Σὰν ἕνας σπόρος ποὺ μεταφέρει ὁ ἄνεμος, διασχίζω τὰ Τρομαγμένα Βουνά, μάχομαι ἐνάντια σὲ γιγάντια λουλακὶ μυρμήγκια, γιατρεύω τὶς πληγές μου μὲ σκόνη ἀπὸ ρίζα καμπανούλας, διεισδύω στὴν Ἀσημένια Πολιτεία μέσῳ μιᾶς ἀόρατης χαραμάδας ποὺ ὑπάρχει στὰ τείχη μὲ τὴ βοήθεια τοῦ μαγικοῦ μου σκούφου ἀπὸ σκιὰ ποὺ καλύπτει πάντα το κεφάλι μου
Εφτά τὸ πρωί. Χτυπάω κάρτα φτάνοντας στὴ δουλειά. Κάθομαι στὸ γραφεῖο, ὅπως ἐπιβάλλει ἡ ρουτίνα. Ἡ μονότονη ἐργασιακὴ μέρα ξεκινᾶ σήμερα μὲ τὴν κατάρα ἑνὸς γητευτῆ. Τὸ κορίτσι μὲ τὰ χρυσὰ μαλλιὰ ποὺ μετατράπηκε σὲ βάτραχο κρύβεται μέσα στὴν τρύπια κουφάλα ἑνὸς δέντρου τοῦ Δία. Ἔχει τὸν Λίθο τῆς Καλῆς Τύχης φυλαγμένο μέσα στὸ κεφάλι της. Μόνο ἕνα δόντι Ἀνθρωπόμορφης Νυφίτσας πιασμένη κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἔκλειψης τῆς Σελήνης μπορεῖ νὰ τὴ σώσει, ἀλλὰ ἡ Ἀνθρωπόμορφη Νυφίτσα ζεῖ στὸ δάσος ποὺ ροβολοῦν οἱ Κένταυροι, πέρα ἀπ’ τὴν Ἀσημένια Πολιτεία. (Μισὴ ὥρα διάλειμμα, σάντουιτς λαχανικῶν, μιὰ μπύρα, δυὸ τσιγάρα.) Ξεκινῶ, λοιπόν, ὄχι χωρὶς νὰ ἔχω πρὶν κρύψει κάμποσα κλαδιὰ ἐστραγκὸν μέσα στὰ σανδάλια μου γιὰ νὰ δώσουν δύναμη καὶ ἐλαφρότητα στὰ βήματά μου. Σὰν ἕνας σπόρος ποὺ μεταφέρει ὁ ἄνεμος, διασχίζω τὰ Τρομαγμένα Βουνά, μάχομαι ἐνάντια σὲ γιγάντια λουλακὶ μυρμήγκια, γιατρεύω τὶς πληγές μου μὲ σκόνη ἀπὸ ρίζα καμπανούλας, διεισδύω στὴν Ἀσημένια Πολιτεία μέσῳ μιᾶς ἀόρατης χαραμάδας ποὺ ὑπάρχει στὰ τείχη μὲ τὴ βοήθεια τοῦ μαγικοῦ μου σκούφου ἀπὸ σκιὰ ποὺ καλύπτει πάντα το κεφάλι μου, πίνω τὸ νερὸ στὸ ὁποῖο οἱ σιδηρουργοὶ κρυώνουν τὰ ἐργαλεῖα τους γιὰ νὰ μὴν ξεχάσω τὴν ἀποστολή μου, στὶς πλάτες ἑνὸς σκαραβαίου, τοῦ ὁποίου τὶς ὑπηρεσίες ἔχω νοικιάσει, πετάω μέχρι τὰ σύνορα τοῦ Δάσους τῶν Κενταύρων καὶ ὅταν ὁ σκαραβαῖος μὲ προειδοποιεῖ ὅτι ὅποιος ἐπιχείρει νὰ μπεῖ σ’ ἐκεῖνα τὰ ἕλη χάνει τὴν κρίση του, εἶναι πιὰ τρεῖς το μεσημέρι. Χτυπάω πάλι κάρτα, ἀφήνω πίσω μου τὸ γραφεῖο, ἀνεβαίνω στὸ λεωφορεῖο καὶ ἐπιστρέφω σπίτι μὲς στὴν ρουτίνα.
Εφτά τὸ πρωί. Χτυπάω κάρτα φτάνοντας στὴ δουλειά. Κάθομαι στὸ γραφεῖο, ὅπως ἐπιβάλλει ἡ ρουτίνα. Ἡ μονότονη ἐργασιακὴ μέρα ξεκινᾶ σήμερα μὲ τὴν κατάρα ἑνὸς γητευτῆ. Τὸ κορίτσι μὲ τὰ χρυσὰ μαλλιὰ ποὺ μετατράπηκε σὲ βάτραχο κρύβεται μέσα στὴν τρύπια κουφάλα ἑνὸς δέντρου τοῦ Δία. Ἔχει τὸν Λίθο τῆς Καλῆς Τύχης φυλαγμένο μέσα στὸ κεφάλι της. Μόνο ἕνα δόντι Ἀνθρωπόμορφης Νυφίτσας πιασμένη κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἔκλειψης τῆς Σελήνης μπορεῖ νὰ τὴ σώσει, ἀλλὰ ἡ Ἀνθρωπόμορφη Νυφίτσα ζεῖ στὸ δάσος ποὺ ροβολοῦν οἱ Κένταυροι, πέρα ἀπ’ τὴν Ἀσημένια Πολιτεία. (Μισὴ ὥρα διάλειμμα, σάντουιτς λαχανικῶν, μιὰ μπύρα, δυὸ τσιγάρα.) Ξεκινῶ, λοιπόν, ὄχι χωρὶς νὰ ἔχω πρὶν κρύψει κάμποσα κλαδιὰ ἐστραγκὸν μέσα στὰ σανδάλια μου γιὰ νὰ δώσουν δύναμη καὶ ἐλαφρότητα στὰ βήματά μου. Σὰν ἕνας σπόρος ποὺ μεταφέρει ὁ ἄνεμος, διασχίζω τὰ Τρομαγμένα Βουνά, μάχομαι ἐνάντια σὲ γιγάντια λουλακὶ μυρμήγκια, γιατρεύω τὶς πληγές μου μὲ σκόνη ἀπὸ ρίζα καμπανούλας, διεισδύω στὴν Ἀσημένια Πολιτεία μέσῳ μιᾶς ἀόρατης χαραμάδας ποὺ ὑπάρχει στὰ τείχη μὲ τὴ βοήθεια τοῦ μαγικοῦ μου σκούφου ἀπὸ σκιὰ ποὺ καλύπτει πάντα το κεφάλι μου, πίνω τὸ νερὸ στὸ ὁποῖο οἱ σιδηρουργοὶ κρυώνουν τὰ ἐργαλεῖα τους γιὰ νὰ μὴν ξεχάσω τὴν ἀποστολή μου, στὶς πλάτες ἑνὸς σκαραβαίου, τοῦ ὁποίου τὶς ὑπηρεσίες ἔχω νοικιάσει, πετάω μέχρι τὰ σύνορα τοῦ Δάσους τῶν Κενταύρων καὶ ὅταν ὁ σκαραβαῖος μὲ προειδοποιεῖ ὅτι ὅποιος ἐπιχείρει νὰ μπεῖ σ’ ἐκεῖνα τὰ ἕλη χάνει τὴν κρίση του, εἶναι πιὰ τρεῖς το μεσημέρι. Χτυπάω πάλι κάρτα, ἀφήνω πίσω μου τὸ γραφεῖο, ἀνεβαίνω στὸ λεωφορεῖο καὶ ἐπιστρέφω σπίτι μὲς στὴν ρουτίνα.
κι Η ΔΙΑΦΑΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
.ΓΥΝΑΙΚΑ γδύνεται, ἀλείφει σχολαστικὰ μὲ μέλι ὅλο της τὸ σῶμα, κυλιέται μὲ ἐπίγνωση πάνω σ’ ἕναν σωρὸ στάρι ποὺ βρίσκεται στὸν σιτοβολώνα, μαζεύει μὲ προσήλωση, ἕναν πρὸς ἕνα, τοὺς κολλημένους στὸ σῶμα της κόκκους καὶ φτιάχνει μ’ αὐτοὺς μιὰ γευστικὴ πίτα μὲ τὴν ὁποία θὰ ταΐσει τὸν ἄνδρα ὅταν ἐπιστρέψει.
Μαζὶ μὲ τὰ ξύλα τοῦ φούρνου παίρνουν φωτιὰ παλιὲς πληγὲς καὶ κακίες, καίγονται γιὰ ἀκόμα μιὰ φορὰ φόβοι καὶ ἐγωισμοί, τὰ δάκρυα ξεσποῦν ἐκ νέου ἀνάμεσα ἀπ’ τὶς σπίθες ἀναδύοντας μιὰ εὐωδιαστὴ μυρωδιὰ ποὺ ἀρωματίζει τὸ σπίτι σὰν λιβάνι. Τὰ μάτια τῆς γυναίκας, ἄγρυπνα καὶ καρτερικά, στρέφονται πρὸς τὴν εἴσοδο καὶ ἡ καρδιά της χτυπᾶ μὲ μιὰ δύναμη ποὺ μοιάζει νὰ ξεχύνεται ἀπ’ τὶς πόρτες. Ἄφησε λυτά τα μαλλιά της καὶ στόλισε τὸ τραπέζι μὲ λουλούδια γύρω ἀπὸ τὸ δελεαστικὸ ἔδεσμα. Ὅταν ὁ ἄνδρας φτάνει, προσπερνάει τὴ γυναίκα καὶ χωρὶς νὰ σταθεῖ, οὔτε νὰ τὴν κοιτάξει, ἀνακοινώνει ὅτι εἶναι φαγωμένος.
[Πηγή: Ἄνχελ Ὀλγόσο ΠΥΛΗ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ, Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτωνΜηχανὴ Φθορᾶς. Ο Ángel OlgosoΓεννήθηκε στὴν ἐπαρχία Cullar Vega τῆς Γρανάδα τὸ 1961. Σπούδασε Ἰσπανικὴ Φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Γρανάδα. Ἔχει ἐκδόσει πάνω ἀπὸ δέκα συλλογὲς διηγημάτων. Διηγήματά του ἔχουν συμπεριληφθεῖ σὲ πάνω ἀπὸ τριάντα ἀνθολογίες γιὰ τὸ μικρὸ διήγημα καὶ ὁ ἴδιος ἔχει τιμηθεῖ μὲ πολυάριθμα λογοτεχνικὰ βραβεῖα. Ἔργα του ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ Ἀγγλικά, τὰ Γερμανικὰ καὶ τὰ Ἰταλικά. Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά: Νάνσυ Ἀγγελῆ - αναρτήθηκαν: Πρώτη δημοσίευση στις «Ιστορίες Μπονζάι, Η Αισθητική του μικρού», ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα από το λογοτεχνικό περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ: http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/