Την κυνηγούσε ώρα πολλή. Επίμονα. Εκείνη τον άφηνε να την πλησιάζει, αλλά τελευταία στιγμή του ξέφευγε. Όχι σαν να μην ήταν σίγουρη αν ήθελε ή όχι την συνεύρεση, μα ξεκάθαρα θέλοντας να τον παιδέψει. Άτιμο θηλυκό. Το παράκανε όμως και χωρίς να το πάρει είδηση εκείνος, ανέβηκε ψηλά στην κερασιά. Με τρόμο συνειδητοποίησε ότι... ...εκείνος, κάτω, ήταν έτοιμος να παραιτηθεί της προσπάθειας να την κατακτήσει. Τον κοίταζε με κομμένη την ανάσα και μετάνιωνε που το είχε παρατραβήξει (Τσαλαπετεινός, Αυστηρώς Ακατάλληλο)
Όταν τον είδε να απομακρύνεται απογοητευμένος, χωρίς να έχει ανακαλύψει την κρυψώνα της, έκανε ότι της ξέφυγε ένας παραπονεμένος, συγκρατημένα ηδυπαθής αναστεναγμός.
Το σινιάλο έπιασε τόπο: εκείνος σταμάτησε, γύριζε, σήκωσε τα μάτια ψηλά και την είδε ανάμεσα στα φορτωμένα κλαδιά της κερασιάς. Δίστασε να ξεκινήσει και τότε εκείνη για να τον ενθαρρύνει, έσκυψε, γύρισε το κεφάλι της και του έστειλε ένα βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις. Μόνο τότε εκείνος άρχισε να ανεβαίνει.
Έχοντας όμως εξαντληθεί από την προσπάθεια που είχε καταβάλει προηγουμένως και φοβούμενος ότι μπορεί και πάλι, όλο αυτό, να ήταν απλώς η συνέχεια του παιδεμού του, κάθισε σε ένα κλαδί αρκετά πιο χαμηλά από εκείνο που βρίσκονταν εκείνη.
Μόνο όταν σιγουρεύτηκε ότι ήταν έτοιμη να ενδώσει, την πλησίασε αργά. Την κοίταξε με το πιο έντονο βλέμμα που διέθετε κι εκείνη -για μια στιγμή μόνο- σκέφτηκε να συνεχίσει το παιχνίδι της. Αλλά ήταν μόνο μια σκέψη που ούτως ή άλλως, κυρίως λόγω των ακραίων συνθηκών δεν μπορούσε να γίνει πράξη.
Την πλησίασε κι άλλο και την άγγιξε για πρώτη φορά. Ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν και δεν ήξερε αν έφταιγε η ασταθής ισορροπία της πάνω στα δύο λεπτά κλαδιά, ή ήταν η επιθυμία που την είχε κυριεύσει.
Την αγκάλιασε απαλά κι εκείνη κρατήθηκε -γαντζώθηκε στην κυριολεξία- από ένα κλαδί για να μην πέσει.
"where do I start?" της ψιθύρισε τραγουδιστά στο αυτί.
Κοίταξε τριγύρω και τα ώριμα κεράσια της φάνηκαν αστέρια που έλαμπαν.
Αφέθηκε στον ίλιγγο του κενού. Στον ίλιγγο του πάθους.
Εκείνος συνέχισε να μουρμουρίζει αλλάζοντας σκοπό, παραμένοντας όμως στο ίδιο κλίμα. "Je t`aime tant il faut me croire..." ...
...μέχρι την κορύφωση, εκεί ψηλά στην κορυφή, που συνοδεύτηκε από παρατεταμένη βροχή κερασιών.
Ύστερα οι δύο εραστές, απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλον. Εκείνη τεντώθηκε σαν να ήθελε να νιώσει και πάλι το κορμί της. Εκείνος, την κοίταξε και σκέφτηκε "Τί θηλυκό!" Κι εγώ, άφησα τη φωτογραφική μηχανή, πήρα ένα καλάθι και ξεκίνησα να μαζεύω τα κεράσια που είχαν απομείνει στο δέντρο.