Έρχονται τα παλιά πουλιά και πέφτουν μέσα μου με ορμή. Ψηλώνω σαν τοπίο, δε βλέπω τίποτα απ'τη σκόνη. Είναι όλα άσπρα κι ύστερα όλα μαύρα κι είμαι μια κουκίδα στις αστραπές των χρωμάτων τους. Με μάτια κλειστά, ανοιχτό συκώτι και βλέπω. Βλέπω το θαύμα της δημιουργίας σε μια τερατώδη αναπαράσταση. Όπου όλα πρωτόπλαστα εγκαταλείπουν τον Παράδεισο κακήν κακώς. Φεύγοντας. Για λίμνες και άγρια βουνά. Γι'άγνωστα μέρη. Το βόρειο πλάτος και το μήκος τους εγώ. Αγεωγράφητος βιότοπος, φορώντας πάνω απ'όλα αυτά ένα παλιό μπουφάν [από ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΜΕΡΑ]
Θα ’χουμε σε παλιό καθρέφτη γνωριστεί κι έμεινε αυτό το ράγισμα στα μάτια… Τρένο παλιό τα λόγια μου, σου λέω βαγόνι το βαγόνι ξεδοντιάστηκα… Θέλει κι η νύχτα, μια γουλιά απ’ το αίμα σου για να σαλπίσει τ’ άστρα της... Κάποτε πέφτει η ψυχή, εκεί που το κορμί σκοντάφτει. Πέφτει σαν αρμαθιά κλειδιά, μένεις απ’ έξω… Χρόνια που πέσαν πάνω μας, σαν προβολείς. Μας ντουφεκίζουν έναν-ένα, σαστισμένους λαγούς… Περίπολοι της νικοτίνης. Οι κάννες τόσων τσιγάρων στραμμένες επάνω μου… Έντονο ή βλέμμα! Έντρομο φεύγει το καλοκαίρι, παλιά μουσική μου τρώει τα δάχτυλα… (ΑΚΑΡΙΑΙΑ)
-ΙΙ-
Αρχαίες πέτρες κι αέρας αραιός. Βάζω τα φυσερά, ανάβω τις φωτιές στους λόφους. Ξυπνούν αγρίμια, εκθρονίζονται με πάταγο μπεκάτσες. Ψήνω τα μέλη του θηράματος χωρίς αλάτι. Δίπλα η γυναίκα τα παιδιά.
Ο καπνός ανεβαίνει γαλάζιος στην κρύα μέρα. Στις σκαλωσιές της πάχνης, στις λαμπυρίδες των φύλλων. Με βέβαιο βηματισμό. Λιγνός καλόγερος και βρέχει προσευχές. Το γκρίζο του ασβεστόλιθου τυλίγει την παλιά Μόνη. Ακούω τον πεθαμένο ψάλτη δεξιά, τα ένρινα βυζαντινά του.
Με πλατάνια κι άλλα υδροχαρή, σηκώνει ο τόπος το κεφάλι του. Πάνω απ'το χώμα, πάνω απ'τις σκεπές, πίσω απ'την πλάτη των ανθρώπων.
-ΙΙΙ-
Περνούν κοπάδια. Περνούν λαβωμένα αγριογούρουνα. Πέφτουν κοτσύφια από τα δένδρα. Ώρα μετά ξεσπούν οι ντουφεκιές. Ακούγονται κουδούνια και βελάσματα. Πέφτει ομίχλη σκεπάζει το βουνό. Φέγγουν στις πέτρες καλογιάννοι. Πού πας γυμνή φορώντας σπάρτα στο κεφάλι. Φέγγοντας με τα δυο βυζιά σου, φέγγοντας μες στα μαύρα ρούχα. Με το σταυρό στο στήθος, το λάδι στην ποδιά για τα καντήλια των νεκρών. Μαύρο αρνί βελάζει ανάμεσα στους θάμνους. Φαίνεται χάνεται και πιάνεις τα πατερημά. Και πού τον είδες, πού τον ήξερες τον αγωγιάτη, τι βόσκαε το μουλάρι του, ώρα πολλή, στη ρίζα της γκορτσιάς και βγήκες ιδρωμένη από το νάρθηκα, αχνίζοντας σαν συννεφάκι που το πάει ο αέρας, πού θα την κρύψεις την κοιλιά στο όργωμα, στο βοτάνισμα, στο θέρο, πού θα το πνίξεις το παιδί.
-ΙV-
Πέτρα που φέγγει μέσα μου τις νύχτες. Εδώ ξαπόστασαν γυναίκες φορτωμένες, εδώ ραμφίσαν τα πουλιά σιωπές όταν συννέφιαζε, δεν έβρεχε κι όλοι κρατούσαν την ανάσα τους. Χαμήλωσε το σύννεφο, ώσπου ακουμπούσε στις σκεπές, έγλειφε ως τα θέμελα τους τοίχους, λαλούσαν οι σφαγμένοι πετεινοί κι αρμένιζε το κάθε σπίτι μοναχό του, ενώ ακινητούσε το χωριό.
Ξενιτεμένοι κουνούσαν τότε τα μαντίλια τους. Από πολύ μακριά. Μπορεί κι από τον κάτω κόσμο.
-V-
Σβησμένα σώματα. Βρεγμένες τσακμακόπετρες κι αλάτι και βροχή πολλή.
Στάζουν τα δένδρα, τα καμπαναριά, νοτίζονται τα δάχτυλα του Παντοκράτορα.
Αυτό το δίχτυ από νερό κι ομίχλη κι επάνω τα βουνά.
Περνάει ο ταχυδρόμος και δένει κόμπους για να μη χαθεί. Σ'ένα σκοινί που μαύρισε απ'τα χρόνια. Κουβαλώντας μαντάτα και λογής μονέδες. Βρεγμένο αμπέχονο, πουκάμισο ιδρωμένο.
Αχ χλόη των βουνών, κορμιά που σε ποτίζουν.
Αχ βρύση, που δεν λες να σταματήσεις.
-VΙ-
Ξημερώνει και πάλι. Το βουνό φέτες-φέτες απ’ τα ανοιχτά παράθυρα της ομίχλης. Δρομολόγια από δένδρο σε δένδρο, φωνές πουλιών, οι στάλες της βροχής στα φύλλα. Πίσω απ’ τον κότσυφα, πίσω απ’ την κίσσα με το αεροβόλο. Πέφτοντας κάθε τόσο στα δίχτυα της αράχνης.
Ωρίμασαν καρποί εδώ γύρω, μέστωσαν καλαμπόκια, ασβοί ανάθρεψαν τα μικρά τους. Γόνατα που ’λαμψαν στο μεσημέρι και γόνατα που χάθηκαν, γοφοί και στήθη και μαλλιά κι εγώ που κυνηγούσα θεοπούλια.
-VΙΙ-
Η νύχτα γέμισε πουλιά που κολυμπούν στο μαύρο ουρανό με κόπο. Βγαίνουνε γάτες με χυμένα μάτια, χτυπάνε στα τυφλά. Κάτι ανασαίνει εδώ κοντά. Το σκοτάδι ακίνητο, με όλα τα παράθυρα κλειστά. Πίσω τους γδύνονται γυναίκες. Πλαγιάζουν με περαστικούς. Ακούω τα βογκητά, ακούω τα φτηνά εσώρουχα που σκίζονται σαν γάζες.
Παλιές πληγές, παλιές μασχάλες, κορμιά που δεν τελειώνουν.
-VΙΙΙ-
Το χέρι μου βγαίνει στους κήπους μετά. Στα πικρά μετερίζια τόσων και τόσων κοριτσιών, που πολύ αγάπησαν, πολύ κέντησαν, πολύ τραγούδησαν και πολύ τις καμάρωσαν οι δικοί τους, πριν κλείσουν καλά τα παράθυρα και μείνουν όλα απ’ έξω.
Έρχονται νύχτα με κλειστά τ’ αφίλητα μάτια τους κι οι γλάστρες με τους κατιφέδες, τα ποτισμένα βασιλικά, πηδούν σαν βατράχια, ανεβαίνουν τις σκάλες, μπαίνουν στο σπίτι κι είναι όλα στην κάμαρα δωδεκαετή και φοβισμένα.
-IX-
Φυσάει ένα άσπρο απ’ το νερόμυλο του παππού μου.
Γύρω κι άλλα δένδρα ανθισμένα κι άλλο αλεύρι. Χιόνια που πέφτουν μαλακά στην ξυπνημένη γη. Πάσχα, το μύριζες παντού. Δεν είχα πού να κρύψω τη χαρά μου, δάγκωνα τρυφερούς κορμούς. Έφτανα κάποτε στη βρώμη λάμνοντας, να δω της Πασχαλιάς τ’ αρνιά.
Ένα μεγάλο μάτι, το ’νιωθα, με κοίταζε κι ήταν θολό απ’ τα αίματα, μπορεί απ’ τα σπλάχνα των αρνιών, μπορεί απ’ τα σπλάχνα του χασάπη. Πάντως απ’ τον ουρανό.
Μετά που έβρεχε βγαίναν βελάσματα, σαν ερπετά σους θάμνους, στα χορτάρια, έφευγε η μέρα η δίκαιη, γινόταν παρελθόν κι ούτε που το ’ξερα με τι κοτσύφια, τι νερά, τι βόμβο θα με γέμιζε μετά από τόσα χρόνια. Φυσάει ακόμα απ’ το νερόμυλο του παππού μου, νομίζω κιόλας πως δυναμώνει τ’ άσπρο, καθώς απλοποιούνται σε οστά, οι άνθρωποι που γέμιζαν κείνα τα χρόνια.
-X-
Χωρίς φτερά μονάχα με τα λέπια μου ανεβαίνω. Τα φύλλα, τα πουλιά, βαρίδια που με πάνε στον πάτο του ουρανού.
Στα πατρικά χωράφια χέρσα στις απαλάμες των νεκρών φυτρώνει ρίγανη σγουρή. Έρχεται καθαρός αέρας με χτίζει ως τα ρουθούνια.
Φυσάω τον καπνό μου ίσια στα μάτια τ’ ουρανού. Πέφτει, βαδίζει με τα χέρια, ο θάνατος περνάει ξυστά με πιτσιλίζει.
Αν είναι ο θάνατος μια βρύση που τρέχει κι όχι το μαύρο βόλι που λένε. Όχι το μαύρο βόλι που λένε. Καλπασμός στα νερά. Άγνωστο είδος ζώου καμώνεται τ’ άλογο. Σπέρνω σιτάρι με τα δυο μου χέρια. Πηδάει χαντάκια, πλωτούς ποταμούς, ανάβει τα κοιμισμένα τριζόνια.
Οι μπαξεβάνοι κοιμούνται.
Η φωνή σου κάνοντας δεύτερη, η φωνή σου κόλουρος κώνος, η φωνή σου βοηθητικός φαντάρος Ι5 … Τριμμένο σακάκι, τριμμένο χέρι μασχάλες ξηλωμένες, που θα φανούν στη σταύρωση. Ζυγώνει το μέλλον, σφραγισμένη μποτίλια, αδειανή ή γεμάτη, ρωτούν οι γονείς. Μαύρη παιδιά μου, μαύρη τους λέω… Μοιάζεις επιπλωμένο οικόπεδο με θυρωρό βεβαίως και γκαράζ. Τραβάς την αλυσίδα κι ο ήχος του νερού σα να το πνίγουν στη λεκάνη. Η φτερωτή της μέρας παίρνει και γυρίζει. Ο θάνατος παλιό μπροστογενές μ’ όλες του τις αφλογιστίες, πιάνει κάποτε… Θα λάμπουνε ψηλά τ’ αστέρια τα μάτια των πουλιών και πού και που η κάφτρα ενός τσιγάρου (ΑΚΑΡΙΑΙΑ)