Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Γιώργος Χειμωνάς, Ο συγγραφέας δεν μπορεί ν’ αντέξει τη μοναξιά του

$
0
0
Το πρόβλημα που θα μένει πάντα ανοιχτό αφορά το Σύγχρονο Λόγο Γραφής: ποια είναι η μοίρα του πεζού λόγου, πώς αυτός μπορεί σήμερα να είναι δραστικός, ζωντανός, διεγερτικός αλλά και τραχύς, μνησίκακος, θυμωμένος όπου, εν τέλει, συγγραφέας και αναγνώστης θα μοιράζονται το ίδιο την αγωνία της ομιλίας, την κυοφορία ή την Έκκληση του Μύθου, τον Κίνδυνο της Σιωπής… Γιατί η Πεζογραφία είναι η αδιαμφισβήτητη τέχνη του Συμβάντος! Μην ταράζεσθε. Οι πρόδρομοι υπάρχουν από πάρα πολύ παλιά, εμφανίστηκαν περίπου μαζί με το Λόγο!

[Έληξε η αμφισβήτηση. Απαφανατίστηκαν οι επαναστάσεις. Καταγγέλθηκε η απάτη κάθε «πρωτοπορίας» Μια οργιαστική Σιγή εβλάστησε σε όλες τις ρωγμές. Προσέξτε πόσο Ακίνητος είναι αυτός ο Νέος Άνθρωπος, πόσον Αμίλητο Φόνο κουβαλάει μέσα του. Θα έρθουν παιδιά, έφηβοι που θα είναι προορισμένοι για το Συναγερμό του νέου Λόγου. Για λέξεις, δηλαδή, που ποτέ δεν διαπράχθηκαν, για νοήματα που ποτέ δεν ορθολογήθηκαν, για εικόνες που ποτέ δεν μιλήθηκαν. Φοβηθείτε τους!]

Προλογικό σημείωμα (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ, Εκδόσεις Καστανιώτη 1995)
Το βιβλίο αυτό δεν είναι δικό μου: Ανήκειστο άγνωστο κοινό της Κέρκυρας ή του Παρισιού, που με άκουσε και με είδε να μιλάω, ενώ εγώ έβλεπα και άκουγα τον ήσυχο κυματισμό ενός ζωντανού σκοταδιού, που έφθανε ως την όχθη του λόγου μου και αργά πάλι αποτραβιόταν. Ανήκειστην λήθη μου, όπου αυτός ο λόγος σκόρπισε και χάθηκε, τον ξέχασα. Ανήκειπροπάντων στην μνήμη των ποιητών που έψαξαν και μάζεψαν όσα βρήκαν (γιατί χάθηκαν τα περισσότερα) από τα λόγια μου εκείνα. Ανήκειστους άγνωστους αναγνώστες που τα διάβασαν σε περιοδικά και αφιερώματα και που ποτέ δεν θα γνωρίσω. Γιατί ο συγγραφέας δεν έχει άλλους αναγνώστες, ο ίδιος είναι ο αναγνώστης του έργου του(αφού ο συγγραφέας δεν γράφει, διαβάζει γράφοντας – συγγραφέας σημαίνει αναγνώστης, δεν γράφει το λόγο του, τον διαβάζει) Και όταν διαβάζοντας ο συγγραφέας τελειώνει την γραφή του, όταν τελειώνει η ανάγνωση, τότε έχει μπροστά του έναν γραπτό λόγο που του είναι πια ξένος, δεν του ανήκει – δεν ανήκει σε κανέναν.

Ο συγγραφέας, λοιπόν, δεν έχει αναγνώστες, δεν έχει έργο, δεν έχει φίλους. Ούτε καν εχθρούς.Έχει πολλούς που τον αγαπούν, όμως, όταν το μαθαίνει, είναι πολύ αργά – κι αυτοί είναι οι μοναδικοί εχθροί του: ενώ πρέπει να ξέρουν, τον αφήνουν να ψοφήσει σαν σκυλί.Ο συγγραφέας δεν μπορεί ν’ αντέξει τη μοναξιά του.Αμείβει πλουσιοπάροχα εκείνους που τυχαίνει να τον πλησιάσουν, μόνο για να τους βλέπει, να σταθούν λίγο για να τους δει. Όταν του κάνουν αυτή τη χάρη, τους την ανταποδίδει ηγεμονικά – «τους χαρίζει όλους τους πύργους του». Ο συγγραφέας δεν αγαπάει, ευγνωμονεί.Δεν είναι άξιος ν’ αγαπηθεί και το γνωρίζει. Δεν ζητάει να τον αγαπούν, θέλει μονάχα οι άλλοι να είναι εκεί, απ’ έξω. Να μπορεί να τους φωνάζει, για να έρχονται και να τους βλέπει. Κι αν αυτοί, από αγάπη γι’ αυτόν, έρχονται, δεν τον ενδιαφέρει: όποιους λόγους και να έχουν, ας έρχονται – ας είναι πάντα εκεί κοντά, απ’ έξω. Στο κάτω-κάτω, όλοι δούλοι του είναι. Όμως αυτό δεν πρέπει ποτέ να το μάθουν.

ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:για όλους αυτούς που ήρθαν να τον δουν και να τον ακούσουν – να είναι εκεί, κι ας μην τους βλέπει, κι ας είναι άγνωστοι: τους αισθάνεται, είναι εκεί. Για όσους ήρθαν και του μίλησαν και μπόρεσε να τους μιλήσει κι εκείνος, βλέποντάς τους, ακούγοντάς τους. Είναι εξαιρετικά επιδέξιος: τους μιλάει όπως αυτοί θέλουν να τον ακούν να μιλάει, μπορεί να υποστηρίζει οποιοδήποτε θέμα – και με απόλυτη τιμιότητα. Τους μιλάει για ό,τι θέμα διάλεξαν αυτοί. Είναι πολύ ικανός, πάντα τα καταφέρνει και πάντα πιστεύει αυτά που λέει. Πηγαίνει σε όποιον τόπο τον καλούν, όποια εποχή του ζητήσουν. Ερωτεύεται πολλές γυναίκες μαζί – είναι σε όλες το ίδιο πιστός, δεν προδίδει ούτε προδίδεται.Είναι άτρωτος στην κακία των ανθρώπων, αρκεί η κακία τους να τους κάνει να έρχονται σ’ αυτόν. Ο συγγραφέας δεν είναι δημιουργός, δημιουργείται ακατάπαυστα απ’ τους άλλους. Όταν χρειαστεί να τους ικετεύσει για να έρθουν, για να μη φύγουν, επειδή ξέρει πως δεν θα τους πείσει, τους καρατομεί και τους πενθεί όλη του τη ζωή. Δεν αισθάνεται ενοχή, δεν μετανιώνει ποτέ. Δεν είναι κακός ούτε καλός, μπορεί να είναι και το ένα και το άλλο. Αλλά στην πραγματικότητα είναι πάντοτε το άλλο (όχι το διαφορετικό: το άλλο) – ο συγγραφέας δεν έχει ανάγκη τον Άλλον, έχει ανάγκη το Άλλο.

Συγγραφέας είναι μια τερατώδης ανάγκη του τίποτε.
(Στην μνήμη των ποιητών που έψαξαν και μάζεψαν όσα βρήκαν)

Ο Συγγραφέας πρέπει πάντα να αφηγείται μιαν Ιστορία που σημαίνει πρέπει πάντα να παράγει μια πραγματικότητα 

Έχω σημαντικές αντιρρήσεις τόσο για το πνεύμα, όσο και για τις επιμέρους παρατηρήσεις του γράμματός σας.
Διακρίνω το «ερεθιστικό» ύφος των λόγων σας, γι’ αυτό συγχωρήστε το «ερεθισμένο ύφος των δικών μου.
Κατ’ αρχήν ακούοντας σας, καταλαβαίνει κανείς αμέσως αυτήν την καλοήθη, αγαθή θα έλεγα, συντηρητικότητα, η οποία διαπνέει η γενικά διαδεδομένη άποψη περί πεζογραφίας και μυθιστορήματος. Ξεκινάτε, και φυσικά όχι μονάχα εσείς, από έναν ανεπιφύλακτο θαυμασμό, αν όχι δέος, για το παραδοσιακό μυθιστόρημα και, χωρίς να το καταλαβαίνετε ίσως, τοποθετείτε ένα αμετακίνητο πρότυπο γραφής για τη νεωτερική πεζογραφία. Βεβαίως, συμμερίζομαι το θαυμασμό σας για τα μεγάλα ονόματα που παραθέτετε. Αλλά διαφωνώ έντονα με τη διαφαινόμενη γνώμη σας, που φυσικά δεν είναι μονάχα δική σας, ότι το κλασικό μυθιστόρημα έκλεισε για πάντα το Θέμα του πεζού λόγου, ότι εξάντλησε όλες τις μορφολογικές και δοξολογικές του δυνατότητες.
Θα ήθελα, πριν απ’ όλα, να κάνω μια διασάφηση πρωταρχικής, κατά τη γνώμη μου, σημασίας. Πρέπει να αντιδιαστείλουμε την έννοια ΠΕΖΟΣ ΛΟΓΟΣ και την έννοια ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ.Πεζός λόγος είναι ένα είδος γραφής. Μυθιστόρημα είναι δομή γραφής.Το κλασικό, λοιπόν, μυθιστόρημα ανταποκρίνεται σ’ έναν εγκατεστημένο και συγκεκριμένο τρόπο δομής της γραφής και, συνεπώς, δεν συνιστά παρά μία, και τίποτε παραπέρα, εκδοχή περί πεζού λόγου. Γιατί, αν μιλάμε για μια «σύγχρονη γλώσσα γραφής» , πρέπει να εννοούμε πάντα μιαν αιρετική μορφή της γλώσσας– όχι απλώς έναν ιδεολογικό ή ψυχολογικό, ένα θεματικό, εν πάση περιπτώσει, νεωτερισμό, που όμως εξακολουθεί να αποδίδεται με τον συμβατικό αφηγηματικό, παραδοσιακό λόγο. Να γιατί, παραδείγματος χάριν, δεν θεωρώ «σύγχρονο» λόγο το μυθιστόρημα του Κάφκα και, φυσικά, πολύ λιγότερο, το μυθιστόρημα του Τζων Φάουλς, που αναφέρετε, το οποίο μάλιστα, για μένα, όζει μιας εξαιρετικά απωθητικής φιλολογικότητας. Όσο γι’ αυτές και τις παρόμοιες «τροπές» του νέου μυθιστορήματος που εσείς χαρακηρίετε ιδιοφυείς, εγώ απλώς τις βρίσκω απελπιστικά αφελείς και «διανοουμενίστικες». Όπως και αρνούμαι ασφαλώς να αποδεχτώ αυτά που λέτε ή που λεν, για «αυτοτροφοδοσία» του μυθιστορήματος –«το μυθιστόρημα για το μυθιστόρημα», ακόμα πιο απλά, είναι ένα κακό μυθιστόρημα. Έλεγα, λοιπόν, πως ο σύγχρονος αιρετικός λόγος γραφής αφορά όχι το παραδοσιακό μυθιστόρημα ως παραλλαγή του, τροποποίησή του και άρνησή του ακόμα – αφορά εν γένει τον πεζό λόγο, αφορά τον Λόγο, αναζητεί τους όρους της αναθεώρησής του, της επαναδραστηριοποίησής του.Η προβληματική του, αυτού του σύγχρονου λόγου, στέκεται πολύ πριν, πολύ μετά από το παραδοσιακό μυθιστόρημα. Θα τολμούσα να πω πως είναι άσχετη μ’ αυτό το τελευταίο.
Το γεγονός ότι το παραδοσιακό μυθιστόρημα ακούμε πως πεθαίνει, αυτό δεν σημαίνει ότι παίρνει μαζί του στον τάφο του και ολόκληρο τον πεζό λόγο. Αυτή η σύγχυση μεταξύ παραδοσιακού μυθιστορήματος και πεζογραφίας πρέπει κάποτε να πάψει. Το πρόβλημα μένει πάντα ανοιχτό και είναι πάντα, το επαναλαμβάνω, πρόβλημα που αφορά, μέσω της πεζογραφίας, το Σύγχρονο Λόγο Γραφής. Με πιο απλά λόγια: ποια είναι η μοίρα του πεζού λόγου, πώς αυτός σήμερα μπορεί να είναι δραστικός, ζωντανός, διεγερτικός;Και όχι καθόλου: «Το μυθιστόρημα πέθανε! Ζήτω οι φιλολογικοί, ανιαροί, επινοημένοι, τάχα πρωτοποριακοί επίγονοί του»

Ή αν θέλετε: «Το Μυθιστόρημα πέθανε! Ζήτω το Μυθιστόρημα!»
Ας τα πάρουμε από την αρχή. Γιατί τίθεται σήμερα –κι αυτό το σήμερα κρατά πολλές δεκαετίες- γιατί τίθεται σήμερα αυτό το αίτημα αναθεώρησης της πεζογραφίας; Σπεύδω αμέσως να ξεκαθαρίσω ότι δεν πρόκειται για αναθεώρηση της Πεζογραφίας, αλλά για αναθεώρηση της Λογοτεχνίας, της οποίας, καθώς πιστεύω, ο αμεσότερος, ο «ιστορικότερος» δείκτης είναι η πεζογραφία. Από την άλλη μεριά, διαφωνώ ζωηρότατα με το δικό σας επιχείρημα: ότι δηλαδή οι κλασικοί πεζογράφοι τα είπαν όλα, τα είπαν με τον ιδεωδέστερο τρόπο, ότι είναι τόσο βαριά η Κληρονομιά, που οι σύγχρονοι τρέμουν κάτω από τη σκιά της– κι ακόμα περίπου, ότι, αφού οι παλιότεροι τους έφαγαν το ψωμί τους, αυτοί τώρα κάθονται και τρων τις ίδιες του τις σάρκες.
Δεν είστε καθόλου αισιόδοξος. Κύρει Μπ. – και φυσικά όχι μονάχα εσείς.
Σας δίνω τη δική μου άποψη. Είναι ευνόητο ότι υπερασπίζομαι μια προσωπική υπόθεση: έτσι, εξίσου προσωπικά, δηλαδή προκατειλημμένα και εμπαθή, θα είναι και τα λόγια μου.
Δίνω μεγάλη σημασία σ’ αυτό που εγώ θεωρώ περιρρέον σύγχρονο κλίμα, σ’ αυτό που μπορεί να είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Καιρού μας –για ν’ απαντήσω στο ίδιο μου το ερώτημα: τι υπαγορεύει το σημερινό αίτημα αναθεώρησης του πεζού λόγου, αλλά και γενικότερα του Λόγου. Δεν το βλέπω αυτό το Αίτημα σαν ένα αρνητικό φαινόμενο εξάντλησης, όπως το βλέπουν πάρα πολλοί. Το βλέπω σαν ένα θετικό φαινόμενο Κρίσης, με τη θεολογική σημασία της λέξης. Γιατί εκείνο που χαρακτηρίζει την εποχή που ζούμε είναι η πολλαπλή της Ρήξη με οτιδήποτε παραδομένο, ισόβιο, συντελεσμένο. Είμαστε στην Τομή. Προσέξτε: οι διαδικασίες Τομής είναι ασύγκριτα πιο νηφάλιες από τις διαδικασίες Αμφισβήτησης, ασύγκριτα πιο γόνιμες από τις διαδικασίες Απόρριψης. Εν ονόματι αυτής της Τομής αναζητείται σήμερα ο ουσιαστικός, ο πραγματικός, ο ζων λόγος του ανθρώπου.
Καταγγέλλω την Παλιά Πεζογραφία–πέρα από το γεγονός ότι όντως είναι αξιοθαύμαστη, και δεν υπάρχει καμιά αντίφαση σ’ αυτό – την Καταγγέλλω ως υπόλογη για πράξεις –δηλαδή για γλώσσα – ψεύδους, πλαστότητας, εξαπάτησης. Γιατί ποτέ ο άνθρωπος δεν έζησε, δεν έπραξε, δεν μίλησε, δεν πέθανε με τους τρόπους που έζησαν και έπραξαν και μίλησαν και πέθαναν τα πρόσωπα του Παλιού Μυθιστορήματος. Γιατί εκείνοι οι Συγγραφείς, οι Συναρπαστικοί, οι Φιλάνθρωποι, δεν ήσαν παρά ανυποψίαστοι Δειγματολήπτες ενός στερεοποιημένου invitroανθρώπινου υλικού – δεν μας αφηγήθηκαν παρά συμβατικές, επιφανειακές, στημένες εκ των προτέρων περιστασιακές καταστάσεις ενός δεδομένου, κοινωνικά και ψυχολογικά, ανθρώπινου ήθους. Αλλά ο καίριος λόγος της Τέχνης σκοπεύει στο Βαθύ, καθόλου δεδομένο, αυτοφυές ήθος της ανθρώπινης ύπαρξης.

Οι διαφορές μεταξύ παλιού και νέου λόγου δεν είναι μονάχα, κατ’ αυτό τον τρόπο, ουσιώδεις – θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε και κατηγορικές: ο παλιός λόγος είναι λόγος πειθούς, ο νέος λόγος είναι λόγος διέγερσης, μεταβάλλει την παραδοσιακή σχέση συγγραφέα και αναγνώστη σε σχέση «επί ίσοις όροις», είναι ένα δρώμενο, όπου ο συγγραφέας και αναγνώστης μοιράζονται την ίδια αγωνία της ομιλίας, την Κυοφορία ή την Έκκληση του Μύθου, τον Κίνδυνο της Σιωπής–αντίθετα με ό,τι ίσχυες στον παραδοσιακό λόγο, όπου ο αναγνώστης ήταν κυριολεκτικά υποδουλωμένος και εκμηδενισμένος απ’ όσα ο συγγραφέας του υπέβαλλε, αλλά και του επέβαλλε, με άλλα λόγια τον γοήτευε. Ο νέος λόγος είναι Τραχύς, Μνησίκακος, Θυμωμένος και οργανώνει την αισθητική του σε χώρους άλλους. Αγνώριστους, αχαρτογράφητους, πατρώους – αλλά όχι πατρικούς. Είναι υποχρεωμένος να αναπαράγει στη γλώσσα τις βαθιές, όσο και ασταθείς δομές της ανθρώπινης Φαντασίωσης – κι αυτό είναι ίσως το πιο ώριμο και το πιο ανυπεράσπιστο πρόσωπο ενός Αρρενωπού ρεαλισμού.

Πρέπει πια να τελειώνουμε, πρέπει πια ο Συγγραφέας να τελειώνει με ό,τι πρωτογενές, ό,τι προϊστορικά Μοιραίο καθόρισε τη βιωματική ιστορία του ανθρώπου. Αυτό είναι, επιμένω, το κύριο θέμα της γραφής. Και όταν ο παραδοσιακός δημιουργός, ποιητής ή συγγραφέας, το προσέγγιζε, πώς σ’ εκείνες τις κορυφαίες στιγμές της παραδοσιακής δημιουργίας, της απόλυτα υποτελούς στο Είδος της –πώς αναγκαζόμασταν ασυνείδητα να χαλάσουμε το στίχο και να τον κάνουμε μια δική μας «άτεχνη» πρόταση, πώς αναγκαζόμασταν να γκρεμίσουμε μια σοφή ανάλυση σελίδων πεζού λόγου, πάλι για να καταλήξουμε στη δική μας άτεχνη πρόταση: θέλω να πω ότι και για τα παραδοσιακά εκείνα είδη λόγου ίσχυε –όταν ο Δημιουργός κατευθυνόταν προς μια καθαρή ανθρώπινη ουσία-, κι εκεί ακόμα ίσχυε αυτή η ανάγκη να προσφύγουμε σ’ έναν άλλο λόγο, χασματικά ειπωμένο από άλλες, διαφορετικές από τις τυπικές διεργασίες λόγου. Μ’ αυτόν τον άλλο λόγο επιχειρεί να μιλήσει η σύγχρονη πεζογραφία.
Όπως ακούτε, μιλώ για το λόγο, γενικά για το Λόγο. Γιατί για μένα εκεί μένει το πρόβλημα, όχι στις όποιες τύχες των μέχρι σήμερα δοκιμασμένων τρόπων του. Γιατί για μένα το πρόβλημα δεν είναι «αν θα εξακολουθεί να γράφεται το μυθιστόρημα, όπως γραφόταν έως σήμερα». Για μένα το πρόβλημα είναι αν θα εξακολουθεί να γράφεται ο λόγος της τέχνης, όπως κι αν γραφόταν έως σήμερα.

Αυτός λοιπόν ο λόγος υπερίπταται οποιασδήποτε ειδολογικής περιχαράκωσης – και δεν μπορεί παρά να είναι ένας.Γιατί, θεωρώντας το Λόγο όχι μονάχα Ανεξάντλητο αλλά ουσιαστικά, ακόμα ανείπωτο, τον αισθάνομαι να πάει να απορροφήσει κάθε είδος και δομή γραπτού λόγου, να συμπυκνώσει κάθε τρόπο ομιλίας, κάθε ρυθμό νοήματος, κάθε σχήμα έκφρασης, φτάνοντας μέχρι τις κρυμμένες, τις διαφυλαγμένες ωστόσο, παρά τις φθορές και τις κατεργασίες, καταβολές της γλώσσας.  Γιατί, αναπότρεπτα εγκαταλείποντας ως ανεπαρκείς τους συμβατικούς του κώδικες. πρέπει, δεν γίνεται αλλιώς, να περνά μέσα από την περιοχή του Άλεκτου – εάν με αυτό το όνομα εννοήσουμε τη σημαντικότατη για τις λεκτικές λειτουργίες Περιοχή όπου εκεί μόνον απελευθερώνεται, θησαυρίζεται η Ανονόμαστη Σημασία, ό,τι δηλαδή «περισσεύει» από την οποιαδήποτε υλικότητα του λόγου. Γιατί αυτό ακριβώς το περίσσευμα συνιστά την καθαρή ουσία του λόγου, γιατί ακριβώς ο καθαρός λόγος δεν μπορεί παρά να υπάρχει ως «ακαθάριστος».

Όσο επείγουσα είναι αυτή η ανάγκη αυτού του νέου λόγου, αξεχώριστα επείγουσα προβάλλει και η ανάγκη να ειπωθεί ξανά από την αρχή η Ιστορία του ανθρώπου.Αυτό εξηγεί γιατί θεωρώ τη πεζογραφία σαν ένα «περιούσιο» είδος γραφής, αφού παραμένει ο παραδοσιακά ιδιοσυστασιακός χαρακτήρας της και αμετατόπιστη η αποστολή της: ο Συγγραφέας πρέπει πάντα να αφηγείται μιαν ιστορία – και η Πεζογραφία είναι η αδιαμφισβήτητη τέχνη του Συμβάντος.

«Ο Συγγραφέας πρέπει πάντα να αφηγείται μιαν Ιστορία» αυτή η κοινοτοπία μου είναι ωστόσο η πιο σπουδαία ανθρώπινη πράξη και σημαίνει: ο Συγγραφέας πρέπει πάντα να παράγει μια πραγματικότητα. Με όλη τη Μικρονοϊκή δικαιοσύνη και με όλη την ιδεοληπτική Ευθύνη ενός στοιχειώδους καταστατικού ζωής.

Ποιο το Συμβαίνον και ποια η Γλώσσα του – σ’ αυτά τα δύο δοκιμάζεται, καθώς πιστεύω, κρίσιμα, για πρώτη φορά τώρα στη Γραμμένη Ιστορία του, ο ανθρώπινος λόγος.
Μην ταράζεσθε. Οι πρόδρομοι υπάρχουν από πάρα πολύ παλιά, εμφανίστηκαν περίπου με το Λόγο. Εγώ γνωρίζω γύρω στους δέκα.
Σας χαιρετώ,
με πολλή εκτίμηση
Γιώργος Χειμωνάς
Υ.Γ. Λυπήθηκα πολύ για το φοβερό θάνατο του γάτου σας
Αγαπητέ κ. Μπ. (από το βιβλίο του «Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ, Εκδόσεις Καστανιώτη 1995)
 [περιοδικό ΧΑΡΤΗΣ, τεύχος 7, Ιούλιος 1983]

[Κρατώ για την τέχνη ένα παράξενο αίσθημα, ένα συνδυασμό δέους και στοργής κι αυτό ίσως οφείλεται στην ιδέα που έχω για την τέχνη: ότι αποτελεί ένα μοναχικό πάντα φαινόμενο, που έρπει αβοήθητο κι αυτόφωτο στις σκοτεινές παρυφές της ιστορίας και της ομολογημένης γνώσης – είναι ένα άβατο, όπου τα περιβάλλοντα πράγματα και οι άλλες, έξω της τέχνης, δράσεις του ανθρώπου πολύ εξωτερικούς μετασχηματισμούς μπορούν να δεχθούν ή και να επιφέρουν - Γιώργος Χειμωνάς, Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ, Εκδόσεις Καστανιώτη,1995]

Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles