Ο Πάλομαρ –Καλβίνο- διαλογίζεται αέναα προσπαθώντας αποκωδικοποιήσει το παμπάλαιο και πάντα ανεξιχνίαστο αλφάβητο της ζωής μπροστά στο μπρούτζινο-ροζ γυμνό στήθος μιας κολυμβήτριας
Ο κύριος Πάλομαρ περπατά κατά μήκος μιας ερημικής παραλίας. Συναντά ελάχιστους κολυμβητές. Μια νέα γυναίκα είναι ξαπλωμένη στην άμμο και κάνει ηλιοθεραπεία με γυμνό το στήθος. Ο Πάλομαρ, άνθρωπος διακριτικός, στρέφει το βλέμμα προς το θαλάσσιο ορίζοντα. Ξέρει ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις, όταν πλησιάζει κάποιος άγνωστος, οι γυναίκες συνήθως βιάζονται να καλύψουν τη γύμνια τους κι αυτό είναι κάτι που δεν του αρέσει: πρώτα γιατί είναι ενοχλητικό για την κολυμβήτρια που έκανε ήσυχα την ηλιοθεραπεία της, γιατί ο άνδρας που περνά αισθάνεται ο ίδιος ενοχλητικός, γιατί το ταμπού της γύμνιας επιβεβαιώνεται ακόμα μια φορά, γιατί οι συμβατικότητες που γίνονται σεβαστές κατά το ήμισυ αναπαράγουν αβεβαιότητα και ασυνέπεια στην ανθρώπινη συμπεριφορά αντί ελευθερία και ειλικρίνεια.
Ένας διανοούμενος, «κατ’ εξοχήν», ένας ηδονιστής της σκέψης, είρωνας λεπτολόγος, νευρωτικός: αυτός είναι ο Πάλομαρ. Η ομοιότητα του ονόματός του με του μεγάλου αστεροσκοπείου Παλομάρ δεν είναι καθόλου τυχαία. Το ερευνητικό του, όλο περιέργεια βλέμμα του, ίδιο με τεράστιο τηλεσκόπιο, ανιχνεύει ακατάπαυστα τον κόσμο, προσπαθώντας να ανακαλύψει το κρυμμένο του είναι. Ο Πάλομαρ είναι ολόκληρος ένα βλέμμα που ανακαλύπτει κι αποκαλύπτει τη Φύση, την Πόλη και τη… Σιωπή.
Το Γυμνό Στήθος
Γι’ αυτό κι εκείνος, κάθε φορά που βλέπει από μακριά να κάνει την εμφάνισή του το μπρούτζινο-ροζ σύννεφο ενός γυμνού γυναικείου μπούστου, βιάζεται να γυρίσει το κεφάλι του, έτσι ώστε η τροχιά του βλέμματός του να μείνει μετέωρη στο κενό διασφαλίζοντας έτσι το σεβασμό του για τα αόρατα όρια που περιστοιχίζουν τους ανθρώπους.
Όμως –σκέφτεται προχωρώντας και, αφού ο ορίζοντας μπροστά του έχει αδειάσει, αφήνοντας τον οφθαλμικό του βολβό να κινείται πάλι ελεύθερα – εγώ συμπεριφερόμενος μ’ αυτό τον τρόπο δεν κάνω τίποτα άλλο από το να επιδεικνύω την άρνησή μου να δω, με άλλα λόγια ενισχύω απλώς τη σύμβαση που θεωρεί άνομη τη θέα ενός στήθους, δηλαδή βάζω ένα είδος διανοητικού στηθόδεσμου ανάμεσα στα μάτια μου και το γυμνό στήθος που, χάρη στο εκθαμβωτικό φως που φτάνει στα σύνορα του οπτικού μου πεδίου, μου φάνηκε δροσερό κι ευχάριστο στη θωριά του. Το ότι δεν κοιτάζω, επομένως, σημαίνει πως σκέφτομαι αυτή τη γύμνια, πως με απασχολεί, κι αυτό κατά βάθος είναι μια στάση αδιάκριτη κι οπισθοδρομική.
Γυρίζοντας από τον περίπατό του, ο Παλομάρ περνάει πάλι μπροστά από την κολυμβήτρια κι αυτή τη φορά κρατάει το βλέμμα του σταθερό μπροστά έτσι ώστε αυτό ν’ αγγίξει ομοιόμορφα τον αφρό των κυμάτων που υποχωρούν, τους σκελετούς των βαρκών που είναι τραβηγμένες στη ξηρά, το σεντόνι των σφουγγαριών που είναι απλωμένα στην άμμο, το ολόγιομο φεγγάρι του ανοιχτόχρωμου δέρματος με τη μελαχρινή αλώ της ρόγας, την γκρίζα ακρογιαλιά μπροστά σ’ έναν ουρανό γεμάτο ομίχλη.
Να λοιπόν –αναλογίζεται ικανοποιημένος από τον εαυτό του ενώ συνεχίζει το δρόμο του – τα κατάφερα έτσι ώστε το στήθος ν’ απορροφηθεί εντελώς από το τοπίο και το βλέμμα μου να μην βαρύνει περισσότερο από το βλέμμα ενός γλάρου ή μιας μουρούνας.
Είναι όμως πραγματικά σωστό να φέρομαι έτσι; -σκέφτεται και πάλι – ή μήπως αυτή η στάση μου υποβιβάζει ένα ανθρώπινο πλάσμα στο επίπεδο των άψυχων πραγμάτων, το αντιμετωπίζει σαν να πρόκειται για ένα αντικείμενο και –ακόμα χειρότερα – θεωρεί αντικείμενο ό,τι σ’ αυτό το άτομο ανήκει ειδικότερα στο γυναικείο φύλο; Μήπως συνεχίζω έτσι την πανάρχαια συνήθεια της υπεροχής του αρσενικού που με τα χρόνια ρίζωσε κι έγινε αυθάδεια;
Κάνει στροφή και επιστρέφει στα βήματά του. Τώρα αφήνοντας το βλέμμα του ελεύθερο να ταξιδέψει στην ακτή με μια αμερόληπτη αντικειμενικότητα, φέρεται έτσι ώστε, μόλις το στήθος της γυναίκας μπει στο οπτικό του πεδίο, να νιώσει μια διακοπή, μια ξαφνική παρουσία, σχεδόν ένα σπαρτάρισμα. Το βλέμμα προχωρά μέχρι ν’ αγκαλιάσει το τσιτωμένο δέρμα, υποχωρεί –λες κι εκτιμά, μ’ ένα ελαφρύ ανασκίρτημα, την ιδιαιτερότητα αυτής της εικόνας και την αξία που έχει ήδη αποκτήσει – και για μια στιγμή μένει μετέωρο διαγράφοντας μια καμπύλη που συνοδεύει τις ανάγλυφες προεξοχές του στήθους από μια κάποια απόσταση, σαν να ξεφεύγει από αυτό αλλά και σαν να το προστατεύει, για να ξαναπάρει στη συνέχεια το δρόμο του λες και δεν έχει συμβεί τίποτα.
Νομίζω πως με αυτόν τον τρόπο η στάση μου είναι ξεκάθαρη –σκέφτεται ο Πάλομαρ- και δεν επιτρέπει παρανοήσεις. Κι όμως αυτό το υπεράνω όλων πέταγμα του βλέμματός μου δεν θα μπορούσε τελικά να παρεξηγηθεί σαν μια στάση αλαζονείας, μια υποτίμηση αυτού που είναι και σημαίνει ένα στήθος, μια πρόθεση να το κρατήσω κατά κάποιο τρόπο σε απόσταση, στο περιθώριο ή σε μια παρένθεση; Να λοιπόν, που κι εγώ με τη σειρά μου απομονώνω το γυναικείο στήθος σ’ εκείνο το ίδιο σκοτάδι στο οποίο το είχαν εξορίσει αιώνες ολόκληροι σεξομανιακής αισχύνης και πόθου λες και ήταν αμάρτημα…
Μια τέτοια ερμηνεία συγκρούεται με τις καλύτερες προθέσεις του Πάλομαρ, ο οποίος αν και ανήκει σε μια ώριμη γενιά που έμαθε να συνδέει τη γύμνια του γυναικείου στήθους με την ιδέα της ερωτικής οικειότητας, χαιρετίζει με χαρά την αλλαγή των ηθών, τόσο για όσα αυτή η αλλαγή σημαίνει σαν απόρροια μιας πιο ανοιχτής νοοτροπίας στην κοινωνία, όσο και γιατί μια τέτοια εικόνα είναι ιδιαίτερα αρεστή. Αυτή, λοιπόν την αθώα του ενθαρρυντική άποψη θα ήθελε να μπορέσει να εκφράσει με το βλέμμα του.
Κάνει μεταβολή. Με αποφασιστικά βήματα κινείται ακόμα μια φορά προς το μέρος της γυναίκας που είναι ξαπλωμένη στον ήλιο. Τώρα το βλέμμα του, αφού θα αγκαλιάσει εύκολα το γύρω τοπίο, θα σταματήσει στο στήθος με μια ιδιαίτερη προσοχή αλλά ταυτόχρονα θα σπεύσει να το εντάξει σ’ όλα εκείνα που του γεννούν μια ενθουσιώδη διάθεση καλοσύνης κι ευγνωμοσύνης: τον ήλιο και τον ουρανό, τα κυρτωμένα πεύκα και το γιαλό και την άμμο και τα βράχια και τα σύννεφα και τα φύκια, τον κόσμο που γυρίζει γύρω από τις δυο μικρές κορυφές με τα φωτοστέφανα.
Αυτό θα έπρεπε να είναι αρκετό για να καθησυχάσει εντελώς τη μοναχική κολυμβήτρια και να ξεκαθαρίσει το χώρο από παραπλανητικά συμπεράσματα. Μόλις όμως πλησιάζει και πάλι, εκείνη σηκώνεται ξαφνικά, καλύπτει τη γύμνια της, αναστενάζει, και απομακρύνεται με μια ενοχλημένη κίνηση της πλάτης σαν να δραπέτευε από την ενοχλητική επιμονή κάποιου σάτυρου.
Το νεκρό βάρος μιας παράδοσης κακοηθειών μας εμποδίζει να εκτιμήσουμε σωστά τις πιο λαμπρές προθέσεις, καταλήγει με πίκρα ο Πάλομαρ.
[Το ακούραστο, αδηφάγο βλέμμα του ΠΑΛΟΜΑΡ παρατηρεί αέναα: το γυμνό στήθος μιας κολυμβήτριας και τους έρωτες μιας χελώνας, το κρυμμένο νόημα των γιαπωνέζικων βραχόκηπων και τα βαθιά μυστικά των προκλητικών τυριών στις προθήκες κάποιου τυροπωλείου, την αρχαία σημαντική των Ίνκας και τα ιερογλυφικά της κοιλιάς του σαμιαμιδιού… Ο Πάλομαρ – ο Καλβίνο – κοιτάζει, διαλογίζεται προσπαθώντας ν’ αποκωδικοποιήσει το παμπάλαιο και πάντα ανεξιχνίαστο αλφάβητο της ζωής