Ξύπνησα από κάτι που δεν ήταν όνειρο, γιατί τα ξέρω τα όνειρά μου, τα καταλαβαίνω αμέσως
Σαν άρρωστα έρχονται κοντά μου τη νύχτα, τα Όνειρα, και μου λένε τραγουδιστά το παράπονό τους. Μου αφηγούνται μια καινούργια ιστορία, που τελειώνει ακριβώς όπως και η προηγούμενη. Προφασίζονται ότι είναι οι πρωταγωνιστές, αλλά επιθυμούν να τα απαλλάξω από αυτήν.
Κι αν την τοποθετούν, την Ιστορία, σε τόπους που δεν επισκέφτηκα ποτέ, κι αν δεν με γνωρίσουν, τα όνειρά μου εμένα αφορούν, την αγιάτρευτη περηφάνια μου που είναι στο επίκεντρο… Βλέπω και ακούω τις λέξεις που μου πήραν, τα πρόσωπα που στράφηκαν εναντίον μου. Ανοίγω το στόμα και η γλώσσα επιστρέφει σαν πουλί στη φωλιά του, το γλωσσίδι στο κουδούνι. Με τυραννούν να νιώσω χαρά. Τώρα όμως ξύπνησα από κάτι άλλο.
Δεν μπορεί να είναι όνειρο. Τα ξέρω τα όνειρά μου. Με κάθε χρόνο που περνάει, μοιάζουν όλο και περισσότερο. Αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Χάρις που μου δόθηκε. Ένας εντελώς καινούργιος τρόπος ν’ αντιμετωπίζω τον κόσμο, σαν σκηνή που η οθόνη του είναι το δέρμα μου, καλά τεντωμένο πάνω στο σώμα μου. Και είμαι δεμένος ανάσκελα σαν τον Γκιούλιβερ. Γυμνός τα αποκαλύπτω όλα.
Δεν ξέρω αν θέλω να υπεραίρομαι. Δεν ξέρω αν θέλω να πω πως εγώ, που το μόνο που έκανα στη ζωή μου ήταν να αναζητώ το δρόμο μου, γνωρίζω πιο πολλά για τη ζωή από ό,τι οι άλλοι. Πού στηρίζεται αυτό το επιχείρημα; Ποιον ωφελεί; Καλύτερα να γελάς και να είσαι αδαής.
«Ἐάν γάρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐ ἔσομαι ἄφρων, ἀλήθειαν γάρ ἐρῶ. Φείδομαι δέ, μή τις ἐμέ λογίσηται ὑπέρ ὁ βλέπει μ ἤ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ.» Και για το όνειρο που πρέπει να ήταν κάτι διαφορετικό «δι ὁ ἵνα μή ὑπεραίρομαι, ἐδόθη οἱ σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος γλυκύς, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μή ὑπεραίρομαι. Ὑπέρ τούτου τρίς τριάντα τρεις φορές αυτόν παρακάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ' ἐμοῦ. Καί εἴρηκέν μοι, Ἀρκεῖ σοι ἡ Ἀγάπη μου, Τρεις όχι! Τριάντα τρεις φορές παρακάλεσα τον άγγελο να έρθει, και στην αδυναμία και στην στεναχώρια μου η γλώσσα μου επέστεψε σε μένα σαν πουλί στη φωλιά, σαν το μέλος στον ευνούχο…
Δεν ξύπνησα από όνειρο. Η σταγόνα του αίματος κρέμεται από τον σκόλοπα. Ο πόνος διαπερνά γλυκά τη σάρκα μου. Το ράμφος μου τρυπά το πλευρό. Οι τσουκνίδες που με ραπίζουν αποκαλύπτουν πάνω στην κοιλιά το σχήμα του έρπητα ζωστήρα. Δεν έχω τίποτα για να αντισταθώ, νιώθω ωστόσο τη δύναμη να αυξάνει εντός μου.
Ἀπορούμενοι ἀλλά οὐ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλά οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλά οὐκ απολλυμένοι. Ὅταν γάρ ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμί.
Η Ιστορία του JanHenrikSwanσε μετάφραση Μαργαρίτας Μέλμπεργκ δημοσιεύτηκε στο 94οτεύχος του ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟΥ –– για την αντιγραφή