Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Μαρία Μήτσορα, Σε κάθε γλώσσα υπάρχουν λέξεις που κυριολεκτούν: η λέξη χάδι πραγματικά χαϊδεύει

$
0
0

ΚΑΘΕ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ: καμιά φορά η γλώσσα μου φαίνεται μια μεγάλη μάζα υγρή, θάλασσα ή ποταμός, που κατεβάζει λέξεις. Δαμάζοντας τα κύματα ακυβέρνητων φράσεων, λέμε ιστορίες. Ταξιδεύοντας πάνω στον αφρό των λέξεων, ψάχνουμε το δρόμο προς τα πίσω. Προς το αποτύπωμα της πρώτης συγκίνησης, από τα πρόσωπα και τα πράγματα…

Όλα τα σπίτια της παιδικής ηλικίας θα έπρεπε να ανοίγουν στη μνήμη σαν τριαντάφυλλα… Όμως εκείνο το σπίτι έρχεται προς το μέρος μου, αφήνοντας μέσα σε μια λεπτή ομίχλη τους αρμούς του, έτοιμο ν’ ανοίξει σαν ματωμένο τριαντάφυλλο όταν σκύβω άλλη μια φορά πάνω από το μυστικό του… Το σπίτι, πλησιάζοντάς με, μικραίνει, σε λίγο σε πολύ λίγο, μου φτάνει μέχρι τα γόνατα: δεν χρειάζεται να σηκωθώ στις μύτες των ποδιών, για να διακρίνω μέσα τους τρεις ανθρώπους, σε μια μυστική, τελεσίδικη χορογραφία. Ελάχιστα τα χρώματα, λίγο κίτρινο, από μια μικρή λάμπα για τη νύχτα, τρυπάει κι αραιώνει το πηχτό γκρίζο. Οι δυο άνθρωποι πιο φανεροί, ο τρίτος κρυφός, να μπαίνει κρυφά, να έχει στο σώμα κάτι από τσακισμένο αιλουροειδές. Κι αυτό που με ξυπνάει είναι οι πιτσιλιές στο πρόσωπό μου που μυρίζουν αίμα… [από το ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ του βιβλίου ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ]

ΕΙΣΑΓΩΓΗ (από το βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ 2006)
Η διαδρομή μας είναι ανεπανάληπτη, ποτέ δεν θα γυρίσουμε πίσω, χείμαρροι του χρόνου μας κόβουν το δρόμο, πάτοι πηγαδιών τινάζονται στον αέρα και στροβιλίζονται καταπάνω μας, έτοιμοι να μας καταπιούν.Οι παλιές γέφυρες έχουν τόσο φθαρεί απ’ τα βήματα άλλων ταξιδιωτών, που κρέμονται, απελπιστικά φαγωμένες και λεπτές, πάνω από την άβυσσο. Μόνο σε μια ουράνια αντανάκλαση θα ξαναδούμε αυτά που ξεχάσαμε για να ενηλικιωθούμε… Από μυστική ευχή συμμαζεύονται λίγο το αχνό απόγευμα και η θρυμματισμένη διαδρομή μου. Τι έχασα; Τι χάθηκε; Τι χύθηκε; Τι εξατμίστηκε από μένα; Με πιάνει πείσμα και λέω ότι η φλόγα πάλι θα μου χαριστεί. Με πιάνει πείσμα και λέω ότι δεν είναι τα μάτια μου κομματάκια πάγου, που ιριδίζουν στον πάτο του ουράνιου καθρέφτη.
Σε κάθε πόλη αντιστοιχεί και η ουράνια αντανάκλασή της, και η υποβρύχια διάστασή της. Νέα Σμύρνη SerMer. Πριν να διαβάσω, πριν να διανοηθώ την «Επιστημονική Φαντασία», η Νέα Σμύρνη υπήρχε παραθαλάσσια. Είχα κολυμπήσει στα πεντακάθαρα νερά των δρόμων-καναλιών της, πάνω από μωσαϊκά στολισμένα με σχήματα δελφινιών και κοχύλια.

Αν δεν τεντώσω τέλεια το σχοινί που είναι φτιαγμένο από λέξεις, για να χορέψω πάνω από την άβυσσο, τότε η άβυσσος θα με καταπιεί. Κι αν δεν με καταπιεί για πάντα, αλλά με φτύσει ακόμα μια φορά, θα κινδυνεύει το μυαλό μου να γίνει μια πίστα όπου θα χορεύουν χωρίς ειρμό λέξεις και εικόνες, τσακισμένες θεότητες που έπαψαν να είναι γόνιμες.

Κάποιος είπε «Τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου»Έτσι είναι, γι’ αυτό, όσο πιο τσακισμένα τα ελληνικά, ο κόσμος γύρω μας, ο κόσμος μέσα μας, είναι έτοιμος να καταρρεύσει.
Οι λέξεις και τα πρόσωπα και τα πράγματα. Η βαθύτερη, η κρυφή σχέση που έχουν μεταξύ τους. Φύσει ή θέσει; Αυτή ήταν η αρχαία έριδα, από την εποχή του Αριστοτέλη. Αυτό είναι το βαθύ και επίμονο ερωτηματικό. Πάντως η λέξη μαξιλάρι, όταν ήμουν παιδί, έλεγε ξξξτ! στον ύπνο, ενώ η λέξη προσκέφαλο με καθησύχαζε.
Η σχέση με τις λέξεις είναι η σχέση με τους ανθρώπους, με τα πράγματα είναι η σχέση με τη ζωή.Κάποτε, σ’ ένα ταξίδι, πηγαίνοντας με αυτοκίνητο προς την Κωνσταντινούπολη, ψάχναμε ώρες στη Σμύρνη, γιατί ήθελα να κοιμηθώ σε κάποιο HotelKismet. Δεν ήταν όμως γραφτό ούτε να διαβώ καλά καλά το κατώφλι. Ένα γκρουπ Βόρειων έψαχνε πριν από μένα εκεί τη μοίρα του. Το είχαν κατακλύσει και ακούγονταν όλοι μαζί να τραγουδάνε χτυπώντας παλαμάκια. Εκείνο το βράδυ στο υποκατάστατο –ξενοδοχείο Serai(αφού πάλι δεν εννοούσα να κοιμηθώ, στην πόλη όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου, σ’ ένα ξενοδοχείο που να μην έχει ωραίο όνομα), παρόλη την κούραση, άργησε πολύ να με πάρει ο ύπνος. Σκεφτόμουν πως σ’ όλη μου τη ζωή άνθρωποι και πράγματα με ωραία ονόματα με αιχμαλώτιζαν.Είχα μεγαλώσει, φαίνεται, με μία προδιάθεση για το «φύσει», γι’ αυτό, ίσως, να μην γνώρισα ούτε μιαν ελεύθερη αναπνοή. Γνώρισα την Ελευθερία σαν ένα αδιάφορο γυναικείο όνομα. Γνώρισα την εξάρτηση σαν ένα μονοπάτι με ωραίο όνομα, που με οδήγησε, μέσα από έναν ιδιωτικό κήπο, στη Σιβηρία μέσα μου.

Αν είχα παιδιά, θα μάθαιναν άραγε να συντάσσουν προτάσεις με αρχή –μέση – τέλος; Ή θα έφτιαχναν δαιδαλώδεις λεκτικές κατασκευές;Αφού θα εφεύρισκα παραμυθάκια όπου θα πρωταγωνιστούσαν οι λέξεις. Θα τους έλεγα ας πούμε, για τις Πέτρινες Λέξεις: όταν οι άνθρωποι θέλουν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο, κι ανάμεσά τους αφρίζει ένα χείμαρρος, πέτρινα λιθάρια, πετάνε λέξεις, για να πατήσουν επάνω και να αγγίξουν ο ένας τα δάχτυλα του άλλου. Θα τους έλεγα για το Βαρύ Λεκτικό Οπλισμό: άλλοτε, στις εκτάσεις του βασιλείου της Εχθρότητας, πετάμε λέξεις ο ένας στον άλλο, όπως παλιά πετούσαν το γάντι σ’ έναν αντίπαλο. Εκτοξεύουμε λέξεις-βέλη, λέξεις-ακόντια, ή λέξεις-σφαίρες, για να πληγώσουμε και να σκοτώσουμε. Ίσως να τους έλεγα για τη Διχτυωτή Ιδιότητα των Λέξεων: με τύλιξε σ’ ένα δίχτυ από γοητευτικές λέξεις, που σφίχτηκε γύρω μου και με ακινητοποίησε.

Σε κάθε γλώσσα υπάρχουν λέξεις που «κυριολεκτούν». Η λέξη χάδι πραγματικά χαϊδεύει.
Στην τύχη διαλέγοντας λέξεις για να παίξουμε θα τους έλεγα: Πάνω από τη λέξη ΛΙΜΝΗ σκύβουν τα άλογα και τα γαϊδουράκια.Χωρίς να το ξέρουν, καθρεφτίζονται τα όμορφα μάτια τους μέσα στη λεία υγρασία του λάμδα. Εμείς μπορούμε να σκύψουμε και να κοιτάξουμε το πρόσωπό μας, με τη χούφτα μας παίρνοντας λίγο νερό, να πίνουμε γουλιά-γουλιά. Μία γουλιά κρυστάλλινο νερό παγώνει τον οισοφάγο μας… μακρύς ο οισοφάγος μας… πόσα εκατοστά; Τι σχέση έχει με τους σκουπιδοφάγους; Γρήγορα το νερό που κατεβαίνει παίρνει τη θερμοκρασία του σώματος και χάνεται. Θα τους έλεγα, όπως οι αρχαίοι σοφιστές:
«ό,τι λέμε περνάει μέσα από το στόμα μας. Ποτάμι λέμε, ποτάμι περνάει μέσα από το στόμα μας»


ΚΑΘΕ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΡΟΛΟΓΟΣ (από το βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ 2006)
Έχω περάσει μεγάλο μέρος της ζωής μου πάνω στη γη σαν ισόβια σε κάθειρξη. Έχω αντιληφθεί τη γέννησή μου σαν την αρχή του τέλους. Κάθε σχέση μου σαν αποχαιρετισμό.
Όμως, με την ίδια ταχύτητα που φεύγουμε από- πηγαίνουμε προς. Γι’ αυτό κάθε επίλογος είναι κι ένας πρόλογος.
Καμιά φορά η γλώσσα μου φαίνεται μια μεγάλη μάζα υγρή, θάλασσα ή ποταμός, που κατεβάζει λέξεις.
Δαμάζοντας τα κύματα ακυβέρνητων φράσεων, λέμε ιστορίες. Ταξιδεύοντας πάνω στον αφρό των λέξεων , ψάχνουμε το δρόμο προς τα πίσω. Προς το αποτύπωμα της πρώτης συγκίνησης, από τα πρόσωπα και τα πράγματα.
Μέσα στη φυσαλίδα του ονόματός μας, κατεβαίνουμε το μεγάλο ποτάμι των μεταμορφώσεων. Οι μορφές μας, οι στιγμές μας, αναδύονται μέσα από τη δίνη των δικών του υπόγειων ρευμάτων.
Αν γινόταν να πιαστούμε από μια λεξούλα που να περιέχει όλες τις υπόλοιπες. Να προφέρουμε μια ευχή που να περιέχει όλες τις ευχές.

Να είναι καλό το ταξίδι μας μέχρι την Αρχή μετά το Τέλος.
Οι λέξεις μας περιέχουν δύναμη, καμιά φορά μαγική, αλλά και προφητεία και μνήμη. Γι’ αυτό, τώρα που μίλησα πολύ για μένα, προφητεύω και εύχομαι, στο μέλλον θα – στο μέλλον να – περιγράφω ραγίσματα σε άλλα ταβάνια και αναμνήσεις από ανταύγειες σε άγνωστους καθρέφτες… Γιατί μου έχει τύχει να δω τη γλώσσα σαν υφαντό χαλί της έκτης αίσθησης.
Θα συνεχίσω να γράφω ποιητικά. Ας εξηγήσει γιατί ο Veleryπαραφρασμένος: «Η Ποίηση προσπαθεί να αποδώσει έναρθρα ό,τι εκφράζουν σκοτεινά και θολά, τα δάκρυα, οι κραυγές, οι αναστεναγμοί».Θα ήθελα να προσθέσω και τα απελευθερωτικά γέλια και τα μελαγχολικά –γιατί όχι – και τα ευτυχισμένα χαμόγελα.

Μου έχει τύχει να δω τη γλώσσα και σαν ένα φαγητό που ψήνεται στη φωτιά.Μαγειρεύοντας τις ευκτικές, τις προστακτικές, θαυμαστικά, τελείες και παύλες, γέλια και δάκρυα, καμιά φορά το καπάκι τινάζεται στον αέρα. Ένας πηχτός ατμός γίνεται τζίνι. «Γιατί αναστενάζεις μαγειρεύοντας;»με ρωτάει θυμωμένα. Αρχίζω να τραυλίζω «Γιατί κάποιος σοφός έλεγε ότι με τους αναστεναγμούς επικοινωνούμε με το Θεό». «Κι αυτό κάπου το διάβασες, ξέχνα τα όλα, και διάλεξε τώρα αμέσως ένα συναίσθημα». Χωρίς δεύτερη σκέψη, απαντάω «τον Ενθουσιασμό».
Η Μαριάννα κι εγώ, απ’ όσα φέραμε πίσω από τις Ινδίες, προτιμάμε ένα κόκκινο σποράκι με ένα πώμα ελαφαντάκι, καμωμένο από ελεφαντόδοντο. Μέσα, περιέχει άλλα έντεκα μικροσκοπικά ελαφαντάκια. Ελπίζω, κάποτε, μέσα από αυτό το σποράκι, να αρχίσουν να καταφθάνουν οι
ΔΩΔΕΚΑ ΧΑΜΕΝΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΤΟΥ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΥ

Οι ήρωες της Μαρίας Μήτσορα συνήθως λογοδοτούν στη γεωμετρία του ΤΥΧΑΙΟΥ, στη μεταφυσική του ΤΙΠΟΤΑ, στην ποίηση του ΛΑΧΤΑΡΩ. Το ίδιο πράττει και η ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ σ’ αυτή την παραβατική μυθιστορηματική αυτοβιογραφία της. Περιφέρεται, εντός και εκτός σελίδας, μ’ ένα ανικανοποίητο αίσθημα αποχαιρετισμού ερώτων (διάβαζε: εξημερωμένων θανάτων), ταξιδιών (λαβύρινθων αυτοπαρατήρησης) ιστοριών (μασκαρεμένων σιωπών). Η γραφή της Μήτσορα βυθίζει τον αναγνώστη, με ανελέητο μάυρο κέφι, στο παραδεισένιο μηδέν του ξανακερδισμένου εαυτού [από το ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ του βιβλίου]


Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles