Ο χρόνος μέσα στα Ποιήματα που γράφουμε, τώρα φανερώνεται πόσο ασύλληπτος εστάθηκε για τους επιστήμονες όλων των εποχών. Και το ζευγάρι που πρόφτασε κιόλας να φιλιέται πίσω από τις δεμένες και στερεωμένες επάνω στην κουπαστή, βάρκες, δεν είναι κατά βάθος παρά μια επιπλέον επιβεβαίωση της αδεξιότητας που μας πλήττει μπροστά στην ιδέα του θανάτου. Επειδή την έννοια της διάρκειας την έχουμε, από ζώντας ήδη, παρανοήσει. Δυστυχώς. Όλα τα εξαρτούμε από μια ταυτότητα που μας δόθηκε χωρίς να την έχουμε ζητήσει. Κι ο αγώνας ν’ ανταποκριθούμε στα στοιχεία της καταντά μιας διαρκής καλπονόθευση που τις συνέπειες της πληρώνουμε δια βίου χωρίς η πραγματικότητα να μας έχει ποτέ της χρεώσει. Αλλά είναι που πιάνουμε πάντα το ποτήρι –ποτέ την πυρίκαστο ύλη που το έπλασε. Πολύ λιγότερο την τελική του διαφάνεια. Εάν όμως δεν είναι από την ύλη που φτάνεις ως το σημείο να μην μπορεί πια να σε παρακολουθήσει το φθαρτό μέρος του εαυτού σου – από πού είναι; Ποιος έχει σε έσχατη ανάλυση την ευθύνη;(Οδυσσέας Ελύτης, Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο)
Στο ερώτημα των μάγων οι αστέρες αποκρίνονται κατά προσέγγιση. Ο Ποιητής προτιμά το καίριο. Ξέροντας πως κι αν αστοχήσει στο επί μέρους, το όλο δεν παύει να υπάρχει.
Ένας ακατανόητος συνειρμός από λέξεις, στο βαθμό που προσμετρά, παρόλα αυτά, τον παράγοντα του τυχαίου, δεν είναι διόλου άσκοπος. Εμείς τα έλλογα όντα, μένουμε απ’ έξω – και στο αναμεταξύ σφοδρές κακοκαιρίες παρασύρουν τη σφαίρα της ζωής που έχει ανυψωθεί σαν αερόστατο σε περιοχές όπου κάθε επικοινωνία καθίσταται πλέον αδύνατη. Τα κιάλια που ίσα-ίσα χρησιμοποιεί αυτή τη στιγμή ο Ανδρέας Εμπειρίκος ανεβασμένος στην επάνω γέφυρα, παρακολουθούν σε μεγέθυνση 7χ10 τα πουλιά που ξέφυγαν από τα ποιήματά του. Για την ακρίβεια δεν είναι πουλιά: είναι σήματα που για πολλούς δεν λεν τίποτα –κι ύστερα; Υπάρχουν λέξεις –μην το λησμονούμε- που όχι μόνο δεν υπηρετούν αλλ’ απεναντίας υπονομεύουν το νόημα που προσποιούνται ότι εκφράζουν. Όπως πάμε δεν αποκλείεται και να ξοφλήσουμε μια μέρα οριστικά με το λόγο. Είναι ανάγκη από τώρα η επικοινωνία μας να επιχειρείται και με άλλα μέσα. Κι από το δρόμο του «ευωδιάζειν» κι από το δρόμο του «ίπτασθαι», πάνω και πέραν από το γεγονός του θανάτου.
Ω! αν ήταν δυνατόν ένα βότσαλο, κει που γυαλοκοπά καθώς αποτραβιέται το κύμα, ν’ αποκτήσει συνείδηση πώς θα μας καταλάβαινε!
Επιτέλους, να βρίσκεται ή όχι στη ζωή κανείς, όπως λέει κι ο Μπρετόν, είναι μια φανταστική υπόθεση. Να βλέπει όμως το δέρας που κυνηγούσε σαράντα τόσους χρόνους κρεμασμένο σ’ ένα τσιγκέλι να το δέρνουν οι αέρηδες χωρίς ούτε ένα χέρι ν’ απλώνεται κατά κει, μα την αλήθεια δεν υποφέρεται. Κάποιος, φαίνεται, ταχυδακτυλουργός, ικανός να βγάζει ατέλειωτη σειρά σημαίες από το μανίκι του, συνέπεσε να παρεμβληθεί στα τέσσερα δισεκατομμύρια βονάσσους που παν κουτουλώντας όπου λάχει – και στον ιερέα που πασχίζει να διευθετεί μενεξέδες, καράβια και γυμνά κορίτσια, επάνω στο τέμπλο της θάλασσας το ασημένιο…
Σήμερα, εάν δεν έχεις τίποτα να κερδίσεις απ’ αυτό που κάνεις σε κοιτάζουν όλοι με ανοιχτό στόμα…
Ω και τα λόγια τα ελληνικά, θα ’λεγες πεισμάτωσαν άξαφνα και αρνούνται να υπακούσουν εάν συμβαίνει να είσαι, όχι μόνο από την άποψη της ιθαγένειας αλλά και κατά φαντασίαν Έλλην. ήδη, αυτά που λέω, στην ακοή των τρίτων φτάνουν κινέζικα. Κι εμείς που λέγαμε ότι δεν θα γίνουμε ποτέ στρατιώτες! Οι στολές κάπου, σε κάποιο αόρατο εργαστήριο, ετοιμάζονται. Είναι κομμένες ομοιόμορφα όπως οι ιδέες κι επιπλέον προσφέρονται δωρεάν! Το μόνο δωρεάν που ίσως γνωρίσει από δω και εμπρός η ανθρωπότητα, κατά τα εννέα δέκατα εθελοντής στα ίδια της τα δεσμά.
Η Ποίηση, που από τη φύση της δεν αρκείται ποτέ στη μία όψη των πραγμάτων, έφτασε να 'ναι στις μέρες μας η μόνη πραγματικά επικίνδυνη για τους εκάστοτε κρατούντες. Γι'αυτό και οι πιο έξυπνοι απ'αυτούς τη βάζουν τώρα τελευταία να φωνάζει «ελευθερία», όπως οι κλέφτες για να τρομάξει ο νοικοκύρης -ωσότου ο αφανισμός της συντελεστεί. Τριάντα αιώνες και πλέον ο άνθρωπος πασχίζει να βάλει τη μια λέξη κοντά στην άλλη με τέτοιον τρόπο που η σκέψη να εξαναγκάζεται να παίρνει καινούργιες, αδοκίμαστες στροφές. ιδού που για πρώτη φορά η λειτουργία αυτή σταμάτησε. Είμαστε πανέτοιμοι για τη βλακεία…
Και μήπως τι άλλο είναι η νεότητα παρά ισχύς φαντασίας, δυνατότητα ονείρου;
Τα όνειρα των νέων που ήταν και είναι η μόνη ελπίδα… πού είναι σήμερα; Στα ρομπότ και στους πυραύλους των αμερικανικών «κόμικς» ή στις μπροσούρες και στα επιχορηγημένα περιοδικά; Ο μισός αιώνας πέρασε και μοιάζουμε κολοβοί όσο ποτέ άλλοτε. Κατά τα φαινόμενα δε γίνεται τίποτα. Η αντίδραση έχει τον τρόπο της να επιβάλλεται. Αν χρειαστεί, να είσαι βέβαιος, θα φορέσει και την προσωπίδα του επαναστάτη. Αν καταλάβει πως η πέτρα του σκανδάλου δεν είναι τόσο η κοινωνική αδικία όσο η ηθική θα της αλλάξει όνομα πιθανόν – όμως θα την κρατήσει γιατί την χρειάζεται. Θα πρόκειται πάλι και πάλι και ξανά για την Ηθική, μια κόρη σεμνά ενδεδυμένη, άκρως νευρωτική και μόλις βγαλμένη από κάποιο Κατηχητικό που απλώς του αντικαταστήσανε τους παπάδες.
Σίγουρα και παρά τη θέληση του θεού, δεν είμαστε καμωμένοι για να εισπράττουμε προκαταβολές Παράδεισου…
Την ημέρα που η Ποίηση βρει ξανά τη δύναμη ν’ αποδράσει από τις βιβλιοθήκες και από τα έντυπα των έτοιμων πολιτικών ενδυμάτων, οι πρώτοι νέοι που θα το συνειδητοποιήσουν, γονυπετείς θα ζητήσουνε –για λογαριασμό της ίδιας της ζωής- συγγνώμη από αυτόν τον Επαναστάτη με έψιλον κεφαλαίο (εννοεί τον Ανδρέα Εμπειρίκο). Και από κοντά τους όλοι εμείς οι αμαρτωλοί, με τα βραβεία μας και τις υποκλίσεις μας, όταν αυτός με ψηλά το μέτωπο πέρασε ανάμεσα απ’ τις συμπληγάδες της επικαιρότητας χωρίς να παραδώσει ούτε μια τρίχα από τα πλούσια μαλλιά του «τοις κυσί»…
Αλλά όταν δεν κάνεις το νάνο ανάμεσα στους νάνους είναι γι’ αυτούς πολύ οδυνηρό να αναγνωρίσουν και να παραδεχτούν το πραγματικό σου ανάστημα. Πόσο μάλλον όταν μαντεύουν ότι τους φέρνεις μιαν αυγή, που το φως της μήτε να το διανοηθούνε δεν θέλουνε.
Κι είναι η περίπτωση: κάτω από τη φαινομενική ομοιομορφία της αυτόματης γραφής, πραγματικά, τα χρώματα μιας «άλλης αυγής» διαγράφονται στον ορίζοντα. Και ο επαρκής αναγνώστης, σαν μέσα από ρωγμές καταφερμένες πάνω στη συμβατική πραγματικότητα, διακρίνει την έκταση μιας καινούργιας χώρας όπου η Ηδονή αφυπνίζεται και ζητά να περιβληθεί τα βασιλικά της διάσημα…
Όπως και να το κάνουμε και παρά την υποτιθέμενη πρόοδο, η κακομεταχείριση της ηδονής διαρκεί ως τις μέρες μας χωρίς ανάπαυλα. Την ομιλία των σωμάτων οι κοινωνίες φρόντισαν ανέκαθεν, σαν ευσυνείδητες τηλεφωνήτριες να τη συνδέουν με τη χυδαιότητα. Κι όταν επαναστατώντας ένας Μαρκήσιος Ντε Σαντ τολμά μια μέρα ν’ αδράξει τα σύρματα, είναι για να μας συνδέσει με κάτι εξίσου απαράδεκτο: τη βιαιότητα. Πάλι τα ίδια. Ο νοσηρός ρασοφόρος και ο νοσηρός ελευθεριαστής δίνουν τα χέρια ώστε όλα εκείνα τα παθητικά κρυφοψιθυρίσματα, όλες εκείνες οι υπέροχες μικρές κραυγές, αντί να ευφράνουν τη συνείδηση μας, να την ταράζουν.
Αλλά εδώ είναι, σ’ αυτό το σημείο, που έρχεται να σταθεί ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Μια γλυκιά μορφή όπως του Ναζωραίου, μ’ όλο της το φως μ’ όλη της την ευλογία, να πλανηθεί πάνω από τις νυμφικές –νόμιμες ή παράνομες- παστάδες.
Μπορεί, δε λέω, μέσα στις γενικές κατευθύνσεις του Υπερρεαλισμού, η ανάδειξη της ερωτικής πράξης σε αυτόνομη αξία μ’ όλες τις πιθανές της προεκτάσεις να υπήρχε ήδη σαν αίτημα. Το μέρος όμως της θαυματουργίας, όπου και το ελάχιστο μόριο της ύλης καθοσιώνεται, είναι προσφορά του ποιητή μας, απότοκο καθαρό της ιδιοσυγκρασίας του. Δεν έχει κανείς παρά ν’ αντιπαραβάλλει τον «ΜΕΓΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ» με τις «140 ημέρες των Σοδόμων» για ν’ αντιληφθεί πώς είναι δυνατόν
μια Κόλαση ακατανόμαστη να μετατραπεί με τα ίδια υλικά σ’ έναν επί γης Παράδεισο.
Περί αυτού πρόκειται: η Ποίηση έγινε για να διορθώνει τα λάθη του Θεού ή αν όχι, τότε για να δείχνει πόσο λανθασμένα εμείς συλλάβαμε τη δωρεά του.
Ο σωρός από τα υλικά που είναι αυτός ο κόσμος, αγαπητέ μου Ανδρέα, τολμήσαμε κάποτε να σκεφτούμε ότι θα μπορούσε, με μια διαφορετική μέθοδο συναρμογής υπαγορευμένη από τα αισθήματά μας, να δώσει ένα οικοδόμημα πιο κατοικήσιμο. Συναντήσαμε τείχος αδιαπέραστο: την δυτική αντίληψη για την τέχνη. που έφτασε, στην αδυναμία της να κινηθεί σ’ ένα μυθικό επίπεδο, να περιοριστεί στην παρατήρηση και στην ανάλυση, μετατρέποντας το χώρο του ποιήματος από κέντρο μυστηριακών εξακτι΄νώσεων, σε απλό μελαγχολικό εξομολογητήριοο. Και όχι μόνον αυτό, αλλά να εισαγάγει την έννοια του «μοντέλου» και στον λόγο, από την άποψη ότι κατάντησε να υποκαθιστά στο εκάστοτε σώμα ή τοπίο, μια, κάθε φορά και διαφορετική, εξατομικευμένη αυτοβιογραφική περίπτωση. Έτσι όμως η μεγάλη ρόδα με το «πιθανολόγιον» του ανθρώπου σταματάει για τα καλά και ο συγκινησιακός του μηχανισμός δεν γίνεται να λειτουργήσει πλέον παρα΄με πόνο αντί πόνου και σταναγμόν αντί στεναγμού. …
Ωστόσο, στις εποχές τις ιερατικές, ο άνθρωπος δεν εννοούσε ν’ αναμηρυκάζει το γνωστό. Στρεφότανε στο άγνωστο. Ήταν κάτι το αυτονόητο με τον ποιητικόν λόγο να πηγαίνει λίγο πέραν. Αυτό το σκαλάκι που μοιάζει τόσο δύσκολο στα χρόνια μας να το ανεβούν όσοι αλιεύουν στα νερά των ποιημάτων όπως στα νερά των εγκυκλοπαιδειών. Τη φαντασία –τον προπομπό της πραγματικότητας- που μπορεί, όπως παίρνει ένα δένδρο από το λιβάδι και το μετατοπίζει στο δωμάτιό σου, να πάρει μια μοίρα ανθρώπινη σε κατάσταση άλφα και να την μεταβάλει σε κατάσταση βήτα –είναι ανεξήγητο αλλά συμβαίνει- δεν έστερξαν, τουλάχιστον στην πλήρη της ανάπτυξη και λειτουργία. να την αποδεχτούν ποτέ…
Πώς όμως να γίνει; Ζούμε στον αιώνα της ευκολίας. Εδώ πέρα ως και τα λόγια, εάν δεν είναι του καφενείου, δυσκολεύονται να περάσουν –μια περίπτωση που ν’ αυτοκτονήσουν όλοι οι Mallarmeτου κόσμου. Η ιστορία αυτή, όπως θα ’λεγες κι εσύ, δεν έχει τέλος. Περάσαμε από την αισθηματολογία στον υπεραισθητισμό και από κει στην εγκεφαλικότητα κι από κει στην πολιτικοποίηση. Τα πάντα θα ’λεγες είναι ικανός να σοφίζεται ο άνθρωπος φτάνει να μη υποχρεωθεί μα κοιταχτεί κατά πρόσωπο. Κι από την πλευρά του κοινού: να μην εκτεθεί ανεπανόρθωτα.
Και να σκάφτεται κανένας ότι καμαρώνουμε κιόλας για τις ελευθερίες που μας έδωσε ο εικοστός αιώνας
Ο εικοστός αιώνας που μας κληρονόμησε δυο παγκόσμιους πολέμους και καμιά εικοσαριά τοπικούς. χώρια τις δικτατορίες με το τσουβάλι… Η μεγαλύτερη αρετή, όταν οι εποχές οδηγούνται αυτόκλητες προς την υποτέλεια, είναι κείνο το περήφανο, το αψήφιστο κοίταγμα που η καθαρή συνείδηση γίνεται να σου προσφέρει… Η αυτονόητη σε κάθε ανεπτυγμένον άνθρωπο αίσθηση της συμπεριφοράς του απέναντι στους άλλους σε αντίθεση με την «οικοδομημένη ηθική» που κόβεται και ράβεται πάνω στα συμφέροντα μιας ομάδας, είτε πρόκειται για θρησκεία είτε για πολιτική παράταξη. Επειδή εδώ έχουμε να κάνουμε –όπου κι αν βρεθούμε, σ’ όποιο σημείο της γης- με μια τράπουλα εκατοντάδων απαγορευτικών κανόνων, που φιμώνουν το δύστυχο άτομο και δημιουργούν κοινωνικά δράματα κυριολεκτικά εκ του μη όντος…
Δεν είναι αστεία. Είναι μια συνεχής αναμέτρηση που, χωρίς αμφιβολία, στο πεδίο των μαχών της πέφτουν όχι μόνον οι ανειδοποίητοι και αμέτοχοι, σε περίπτωση νίκης, μαχητές αλλά εκατομμύρια ολόκληρα πληθυσμού αμάχου. Το παιδί που δεν έπαιξε, η κόρη που δεν έσμιξε με τον άνδρα που ήθελε, ο σκεπτόμενος που δεν αξιώθηκε να πει τη σκέψη του. Ένα αδιάκοπο φονικό και φονιάδες όλοι μας.
Εάν κάτι μ’ έσπρωξε να φορτίσω τα φυσικά στοιχεία με ηθικές δυνάμεις, ήταν ακριβώς η ανάγκη του συναγερμού για ν’ αντιμετωπιστεί το τέρας που είμαστε. Δεν εδέχτηκα να λατρέψω αυτό το τέρας, ούτε να το θρέψω, ούτε να τραφώ από τις ωδίνες του. Τον απόντα και όμως παρ’ ολίγον άγγελο που θα μπορούσα να είμαι, τον έκλεισα μέσα σε μια σταγόνα, σ’ ένα χορτάρι, σε μια λάμψη και τον έστειλα εκεί που πιθανόν να καρτερεί το καλύτερο, το πιο καταπιεσμένο μέρος του εαυτού μας. Μήπως και με το καθαρό νερό, το φως, την αγνότητα (όλα αυτά που δεν ξέρουν να προφέρουν το μικρό ή το μεγάλο ψέμα) εικονιστεί κάπου μες ση συνείδησή μας το είδωλο που θα ήταν ευκταίο, για το ίδιο μας το καλό, ναν του μοιάσουμε…
«να καταλάβουν όλοι ότι το Χρυσό Δέρας της ανθρωπιάς γίνεται να το κερδίσουν οπουδήποτε, αρκεί να ξέρουν να κρατιούνται στη σωστή απόσταση από του μέσα κόσμου τον μέγα και αόρατο ηθικό τους ήλιο –παίρνοντας παράδειγμα από τη Γη που για να βρίσκεται στη σωστή απόσταση από τον Ήλιο, επιτρέπει τη Ζω.