Ήταν κοπελίτσα ακόμα και όλοι είχαν να λένε για τις χαρές της, την αθωότητά της, τις μεγάλες μπούκλες που έπεφταν στους ώμους της όταν τα απογεύματα τραγουδούσε μπροστά στο πιάνο που έπαιζε η μητέρα της, συγκινημένη στο άκουσμα της φωνής της
Έτσι ήρεμα κυλούσε η ζωή σε εκείνο το σπίτι, ώσπου μια μέρα εμφανίστηκε ένας άγνωστος και έμεινε να ζήσει εκεί. Ήταν ψηλός και όμορφος, καλός και έξυπνος, και το κορίτσι τον θαύμασε από την πρώτη στιγμή. Μερικές φορές εκείνος της έσφιγγε το χέρι και το βλέμμα του, όλο μυστήριο, βυθιζόταν στα γαλανά μάτια της. Από τότε που είχε έρθει όλα ήταν πιο διάφανα, πιο ευγενή. Οι μέρες κυλούσαν γοργά, πέρασε ένας χρόνος κι έφτασε η ύστατη στιγμή: εκείνος έφυγε κι εκείνη γνώρισε μέρες θλίψης και πόνου, αλλά δεν θέλησε να ρωτήσει κανέναν αν θα γύριζε.
Μια μέρα, απρόσμενα, ο φιλοξενούμενος επέστρεψε, πλησίασε τα χείλη της και ψιθύρισε: «Μη φοβάσαι, αγαπημένη μου, είμαι αόρατος για τους άλλους». Τα στόματά τους ενώθηκαν με πάθος. Από τότε ήταν πάντα κοντά της: τον έβλεπε στο βάθος κάποιου δωματίου, στο διάδρομο, στο πλατύσκαλο. Την ακολουθούσε στο δρόμο, αισθανόταν να τη σφίγγει δυνατά πάνω του κι εκείνη παραδινόταν στην αγκαλιά του. Η πιο παράξενη ευτυχία τη συνόδευε παντού: στον κήπο, δίπλα στο πιάνο, ένιωθε τα χέρια του να την χαϊδεύουν. Τις νύχτες ξυπνούσε και τον έβρισκε δίπλα της να της ξεκουμπώνει αργά τα κουμπιά του νυχτικού.
Όλοι έλεγαν πως το ονειροπόλο βλέμμα της και τα κατακόκκινα μάγουλά της οφείλονταν στον πυρετό, αλλά εκείνη σκεφτόταν πως κανείς δεν έπρεπε να μάθει με πόση σφοδρότητα παραδίνονταν στον έρωτά τους.
[Η μετάφραση του αφηγήματος ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ του JuanEduardoZunigaείναι προϊόν των εξ αποστάσεως σεμιναρίων λογοτεχνικής μετάφρασης του ισπανικού τμήματος ΕΚΕΜΕΛ και δημοσιεύτηκε στο 93οτεύχος του ΕΝΕΤΥΚΤΗΡΙΟΥ]