Στο τέλος σκέφτηκε πως το καλύτερο θα ’τανε να πάει στο γιατρό, να ζητήσει τη συμβουλή του… (συνεχίζεται στο ΠΛΑΙΣΙΟ του τέλους)
Η γέννηση του Κόσμου και τα παράθυρα της Μεγαλοφυΐας του (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη Ο ΟΜΙΛΩΝ ΠΙΘΗΚΟΣ ή Παραμυθολογία, Αιγόκερως)
Λένε πολλοί ότι ο Κόσμος γεννήθηκε ανάποδα.Μ’ αυτό δεν είναι αλήθεια. Όσοι ήταν εκεί είπανε ότι γεννήθηκε κανονικά, με το κεφάλι κάτω και με τα πόδια απάνω. Η μάνα του Κόσμου ήταν μια φοβερή, μια μέγαιρα με τριχωτό κεφάλι, με νύχια και με δόντια σουβλερά σαν βελόνες. Αλλά ο κόσμος ήταν όμορφος –ωραίος από την πρώτη στιγμή και τον καμάρωνε πρώτα ο ήλιος, ο θείος του και η σελήνη η θεία του κι ύστερα όλα τα άστρα τ’ ουρανού τα ξαδέλφια του. Κατόπιν τον καμάρωσαν η θάλασσα και τα βουνά ύστερα τον καμάρωσαν τα ποτάμια, οι βράχοι τα δένδρα, οι βροχές τα σύννεφα. Όλοι τον καμάρωναν ίσαμε και τ’ άγρια και τα ήμερα θεριά και τα πουλιά και τα ερπετά και στο βυθό της θάλασσας τα ψάρια. Μόνο ένας δεν τον καμάρωνε. Ο Πατέρας του. Αυτός ήταν ζηλιάρης και φθονερός και λεγόταν Άβυσσος. Ήρθε μια μέρα στη μάνα του και προσπάθησε να ρίξει τον Κόσμο κάτω από ένα μεγάλο γκρεμό που του άνοιξε μπροστά του. Μα οι άγγελοι δώσανε φτερά στον Κόσμο και πέταξε. Και οι δαίμονες ακόμα τον μακάριζαν καθώς πετούσε. Τότες για να εκδικηθεί ο Άβυσσος πήγε και έκανε τρία άλλα παιδιά με τη Μέγαιρα τη μάνα του – έκανε το Χρόνο, τη Φθορά και το Κενό.Από τότες οι τρεις αυτοί συναγωνίζονται ποιος θα καταλύσει πρώτος τον ωραίο Κόσμο – που για μια στιγμή τον έχουμε κι ύστερα τον χάνουμε όλα εμείς τα πλάσματα της Στιγμής που μας τρώει η Φθορά μετά από λίγα Χρόνια και ξαναγυρίζουμε μες στο Κενό.
Τα παράθυρα της μεγαλοφυΐας
Το πρώτο παράθυρο η στεναχώρια. Το δεύτερο παράθυρο η σημασία. Το τρίτο παράθυρο ο στοχασμός. Το τέταρτο παράθυρο η αχαριστία. Το πέμπτο παράθυρο ο ορισμός.Τα άλλα χίλια παράθυρα της μεγαλοφυΐας είναι κλειστά και δεν ανοίγουν παρά μονάχα άμα τα ονομάσεις και τα ονόματά τους είναι άγνωστα και μυστικά, είτε χαμένα και αδύνατο να βρεθούν, είτε είναι μισοσβησμένα κι αδύνατο να διαβαστούν. Κάθε χρόνο έρχονται και καθαρίζουν τα πέντε ανοιχτά παράθυρα πέντε γυναίκες ωραίες καθαρίστριες, γυμνές και μοιραίες που φοράνε μια μάσκα μεταξωτή ίσαμε τα βυζιά τους για να μη φαίνονται τα πρόσωπά τους από τον καθένα. Τ’ άλλα κλειστά παράθυρα μένουν ακάθαρτα, και τα σκονίζει ο κονιορτός, τα τρώει τ’ αγιάζι, τα βρέχει ο ουρανός και τα φυσάει ο άνεμος μεσ’ τους αιώνες και σκοτεινιάζουν όσο ποτέ πιο πολύ, ώστε μερικοί να λένε πως δεν είναι καν παράθυρα, και το λίγο φως που τους απόμεινε σβήνει κι αυτό και μένει το τεράστιο κτίριο της μεγαλοφυΐας εγκαταλειμμένο, άδειο κι ερημικό. Τότες ήρθανε οι αναμορφωτές και δοκιμάσανε να τ’ ονομάσουνε το χτίριο αυτό και να το συνερίσουνε και να το παραδώσουν στο κοινό. Και είπαν να λέγεται ΤΡΟΛΟΚΟΜΕΙΟ. Και μέσα εκεί να ζουν οι ακατάστατοι άνθρωποι, να τους προσέχουν οι ταχτικοί, οι νοικοκυρεμένοι. Κι έγινε αγνώριστο το ανώνυμο παλάτι το μέγα ανάκτορο της μεγαλοφυΐας κι ήρθαν οι κατεργάρηδες και το γέμισαν με άναρθρες φωνές και με σκουξιές, με παραμιλητά, με παραισθήσεις, μ’ έμμονες ιδέες και με πολλά άλλα συμπτώματα που τα λένε κλινικά. Και το νέο αυτό ίδρυμα λειτουργεί κανονικά – μόνο που στάθηκε αδύνατο ν’ ανοίξουν τα χίλια κλειστά παράθυρα της μεγαλοφυΐας κι έτσι ν’ αεριστούν οι κάμαρες αυτές για το σκοπό που έθεσαν οι αναμορφωτές της κοινωνίας δάσκαλοι, δικηγόροι, γιατροί και δικαστές. Κι ο άνεμος φυσάει στα κλειστά παράθυρα και μες στις άδειες κάμαρες μένουν πάντα ακατανόμαστες οι χίλιες και μια ονομασίες της απέραντης μεγαλοφυΐας του είναι.
… Βγήκε λοιπόν να πάρει το λεωφορείο να πάει στο γιατρό. Στο λεωφορείο κανένας δεν τόλμησε να πει τίποτα, γιατί όλοι νομίσανε ότι είχαν τρελαθεί. Άμα ζήτησε εισιτήριο από τον εισπράκτορα, εκείνος του το έδωσε χωρίς να πάρει λεφτά –από την πολλή ταραχή. Μια γυναίκα που πήγαινε ν’ ανέβει στο λεωφορείο μόλις τον είδε να κατεβαίνει πάτησε μια στριγκλιά κι έπεσε ανάσκελα. Ήταν μια γεροντοκόρη, που όλη της τη ζωή όνειρό της ήταν ν’ αποκεφαλίσει έναν άνδρα. Η συγκίνησή της ήταν τόσο μεγάλη που αναγκάστηκαν να της κάνουν αέρα για μιαν ολόκληρη ώρα, ώσπου να συνέλθει.