«Δεν τις πιστεύω όλες αυτές τις μπούρδες», είπε ο καλύτερός μου φίλος, και στην πραγματικότητα ήθελε να πει πως δεν πιστεύει πως υπάρχουν άνθρωποι ευτυχισμένοι…
Περαστικοί και καθήμενοι πέτρωσαν, και τα κεφάλια μερικών περίεργων γειτόνων φάνηκαν στα παράθυρα. Όλος ο δρόμος πάγωσε. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το κροτάλισμα των ζαριών.
«Ντόρτια», επανέλαβε το τέρας για Τρίτη φορά, αυτή τη φορά ψιθυρίζοντας, άγγιξε με το σφιγμένο χέρι την κιπά πάνω στο κεφάλι του και πέταξε τα ζάρια στο τάβλι με απόλυτη συγκέντρωση, κατευθυνόμενος λες προς έναν αόρατο στόχο.
Πριν καλά-καλά καθησυχάσουν τα ζάρια πάνω στο τάβλι, ο Λιορ ήξερε πως είχε χάσει.
«Τεσσάρες», μουρμούρισε το τέρας, «μου χρωστάς μια βάφλα» σηκώθηκε απ’ το τραπέζι και πήγε να τακτοποιήσει τις ντομάτες.
«Καθόλου δεν μ’ αρέσει που ο Λιοράκος μας σπαταλάει το χαρτζιλίκι του στον τζόγο», παραπονιόταν η μητέρα του Λιορ, «δεν θα χαλάσει ο κόσμος να πηγαίνει σε κανένα μάθημα. Ο Γιανίβ της Σάρας παίζει φυσαρμόνικα, ο γιος του Στάιν μαθαίνει κομπιούτερ, και μόνο ο δικός μου γιος πρέπει να περνάει τα απογεύματά του παίζοντας πρωτόγονα παιχνίδια μ’ ένα μανάβη κακοποιό…»
«Υπερβάλλεις, Ζίβα, ο Δαβίδ είναι ένας θρήσκος άνθρωπος, σίγουρα δεν είναι εγκληματίας, και δεν βρίσκω τίποτα το κακό που παίζουν λίγο…», προσπαθούσε ο πατέρας του Λιορ να διακόψει τη φλυαρία της.
«Δεν είναι εγκληματίας; Δεν είναι εγκληματίας; Που παίρνει από ένα μικρό κι αθώο παιδί και τα τελευταία του ψιλά, και η ουλή που έχει στη μισή του φάτσα από πού νομίζεις πως είναι, από το ξύρισμα;»
«Αμάν, Ζίβα, μιλάμε για ένα τίμιο και φιλικό παιχνίδι. Για όνομα του θεού, μην ξεπερνάς τα όρια. Εδώ έχουμε να κάνουμε απλά με βάφλες¨.
«Αφού είναι τόσο τίμιο, πώς γίνεται κι ο Λιοράκος μας δεν κερδίζει ποτέ;»
Και πάει λέγοντας.
«Μα υπάρχουν δεκάδες αγγούρια, κι είναι μόνο πέντε η ώρα…»
«Κυρία». ούρλιαξε το τέρας του ταβλιού, και το ιδρωμένο του μέτωπο κοκκίνισε στο κέντρο απειλώντας να εκραγεί, «παίζουμε τώρα. Κλείσαμε»
«Ο γιος μου πρόκειται να επιστρέψει σήμερα από τους προσκόπους και του αρέσει τόσο πολύ η σούπα από αγγούρια, και μάλιστα μ’ αυτή τη ζέστη…» προσπάθησε η κυρία ν’ αλλάξει τακτική.
«Κλείσαμε!» επανέλαβε το τέρας, με το βλέμμα συγκεντρωμένο στο τάβλι και το αριστερό του χέρι να χαϊδεύει ασυναίσθητα τη λαβή του μαχαιριού για τα καρπούζια.
«Έχεις δίκιο κύριε Δαβίδ», υποχώρησε η κυρία, «δεν θα πάθει τίποτα αν φάει σνίτσελ. Τα σημερινά παιδιά είναι παραχαϊδεμένα».
Η κυρία έφυγε, και τα ζάρια κυλούσαν συνεχίζοντας να κάνουν ό,τι ήθελε ο Λιορ, και μια νέα μυρωδιά του αποκαλύφθηκε μέσα στο μαγαζί, που κάλυψε τη μυρωδιά του κρεμμυδιού και του κουνουπιδιού, η μυρωδιά της νίκης.
«Διπλές», τσίριξε ο Λιορ με τη ψιλή του φωνή, κουνώντας τα σφιγμένα του χέρια μπροστά στο σκυθρωπό πρόσωπο του τέρατος. «Διπλές», διέταξε ξανά τα υπάκουα ζάρια.
Τα ζάρια στριφογύρισαν για ένα δευτερόλεπτο γύρω από τον άξονά τους, λες και ζύγισαν την εκδοχή ν’ αντισταθούν, τελικά όμως μετάνιωσαν και σταμάτησαν.
«Πεντάρες. Καπούτ», μουρμούρισε ο Λιορ, «μου χρωστάς τρεις βάφλες».
Και σηκώθηκε από τη θέση του να φάει ένα χουρμά.
«Πρόσεχε για λίγο το μαγαζί», του ζήτησε το τέρας και βγήκε από το άνοιγμα του μαγαζιού σκυφτό, με κυρτούς ώμους, και όταν γύρισε ήταν απλά και μόνο ο Δαβίδ, χωρίς πολλά-πολλά. «Έγιναν σήμερα εδώ πέρα τρομερά πράγματα. Δεν θα σε θέλει όμως πάντοτε», έκανε την προσπάθειά του ο Δαβίδ.
Κανένα κόλπο όμως δεν τον βοήθησε, ούτε το κοκκίνισμα στο μέτωπο, ούτε η τύχη της κιπά. Το τέρας του ταβλιού εξαφανίστηκε για πάντα.
Έτγκαρ Κέρετ, Χουμπέζα (μια ιστορία από το βιβλίο ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ)
Υπάρχει ένα μέρος, όχι μακριά από το Τελ Αβίδ, που το λένε Χουμπέζα. Μου έχουν πει πως οι άνθρωποι εκεί στη Χουμπέζα φοράνε μαύρα και πάντα, μα πάντα, είναι ευτυχισμένοι.
«Δεν τις πιστεύω όλες αυτές τις μπούρδες», είπε ο καλύτερός μου φίλος, και στην πραγματικότητα ήθελε να πει πως δεν πιστεύει πως υπάρχουν άνθρωποι ευτυχισμένοι.
Πήρα λοιπόν το λεωφορείο που πηγαίνει στη Χουμπέζα και σ’ όλο το δρόμο άκουγα στο γουόκμαν μου πολεμικά τραγούδια. Οι άνθρωποι στη Χουμπέζα δεν πεθαίνουν ποτέ στον πόλεμο. Οι άνθρωποι στη Χουμπέζα δεν πάνε στο στρατό. Κατέβηκα απ’ το λεωφορείο στην κεντρική πλατεία. Οι άνθρωποι στη Χουμπέζα με υποδέχθηκαν πολύ όμορφα. Από κοντά ήταν πολύ εύκολα να καταλάβω πως είναι πράγματι ευτυχισμένοι. Χορεύουν πολύ στη Χουμπέζα και διαβάζουν χοντρά βιβλία, και χόρεψα δίπλα τους εκεί στη Χουμπέζα και διάβασα επίσης τα χοντρά βιβλία. Και φόρεσα τα ρούχα τους εκεί στη Χουμπέζα και κοιμήθηκα στα κρεβάτια τους. Κι έφαγα τα φαγητά τους εκεί στη Χουμπέζα και φίλησα τα μωρά τους στο στόμα. Επί τρεις ολόκληρες εβδομάδες. Μια τέτοια ευτυχία όμως δεν είναι κάτι που κολλάει
Ένας συγγραφέας κρατείται όμηρος από τρεις άνδρες. Δεν θέλουν να τον ληστέψουν, αλλά ούτε και να τον σκοτώσουν. Αυτό που απαιτούν είναι να τους διηγηθεί μια ιστορία. Κι αυτός θα αποπειραθεί να ικανοποιήσει την παράδοξη απαίτησή τους λέγοντάς τους μια ιστορία για έναν συγγραφέα ο οποίος κρατείται από τρεις άνδρες που του ζητούν να τους διηγηθεί μια ιστορία. «Αυτή δεν είναι μια ιστορία. Αυτή είναι μια μαρτυρία. Είναι ακριβώς ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Ακριβώς αυτό που προσπαθούμε να αποφύγουμε.. Χρησιμοποίησε τη φαντασία σου, φίλε, δημιούργησε, επινόησε, φτάσε μέχρι το τέρμα», θα του πει ένας από αυτούς και ο συγγραφέας - φανταστικός και πραγματικός - θα τον ακούσει. Έτγκαρτ Κέρετ, λάτρης της μικρής φόρμας και θιασώτης του αλόκοτου με όπλο του το χιούμορ, ο ισραηλινός συγγραφέας του βιβλίου «Το κορίτσι στο ψυγείο», Εκδόσεις Καστανιώτη
Έτγκαρ Κέρετ, Τέρας στο τάβλι (μια ιστορία από το βιβλίο ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ)
«Διπλές», ούρλιαξε το τέρας του ταβλιού σαν άγριο ζώο, η φωνή του μαρτυρούσε φοβέρα και οίκτο. «Διπλές» ξαναφώναξε.Περαστικοί και καθήμενοι πέτρωσαν, και τα κεφάλια μερικών περίεργων γειτόνων φάνηκαν στα παράθυρα. Όλος ο δρόμος πάγωσε. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το κροτάλισμα των ζαριών.
«Ντόρτια», επανέλαβε το τέρας για Τρίτη φορά, αυτή τη φορά ψιθυρίζοντας, άγγιξε με το σφιγμένο χέρι την κιπά πάνω στο κεφάλι του και πέταξε τα ζάρια στο τάβλι με απόλυτη συγκέντρωση, κατευθυνόμενος λες προς έναν αόρατο στόχο.
Πριν καλά-καλά καθησυχάσουν τα ζάρια πάνω στο τάβλι, ο Λιορ ήξερε πως είχε χάσει.
«Τεσσάρες», μουρμούρισε το τέρας, «μου χρωστάς μια βάφλα» σηκώθηκε απ’ το τραπέζι και πήγε να τακτοποιήσει τις ντομάτες.
«Καθόλου δεν μ’ αρέσει που ο Λιοράκος μας σπαταλάει το χαρτζιλίκι του στον τζόγο», παραπονιόταν η μητέρα του Λιορ, «δεν θα χαλάσει ο κόσμος να πηγαίνει σε κανένα μάθημα. Ο Γιανίβ της Σάρας παίζει φυσαρμόνικα, ο γιος του Στάιν μαθαίνει κομπιούτερ, και μόνο ο δικός μου γιος πρέπει να περνάει τα απογεύματά του παίζοντας πρωτόγονα παιχνίδια μ’ ένα μανάβη κακοποιό…»
«Υπερβάλλεις, Ζίβα, ο Δαβίδ είναι ένας θρήσκος άνθρωπος, σίγουρα δεν είναι εγκληματίας, και δεν βρίσκω τίποτα το κακό που παίζουν λίγο…», προσπαθούσε ο πατέρας του Λιορ να διακόψει τη φλυαρία της.
«Δεν είναι εγκληματίας; Δεν είναι εγκληματίας; Που παίρνει από ένα μικρό κι αθώο παιδί και τα τελευταία του ψιλά, και η ουλή που έχει στη μισή του φάτσα από πού νομίζεις πως είναι, από το ξύρισμα;»
«Αμάν, Ζίβα, μιλάμε για ένα τίμιο και φιλικό παιχνίδι. Για όνομα του θεού, μην ξεπερνάς τα όρια. Εδώ έχουμε να κάνουμε απλά με βάφλες¨.
«Αφού είναι τόσο τίμιο, πώς γίνεται κι ο Λιοράκος μας δεν κερδίζει ποτέ;»
Και πάει λέγοντας.
Εκείνη η μέρα φαινόταν σε όλους σαν μια κανονική μέρα. Ο ήλιος έλαμπε, είχε λίγο αεράκι, τίποτα το περίεργο, ο Λιορ όμως ήξερε πως ήταν μια ιδιαίτερη μέρα. Εκείνη η μέρα δεν έμοιαζε να υπόσχεται κάτι παραπάνω από τις άλλες μέρες, μια Τρίτη σαν όλες τις άλλες, σιγά το πράγμα. Τα ζάρια όμως μέσα στο χέρι του ψιθύριζαν όλη την ώρα «εξάρες», και τα πούλια ήταν τοποθετημένα στο τάβλι σαν να τα είχε παραγγείλει. Μια κυρία μπήκε στο κατάστημα και ζήτησε ένα αγγούρι.
«Δεν έχουμε αγγούρια», επικύρωσε το τέρας στο τάβλι, «είμαστε κλειστά».«Μα υπάρχουν δεκάδες αγγούρια, κι είναι μόνο πέντε η ώρα…»
«Κυρία». ούρλιαξε το τέρας του ταβλιού, και το ιδρωμένο του μέτωπο κοκκίνισε στο κέντρο απειλώντας να εκραγεί, «παίζουμε τώρα. Κλείσαμε»
«Ο γιος μου πρόκειται να επιστρέψει σήμερα από τους προσκόπους και του αρέσει τόσο πολύ η σούπα από αγγούρια, και μάλιστα μ’ αυτή τη ζέστη…» προσπάθησε η κυρία ν’ αλλάξει τακτική.
«Κλείσαμε!» επανέλαβε το τέρας, με το βλέμμα συγκεντρωμένο στο τάβλι και το αριστερό του χέρι να χαϊδεύει ασυναίσθητα τη λαβή του μαχαιριού για τα καρπούζια.
«Έχεις δίκιο κύριε Δαβίδ», υποχώρησε η κυρία, «δεν θα πάθει τίποτα αν φάει σνίτσελ. Τα σημερινά παιδιά είναι παραχαϊδεμένα».
Η κυρία έφυγε, και τα ζάρια κυλούσαν συνεχίζοντας να κάνουν ό,τι ήθελε ο Λιορ, και μια νέα μυρωδιά του αποκαλύφθηκε μέσα στο μαγαζί, που κάλυψε τη μυρωδιά του κρεμμυδιού και του κουνουπιδιού, η μυρωδιά της νίκης.
«Διπλές», τσίριξε ο Λιορ με τη ψιλή του φωνή, κουνώντας τα σφιγμένα του χέρια μπροστά στο σκυθρωπό πρόσωπο του τέρατος. «Διπλές», διέταξε ξανά τα υπάκουα ζάρια.
Τα ζάρια στριφογύρισαν για ένα δευτερόλεπτο γύρω από τον άξονά τους, λες και ζύγισαν την εκδοχή ν’ αντισταθούν, τελικά όμως μετάνιωσαν και σταμάτησαν.
«Πεντάρες. Καπούτ», μουρμούρισε ο Λιορ, «μου χρωστάς τρεις βάφλες».
Και σηκώθηκε από τη θέση του να φάει ένα χουρμά.
«Πρόσεχε για λίγο το μαγαζί», του ζήτησε το τέρας και βγήκε από το άνοιγμα του μαγαζιού σκυφτό, με κυρτούς ώμους, και όταν γύρισε ήταν απλά και μόνο ο Δαβίδ, χωρίς πολλά-πολλά. «Έγιναν σήμερα εδώ πέρα τρομερά πράγματα. Δεν θα σε θέλει όμως πάντοτε», έκανε την προσπάθειά του ο Δαβίδ.
Κανένα κόλπο όμως δεν τον βοήθησε, ούτε το κοκκίνισμα στο μέτωπο, ούτε η τύχη της κιπά. Το τέρας του ταβλιού εξαφανίστηκε για πάντα.
Έτγκαρ Κέρετ, Χουμπέζα (μια ιστορία από το βιβλίο ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ)
Υπάρχει ένα μέρος, όχι μακριά από το Τελ Αβίδ, που το λένε Χουμπέζα. Μου έχουν πει πως οι άνθρωποι εκεί στη Χουμπέζα φοράνε μαύρα και πάντα, μα πάντα, είναι ευτυχισμένοι.
«Δεν τις πιστεύω όλες αυτές τις μπούρδες», είπε ο καλύτερός μου φίλος, και στην πραγματικότητα ήθελε να πει πως δεν πιστεύει πως υπάρχουν άνθρωποι ευτυχισμένοι.
Πήρα λοιπόν το λεωφορείο που πηγαίνει στη Χουμπέζα και σ’ όλο το δρόμο άκουγα στο γουόκμαν μου πολεμικά τραγούδια. Οι άνθρωποι στη Χουμπέζα δεν πεθαίνουν ποτέ στον πόλεμο. Οι άνθρωποι στη Χουμπέζα δεν πάνε στο στρατό. Κατέβηκα απ’ το λεωφορείο στην κεντρική πλατεία. Οι άνθρωποι στη Χουμπέζα με υποδέχθηκαν πολύ όμορφα. Από κοντά ήταν πολύ εύκολα να καταλάβω πως είναι πράγματι ευτυχισμένοι. Χορεύουν πολύ στη Χουμπέζα και διαβάζουν χοντρά βιβλία, και χόρεψα δίπλα τους εκεί στη Χουμπέζα και διάβασα επίσης τα χοντρά βιβλία. Και φόρεσα τα ρούχα τους εκεί στη Χουμπέζα και κοιμήθηκα στα κρεβάτια τους. Κι έφαγα τα φαγητά τους εκεί στη Χουμπέζα και φίλησα τα μωρά τους στο στόμα. Επί τρεις ολόκληρες εβδομάδες. Μια τέτοια ευτυχία όμως δεν είναι κάτι που κολλάει
Μπορούσαν να περάσουν μαζί ώρες, αγκαλιασμένοι, χωρίς να λένε λέξη, να είναι ξαπλωμένοι στο κρεβάτι γυμνοί, χωρίς να ερωτοτροπούν ή ν’ αλλάζουν θέση. Κι όταν το ρολόι την πίεζε να σηκωθεί, ήταν διατεθειμένη να παραιτηθεί από τον πρωινό καφέ, από το πλύσιμο του προσώπου, για να κερδίσει μερικές στιγμές ακόμα μαζί του. Κι όσο ώρα κατέβαινε τη σκάλα, περίμενε το λεωφορείο, ήταν στο χώρο εργασίας της, περίμενε τη στιγμή που θα ξαναγύριζε κοντά του, θα γυρνούσε το κλειδί στην πόρτα κι εκείνος θα ήταν εκεί. Καμία αμφιβολία ή υποψία δεν φώλιαζε μέσα της. Ήταν σίγουρη για την αγάπη τους. Αυτή, που είχε πονέσει ήδη από πολλές απογοητεύσεις, ήξερε πως αυτή η αγάπη δεν θα την προδώσει ποτέ. Τι θα μπορούσε άλλωστε να την απογοητεύσει ξεκλειδώνοντας την πόρτα; Το άδειο διαμέρισμα; Η στείρα βουβαμάρα; Το τίποτα μέσα στα σεντόνια του ανάκατου κρεβατιού; - από το ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ του βιβλίου