Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Μάρω Δούκα, Μια συνισταμένη ξένων συμφερόντων είναι η ελευθερία ολονών μας

$
0
0

 Δεν το ξεχνώ, τίποτα δεν ξεχνώ, Ηώ κρατίστη, εκείνες τις νύχτες προπαντός με τα ατέλειωτα διαβάσματα, λέγαμε πως η ιστορία του ανθρώπου είναι μια αλυσίδα συμφερόντων, πως οι αγώνες και τα οράματα των λαών πάντοτε καταλήγουν στην ψιλοδουλεμένη συναρμολόγηση των κρίκων μιας άλλης υποταγής, πίναμε ζεστό γάλα, η Ισμήνη παραφύλαγε, σκεφτόμουν ότι το στήθος σου είχε πολύ μεγαλώσει και θα ’θελα να σε δω γυμνή, να σε χαϊδέψω, όπως θα χάιδευα μια πεπλοφόρο στην Ακρόπολη, το χάδι σ’ ένα άγαλμα με όλους τους συναφείς συμβολισμού ανήκει βέβαια στους ποιητές, προλαβαίνω το ειρωνικό σου μειδίαμα, πιθανόν να ήμουν ερωτευμένος μαζί σου, αλλά ποτέ δεν θέλησα να σ’ αγγίξω, τόσες γυναίκες υπάρχουν για να ερωτευθώ, Ηώ μόνο μία, για να την έχω φίλη.

«…Τούτη λοιπόν την έπαρση του ανθρώπου που φιλοδοξεί να μιλήσει για την εποχή του μέσα από πρόσωπα φανταστικά προσπάθησα να αναπαραστήσω… Θέλησα επίσης να περιγράψω την εξακτίνωση της συνείδησής του σε συνειδήσεις ξένες, επινοημένες και την ακούσια παράδοσή του στους μαγικούς και εύθραυστους καθρέφτες των ψευδαισθήσεων της κοινωνίας που τον περιβάλλει» Η Μαρω Δούκα, προκειμένου να δώσει και τις δυο όψεις της νεοελληνική πραγματικότητας, τη μικροαστική και τη «λαϊκή», κάνει μια πολύ έξυπνη επινόηση: με τη μορφή του εσωτερικού μονόλογου ο αφηγητής, μέσα από ένα ακατάσχετο χείμαρρο ελεύθερων συνειρμών, απευθύνεται σε μια Ηώ κρατίστη (αποδέκτη της αφήγησης), εκθέτοντας έτσι τα τυπικά προβλήματα του νεοέλληνα μικροαστού…

Εξουσιαζόμενος αυτουργός (αποσπάσματα από το 3οκεφάλαιο του βιβλίου της Μάρως Δούκα ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΤΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ, Εκδόσεος Κέδρος 1990)


Να με φαντάζεσαι μ’ εφημερίδες, όλες τις εφημερίδες, κρεμασμένο από τους ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, τους ελεύθερους λένε, για ποια ελευθερία θα μπορούσαν να καυχηθούν;Έτσι κι αλλιώς, μια συνισταμένη ξένων συμφερόντων είναι η ελευθερία ολονών μας, δεν υπάρχουν ελεύθερα ειδησεογραφικά πρακτορεία, βιομηχανίες ειδήσεων μόνο, το ξέρω, δεν σου αρέσουν αυτά, δεν θα ’θελες ποτέ να το παραδεχτείς, διότι, σύμφωνοι, έχουμε πάντοτε τη δυνατότητα της επιλογής, μπορούμε σίγουρα να ξεδιαλέγουμε από τα διαλεγμένα. Και βυθιζόμουν με τις ώρες στην ανάγνωση εφημερίδων. Αρρώστια! τι περιμένεις να διαβάσεις;Θα ’θελα να είχα γίνει δημοσιογράφος, να ξενυχτώ σ’ ένα γραφείο, πλάι σ’ ένα τηλέφωνο, ή να τρέχω στα σκοτάδια και να ψάχνω, οι άλλοι να κοιμούνται κι εγώ να κυνηγώ τα γεγονότα, παρατηρητής, στα πυρά της μάχης, στα άδυτα της εξουσίας, εξουσιαζόμενος αυτουργός, να επιλέγω εγώ από την εικόνα, πολιτικός συντάκτης με πληροφοριοδότες σ’ όλα τα κόμματα, να έχω διασυνδέσεις κι επαφές με τους αρχηγούς, με τους διευθυντές, τα έμπιστα πρόσωπα, θα ’θελα να ’μουν πότης και γλεντζές, να μου πέφτουν οι γκόμενες, να μου ανοίγουν οι πόρτες και να πεθάνω στα πενήντα μου από συγκοπή κρασοπίνοντας σ’ ένα λαϊκό ταβερνάκι. Δεν αστειεύομαι. Κάποτε ήθελα να γίνω δημοσιογράφος, αλλά δεν τα κατάφερα, ίσως να μην προσπάθησα αρκετά, πιθανόν να μην είχα τα προσόντα, το βασικό προσόν ν’ αποσυνδέω το γεγονός από τις τραγικές διαστάσεις ή επιπτώσεις του και να το περιγράφω χωρίς θυμό, με την αδιαφορία του υπαλλήλου.Δυσκολεύομαι να περιγράψω τι ακριβώς μου συνέβαινε, σαν να είχε ενταθεί κάτι μέσα μου, δε θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι με ενδιέφεραν τόσο πολύ τα γεγονότα κι όμως μου είχαν γίνει έμμονη ιδέα, ούτε καν άκουγα ειδήσεις, ώσπου ξαφνικά, όσο αυξανόταν η περιφρόνησή μου για πρόσωπα και πράγματα, τόσο κεντριζόταν το ενδιαφέρον μου για τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, μπορούσα να μείνω ώρες κοιτάζοντας τη φωτογραφία του Ανδρέα Παπανδρέου, για παράδειγμα, προσπαθώντας να μαντέψω τη σκέψη του, τι υπολόγιζε ακόμη, τι ήθελε. Δίκαιο είχε η Μαρία! Αρρώστια! Χθες σχεδόν μ’ απειλούσε καθώς με κοίταζε χαμογελαστή, θέλει να ξαπλώνουμε μαζί, να της ζεσταίνω τα πόδια, τυλίγεται επάνω μου, σαν να γεμίζει με βεντούζες χταποδιού όλο το σώμα της, ποτέ δεν θα με καταλάβει, ας την κοιτάζω τρυφερά, δεν το βλέπει, ούτε και πέρσι κατάλαβε τίποτε. Μα τι κάνεις; Γράφεις; Είναι νωρίς ακόμα για να σου πω. Δηλαδή στ’ αλήθεια γράφεις! Υπήρχε στο βλέμμα της κάτι σαν ειρωνεία, δεν την κακίζω, σίγουρα την έχω απογοητεύσει, αλλιώς με περίμενε. Κουράζεσαι πολύ, για σένα ανησυχώ, το πρωί δουλειά, τις νύχτες άγρυπνος, θα γίνεις δηλαδή συγγραφέας; Έσκυψα το κεφάλι σαν ένοχος. Με φίλησε στο μάγουλο και μου ψιθύρισε πως μ’ αγαπά πολύ, χάρισμά της που δεν επιμένει, είναι αυτό που θα λέγαμε κοπέλα με ανατροφή, διακριτική, σχεδόν αδιάφορη. Μην ξεχνάς είσαι πατέρας. Δεν το ξεχνώ, τίποτα δεν ξεχνώ, Ηώ κρατίστη, εκείνες τις νύχτες προπαντός με τα ατέλειωτα διαβάσματα, λέγαμε πως η ιστορία του ανθρώπου είναι μια αλυσίδα συμφερόντων, πως οι αγώνες και τα οράματα των λαών πάντοτε καταλήγουν στην ψιλοδουλεμένη συναρμολόγηση των κρίκων μιας άλλης υποταγής,πίναμε ζεστό γάλα, η Ισμήνη παραφύλαγε, σκεφτόμουν ότι το στήθος σου είχε πολύ μεγαλώσει και θα ’θελα να σε δω γυμνή, να σε χαϊδέψω, όπως θα χάιδευα μια πεπλοφόρο στην Ακρόπολη, το χάδι σ’ ένα άγαλμα με όλους τους συναφείς συμβολισμού ανήκει βέβαια στους ποιητές, προλαβαίνω το ειρωνικό σου μειδίαμα, πιθανόν να ήμουν ερωτευμένος μαζί σου, αλλά ποτέ δεν θέλησα να σ’ αγγίξω, τόσες γυναίκες υπάρχουν για να ερωτευθώ, Ηώ μόνο μία, για να την έχω φίλη. Ήμουν από τότε ο παλιομοδίτης της παρέας, κυνηγούσαν μέσα μου και δικηγορούσε, πίναμε το γάλα γουλιά-γουλιά, Άκη, σε παρακαλώ, μην μπλεκόμαστε με θεωρίες, δυσανασχετούσες, για εξετάσεις πάμε, όχι για διατριβή, άσε με να χαρείς, με τα συμφέροντα. Εσύ λοιπόν κατέληξες συμβολαιογράφος στο γραφείο του πατέρα σου κι εγώ δικηγοράκι στο γραφείο του δικού μου, θα μπορούσα όμως κι εγώ να είμαι, σαν κι εσένα, μέσα στο πνεύμα των καιρών, ίσως και να ’μαι, καλός και αισιόδοξος πολίτης, κολακευμένος και αποθεωμένος, για τον ελληνικό λαό και τη μεγαλοσύνη του ποιος θα τολμούσε να αντιμιλήσει; ακόμη και η 17ητου Νοέμβρη έτσι μαζεύει τους θαυμαστές της, με το γλείψιμο σαν τους πολιτικούς, κι εσύ λαέ ξεφτιλισμένε, ποιος θα τολμούσε να τον προσφωνήσει, λαέ κουρέλα που σε πηδούν; κριτή και επικριτή και παμφάγε; - θα ’βλεπα στο βίντεο μου ταινίες με την ψευδαίσθηση ότι εγώ τις επέλεξα, ο παντογνώστης και ο πανέξυπνος μικρομεσαίος που θα μιλούσα για την απλή αναλογική, την άδολη ή θα μπορούσα να πνιγώ στα αβυσσαλέα ψυχοσωματικά μου, μεθοκοπώντας και ευφυολογώντας κάθε νύχτα, στο χέρι μου θα ήταν να απαλλαγώ από τους περιορισμούς της Μαρίας, να επιβάλω τους όρους μου, να πετάξω με τις κλοτσιές έξω την πεθερά μου, ακόμη και να χωρίσω στο χέρι μου θα ’ταν ή θα μπορούσα να περιοριστώ διαπαντός στην αγωνία μου για το παιδί, που θα μεγαλώσει, θα μπορούσε να αρκεστώ στα χαρίσματα της Μαρίας, δεν τη συμπάθησες ποτέ, Ηώ κρατίστη, θυμάμαι πώς με κάρφωσες, όταν σου είπα ότι θα παντρευτούμε, ούτε σου απάντησα, ούτε καταδέχτηκα να σε ρωτήσω τι εννοείς, η Μαρία πάντως έχει πολλά χαρίσματα, δεν είναι μόνο σπουδαία οδοντογιατρός, είναι και καλή μητέρα, στέρεος άνθρωπος, αφοσιωμένη σύζυγος, μπορώ να βασιστώ σ’ αυτήν και βασίζομαι, κάθε πρωί με περιμένει φρεσκοσιδερωμένη αλλαξιά εσώρουχα. Αναρωτιέμαι λοιπόν γιατί να θέλω τόσο πολύ να γράψω ένα μυθιστόρημα, έτσι ξαφνικά, βάλε το χέρι σου εδώ να ακούσεις, τ’ άκουγα που κλοτσούσε, ό,τι κι αν μου συνέβαινε το φανταζόμουν προορισμένο για σκοπούς αξεδιάλυτους, αρκεί να διαβάζεις μυθιστορήματα;Εδώ και δυο χρόνια, όσο φούντωνε το σκάνδαλο Κοσκωτά, ετοιμόγεννη η Μαρία, ταλαιπωρημένη, ούτε καν να την κοιτάξω, χωμένος στα δικά μου, ίσως γι’ αυτό να μ’ έχει μισήσει η μάνα της, ταπεινωμένος από τη σιγουριά και τα σάπια φρούτα του γωνιακού μανάβη κι απ’ τον άγνωστο που μ’ έσπρωξε και μπήκε πρώτος στο ταξί. Σ’ έχω για να μ’ ακούσεις, αμφιβάλλω όμως αν μπορείς να με καταλάβεις, ούτε θα συμφωνήσεις μαζί μου για το μικρόβιο, το ξέρω, εσύ που είσαι αριστερή οργανωμένη κι έχεις για όλα μιαν απάντηση, δεν ειρωνεύομαι, και για τον Τσαουσέσκου και για τον Ζίβκοφ, , σίγουρα εσύ κι εμένα θα μπορούσες να με αναλύσεις σε συνδυασμό βεβαίως με την ταξική μου προέλευση, αυτή ήταν, ξέρεις, πάντα η απορία μου, εφόσον εμένα μ’ έχεις προ πολλού καταδικάσει και μ’ έχεις αποβάλει, δεν ξεγελιέμαι, ένας μικροαστός περισπούδαστος, έτσι με καταχώρισες στα κιτάπια σου, πώς, αναρωτιέμαι, παρόλη την ευστροφία σου, δεν έχεις έστω αντιληφθεί ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού δεν θέλει τίποτα άλλο παρά τη ρουσφετοβόλεψη. Να αξιωνόμουν, λέω, και ν’ άκουγα όλη την Αριστερά, μια φορά έστω, να αναλύει με τόλμη και αυτογνωσία τα εκλογικά της αποτελέσματα, να την άκουγα κατεβασμένη από τα μπαλκόνια, απαλλαγμένη από τις ενοχές και από τα καλοπιάσματα των αστών ψηφοφόρων – πήραν, Άκη, αέρα τα μυαλά σου, και σωστά θα με παρατηρήσεις πως την Ελένη του δεύτερου κεφαλαίου την παραφόρτωσα με την κοινή μας φίλη, ούτε καν να της αλλάξω το όνομα δεν μπήκα στον κόπο, ακόμη και την αφεντιά μου έχωσα με όλο τον ακκισμό που με χαρακτηρίζει, μακάρι να είχα δεχτεί τόσο εύκολα το χωρισμό μας, ακόμη και σένα σε παρουσίασα να με διακωμωδείς, είσαι σε θέση να ξεκόψεις από τον εαυτό σου; σαν να σε ακούω, έτσι, θαρρείς, γράφονται τα μυθιστορήματα; σας θυμάμαι, εσένα και την Ελένη, πώς μιλούσατε για τον Καζαντζάκη, λες και θα ήσαστε εσείς άξιες να γράψετε απείρως καλύτερες σελίδες, σαν να σε βλέπω κιόλας με το αποδοκιμαστικό βλέμμα, με τη χολή στα χείλη σου να μειδιάς συγκαταβατικά, καλές πουτάνες ήσαστε και οι δυο, συγγνώμη για την έκφραση. Έτσι με τις πολιτικολογίες και τους αναβρασμούς, καημένε μου! εσύ είσαι η καημένη, έτσι που μάδησες τα φρύδια σου, Ηώ κρατίστη, αποκλείεται να με κλονίσεις, ο Αντώνης Λύτρας είναι δικό μου επινόημα, κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί πως τον γνωρίζει, αν η Ελένη Σπυροπούλου του δεύτερου κεφαλαίου ταυτίζεται κάπου κάπου με τη δική μας Ελένη, τι σημασία μπορεί να έχει; η Ελένη του βιβλίου δεν θα είναι άτυχη σαν την πρώην φιλενάδα μου, ούτε πειράζει αν ο γιος του ήρωά μου είναι γιατρός που σπούδασε στη Ρουμανία σαν τον Στάθη Ανιμούκα, τον ανεπίσημο αρραβωνιαστικό της, θα προσπαθήσω και θα αποσπαστώ από την πραγματικότητα, έχω κιόλας αποσπαστεί, κι όπως θα δεις, την Ελένη της ιστορίας την έχω φανταστεί με τα δικά σου εξωτερικά γνωρίσματα, εσύ φοράς τα μαύρα, φοράς τα μαύρα, γιατί δε θα μπορούσες να παίξεις με τα χρώματα κι εγώ με τα λακόστ μπλουζάκια ριχτά επάνω μου γιατί δε θα κατάφερνα να βολευτώ σ’ ένα πουκάμισο, εσύ κι εγώ φοβόμαστε τη γελοιότητα, την τρέμουμε, το σώμα μας τρέμουμε, Ηώ κρατίστη, αλλά εσύ θα αναληφθείς σ’ ένα μπαλκόνι και μην θαρρείς πως εξομολογούμαι, δε θα σε πλησιάσω καν, σ’ έχω απλώς να με φαντάζεσαι καθώς εγώ δεν θα χάνω από τα μάτια μου τον Αντώνη Λύτρα που προχωρεί αργά, παραμονές Χριστουγέννων, με τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν, δεν έχει κουράγιο για δουλειά, από το απόγευμα κάτι τον έπνιγε, ούτε τολμούσε να επιστρέψει στης Φανής -

Η Μάρω Δούκα αφηγείται ιστορίες με τέχνη, ζωντανεύει τα πρόσωπά της, κινεί με επιδεξιότητα νήματα παράλληλα ανάμεσα στον κόσμο των πραγμάτων και στον κόσμο του μυαλού, όπως στο τελευταίο της έργο, την Ουράνια μηχανική. Αγγίζοντας προβλήματα υπαρξιακά στην ουσία τους, μέσα από τον εφήμερο αλλά καθοριστικό χαρακτήρα της ελληνικότητάς τους, αναζητεί τον πυρήνα της ευτυχίας, καταγράφοντας την αντίφαση της πραγμάτωσής της μέσα σε έναν κόσμο που τη μάχεται σε όλα τα επίπεδα. Αυτή η σύνθετη οπτική, που τη διαφοροποιεί τόσο από τους αμιγώς ρεαλιστικούς συγγραφείς όσο και από τους θεράποντες του φανταστικού, εκφράζεται κατά κύριο λόγο στο ύφος της, στις συνεχείς αναλήψεις της αφήγησης, στην τεθλασμένη ευθεία των γεγονότων ή στο παροξυσμό τους, που μοιάζει να εκπορεύεται άμεσα από τη συμπύκνωση των βιντεοπαιχνιδιών στο τελευταίο της έργο, στον εσωτερικό μονόλογο που κατακρημνίζει κομμάτια ολόκληρα συνείδησης υπέρ της αλήθειας του ήρωα. Αν όπως έλεγε ο Ρ. Μπαρτ ο ρεαλισμός έχει οριστεί πολύ περισσότερο σε σχέση με το περιεχόμενο παρά με την τεχνική του, η Δούκα μας δίνει μια απολύτως σύγχρονη και μοντερνιστική εκδοχή της τεχνικής αυτής. [Τιτίκα Δημητρούλια]


Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles