Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Αργύρης Χιόνης, Κάποιον που, πεθαίνοντας από τότε που γεννήθηκε, ανακαλύπτει τώρα τη ματαιότητα των πραγμάτων

$
0
0
Βλέπει τον κόσμο να βουλιάζει και βουλιάζει κι αυτός μαζί του, ναυαγός και, ταυτόχρονα, θεατής του ναυαγίου, καθισμένος σ’ αυτή την κουνιστή πολυθρόνα του μυαλού του

[Απομίμηση ζωής ετούτη η ζωή. Σκηνογραφία, Πόρτα ζωγραφισμένη σ’ ένα τυφλό ντουβάρι όπου ΚΑΠΟΙΟΣ εξημέρωσε, κάποτε, μια μοναξιά. Από θηρίο της ερήμου ζώο την έκανε οικόσιτο, κι ήτανε τρυφερή και διακριτική και στην αφή τόσο απαλή, πιο απαλή ακόμα και από γάτα. Τώρα, πώς έγινε και, έτσι ξαφνικά, αυτή η τόσο εξημερωμένη μοναξιά τον κατασπάραξε, κανείς δεν ξέρει!]

 Κάποιος κοιτάζει το άδειο σαν τον ίδιο ποτήρι του (από τη συλλογή ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΣΙΩΠΗ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ κι άλλα ασήμαντα περιστατικά, Νεφέλη/ βιβλία 2000)
Κάποιος κοιτάζει το ποτήρι του, είναι άδειο σαν τον ίδιο.   Πρόκειται για κάποιον που μόλις έχει ανακαλύψει τη ματαιότητα των πραγμάτων. αιώνες απελπισίας έχουν προηγηθεί, αλλά αυτός ανακαλύπτει τώρα, μπροστά στο άδειο του ποτήρι, τι είναι απελπισία, κι αυτό, όχι επειδή είναι άδειο το ποτήρι του (δεν είναι αλκοολικός), αλλά επειδή ένιωσε, ξαφνικά, ότι πεθαίνει. Πεθαίνει χρόνια τώρα, βέβαια πεθαίνει από τότε που γεννήθηκε, αλλά αυτά τα πράγματα τα σκέφτεται κανείς κάποια μοναδική, ανύποπτη στιγμή και, τότε, μαυρίζει, ξαφνικά, όλος ο κόσμος. Και, έτσι που ο καθένας αντιδρά με το δικό του τρόπο, σύμφωνα με το δικό του χαρακτήρα, ο εν λόγω κύριος αρπάζει το ποτήρι του και το εκσφενδονίζει στο ντουβάρι. «Μαζί μου θα σε πάρω», αναφωνεί, συντρίβοντάς το, «μαζί μου θα σε πάρω»!, και νιώθει κάποια ανακούφιση, αφού μπορεί κι αυτός να αφαιρεί ζωή, δεν είναι δα τόσο αδύναμος, δεν είναι δα τόσο θνητός.

 


Και ξαφνικά, μια μέρα, βγήκε απ’ το σώμα του…
… και το ’δε ως ξένος, κι ήτανε τόσο θλιβερό και τσακισμένο, σαν αδειανό σακί, που το λυπήθηκε και είπε μέσα του πάλι να χωθεί, να στο στηρίξει ακόμα λίγο.   

Χρόνια ολόκληρα του ουρανό κοιτούσε, προσμένοντας, επί ματαίω, ένα άστρο, έναν άγγελο, κάτι σπουδαίο, τέλος πάντων, να κατέβει από κει γι’ αυτόν.

Τελικά, εκείνο το μουντό του φθινοπώρου απόγευμα, ένα ξερό, κίτρινο φύλλο ακράγγιξε, για λίγο, το κρανίο του, πριν σωριαστεί στο χώμα.
 
Ένας απελπισμένος βλέπει, από την κορυφή ενός ουρανοξύστη, το πεζοδρόμιο να ανεβαίνει προς αυτόν…

… να ανεβαίνει ιλιγγιωδώς, και νιώθει ανίκανος να κάνει οτιδήποτε για να το σταματήσει.   

Κάποιος αποφάσισε να πεθάνει πριν πεθάνει, πριν τον τινάξει ο Χάροντας σαν αδειανό κελύφι, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα.

Χολωμένος είναι τώρα ο Χάροντας, νιώθει καταργημένος, άχρηστος. Ωστόσο, κάθεται σε μια γωνιά του δωματίου και παριστάνει τον θλιμμένο συγγενή, ενώ ο νεκρός χαμογελάει δίχως χείλη, πονηρά, κάτω απ’ το μαντίλι που καλύπτει το ανύπαρκτο κεφάλι του.
 
Στην άκρη ενός γκρεμού, ένα κορίτσι, ωραίο, σαν Απρίλης

… και μοσχοβολιστό σαν άγριο ρόδο, δρέπει άγρια ρόδα, μαργαρίτες κι ανεμώνες για να στολίσει τη ζωή του που θαρρεί πως είναι αιώνια κι όχι εφήμερη, όπως αυτή των λουλουδιών που δρέπει.   

Στο βάθος του γκρεμού, ένα κορίτσι, ωραίο σαν Απρίλης, διαμελίζεται σε χίλιες δυο ανεμώνες.

Σ’ ένα διάλειμμα ευεξίας ή, μάλλον, απουσίας πόνου, ένας καρκινοπαθής, νιώθει σφοδρή επιθυμία για φαγητό και για ποτό των υγιών ανθρώπων. Όταν αυτή εκπληρώνεται, το αλάτι, το πιπέρι, το κρασί, στέλνουν, μέσω της μαραμένης απ’ τα φάρμακα και την αρρώστια γλώσσας του, μηνύματα ζωής, στην ετοιμόρροπη ψυχή του. Έτσι, για μιαν ελάχιστη στιγμή, δε νιώθει ετοιμοθάνατος, νιώθει, απλώς, θνητός.
 
Κάποιος που, όλη τη νύχτα ονειρευότανε το θάνατο ξυπνάει με γεύση από χώμα μες στο στόμα

… κι αρχίζει να βουρτσίζει, σαν τρελός, τα δόντια του, μέχρις αιμορραγίας των ούλων.   

Στη θέα του αίματος, παίρνει κουράγιο, το καταπίνει λαίμαργα και νιώθει να του μεταγγίζεται ζωή. «Γλίτωσα παρά τρίχα» σκέφτεται, χαρούμενος, και με λατρεία κοιτά τη ματωμένη οδοντόβουρτσα.

Μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό, με ένα «αχ», το ώριμο αχλάδι σωριάζεται στο χώμα

ΕΝΑΣ ΤΥΡΑΝΝΙΣΜΕΝΟΣ ΑΠ’ ΤΗ ΜΕΡΑ ΚΙ ΟΣΑ ΑΥΤΗ ΤΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ, χαρίζει στο χαρτί, άγρια χαράματα, τούτο το γράμμα: «Νύχτα, καλή μου, ξημερώματα σου γράφω αυτό το γράμμα. Με νοσταλγία στο γράφω. Καλά καλά δεν έφυγες και σ’ έχω κιόλας πεθυμήσει. Γύρνα ξανά σε μένα, νύχτα μου, γρήγορα γύρνα! Με πονά το φως με τις βελόνες του! Γύρνα ξανά με τ’ απαλό, μαύρο βελούδο σου, τα μάτια θα μου βγάλει αυτό το φως με τις βελόνες του, τυφλός θα μείνω δίχως το σκοτάδι σου»

 

Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles