ΘΗΡΑ, 1650ΠΧ
ΧΡΟ[ΝΙΚΟ]Ν ΚΕΙ[ΜΕ]ΝΟΝ ΑΓ[ΝΩ]ΣΤΟΥ ΣΥΓ[ΓΡ]ΑΦΕΩΣ [Ο]ΠΩΣ ΑΝΕ[ΥΡΕ]ΘΗ ΚΑΙ ΑΝ[ΕΓ]ΝΩΣΘΗ ΕΙΣ ΠΡΟ[ΣΦ]ΑΤΟΥΣ [ΑΝΑΣ]ΚΑΦΑΣ
Κωπηλατούμε απ'το πρωί. Τα κελεύσματα δυναμώνουν καθώς το ηφαίστειο βρυχάται πίσω μας. Ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι απ'τα κορμιά μας. Στην αρμονισμένη κίνηση των κουπιών αποτίθενται οι τύχες των δικών μας, των περιουσιών μας, τού απλού πολιτισμού που δημιουργήσαμε. Κανένας χρόνος για χάσιμο. Ούτε για σκέψη. Κάθε ανάσα ίσως νa’ναι η τελευταία μας. Κυττάζω μπροστά, λοξά προς στο άλμπουρο, την Ιππολύτη που κρατά τον μικρό φοβισμένο Λύκωνα. Μού προσφέρει ένα χαμόγελο να με εμψυχώσει αλλά το μειδίαμά της είναι όλο τρόμο - το ξέρει. Αναλογίζομαι πόσο τυχερός ήμουν που με πρόσεξε, τότε νέο παιδί κι εγώ στις τοπικές γιορτές τής Δήμητρας! Τί άγχος είχα... Γι'αυτήν τραβάω κουπί τώρα. Έτσι, τόσο μανιασμένα. Γι'αυτήν κι όλες τις Ιππολύτες που δεν γνώρισα και που σφίγγουν στην αγκαλιά τους ένα μικρό Λύκωνα, κάπου μακρυά, στην άκρη αυτής τής απροσμέτρητης θάλασσας.
Και τότε συνέβη. Η έκρηξη ήταν σαν πόνος ηδονής, σαν πόνος γέννας. Το ηφαίστειο έβγαλε τα σωθικά του με μιάς και η Στρογγύλη -κλαίγοντας θαρρείς- άρχισε αργά και βασανιστικά να βυθίζεται στην μανιασμένη θάλασσα που δέχονταν το σώμα της με ένα αίσθημα αδιαφορίας και αυταρέσκειας. Γυρίσαμε τα κεφάλια. Μία εικόνα πέραν κάθε συναισθήματος. Δεν μίλαγε κανείς. Δεν έκλαιγε κανείς. Όλα στέκονταν πάνω απ'τις δυνάμεις μας. Σαν όνειρο που βλέπει κανείς από ψηλά και πρωταγωνιστείς και περιμένεις να ξυπνήσεις. Οι καρδιές μας είχαν συντονιστεί κι ήταν ένας ο χτύπος που αντηχούσε σε ολόκληρο το Παρόν και ολόκληρο το άγνωρο Μέλλον. Γύρισα. Η Ιππολύτη εκεί. Τί τύχη... Έσφιξα το κουπί σαν να έσφιγγα το κορμί της. Έκλεισα τα μάτια. Έσκυψα. Στο νέο ρυθμό που πάλλονταν οι καρδιές μας ξεκίνησα πάλι να τραβώ. Η Στρογγύλη ήταν παρελθόν. Δεν υπήρχε πια. Δικό μας ήταν ό,τι προλάβαμε να διασώσουμε εσπευσμένα, σε αυτήν την απερίγραπτη μυθική έξοδο χιλιάδων πεντηκοντόρων και επιβατικών νηών. Κι ό,τι φυσικά φυλάξαμε ερμητικά κι ευλαβικά στην μνήμη μας...
Αύριο-μεθαύριο, μετά από χίλια χρόνια (ποιός ξέρει!), τότε που θα έχουν εδραιωθεί άλλοι Θεοί κι άλλα ήθη, νέος κόσμος θα κατοικεί το νησί, ένας κόσμος διαφορετικός αλλά με τα ίδια όνειρα, τις ίδιες ελπίδες τους ίδιους φόβους που θα γελά, θα ερωτεύεται και θα πονά κάτω από τον ίδιο Κυκλαδικό ουρανό, κάτω από ένα άγνωστο για εμάς μελλοντικό όνομα.
[ΠΗΓΗ: Δημήτρης Αγαθοκλής κατάγεται από το Άγιο Πνεύμα Σερρών. Σήμερα εργάζεται ως καθηγητής (teacher) στην δευτερο- βάθμια εκπαίδευση στο Hastings τού East Sussex τής Αγγλίας. Η ΑΦΕΣΙΣ είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή η οποία κυκλοφόρησε διαδικτυακώς τον Απρίλιο τού 2013 και μπορεί κανείς να την βρει εδώ: http://www.dagathoklis.com ]