Τη λένε Αγγελική Πατέρα, κι αυτό, από κάποια ηλικία και μετά, από όταν δηλαδή άρχισα ν’ αναρωτιέμαι αν όταν σε λένε Γιώργο γίνεσαι και Γιώργος και δρας σαν Γιώργος και τρως σαν Γιώργος και πηδάς σαν Γιώργος, άρχισε έντονα να με προβληματίζει, γιατί ούτε πολύ αγγελική με φτερά στην πλάτη ήταν ποτέ ούτε μιλούσε σαν αγγελική ούτε αγκάλιαζε σαν αγγελική ούτε πατέρας βεβαίως ήταν
Αγγελική Μητέρα(μια ιστορία από το βιβλίο Γαμ. υθιστορήματα του ενός λεπτού της Κατερίνας Έσσλιν)
Πάνω που είχα ανεβάσει τα μάλλινα δάκρυα στο πατάρι, άρχισε πάλι να ψιχαλίζει τ' όνομά σου. Το μισό αλφάβητο πλημμυρίσαμε.Έχει γεμίσει το υπόγειο με ωμέγα, θα πνιγούμε χωρίς άλφα. Με είδες κι εσύ στο όνειρό μου χτες; Βάλε επιτέλους ένα ζακετάκι στον έρωτα σου είπα. Κάνει ρεύμα -δεν ακούς που φταρνίζεται; Μετά άρχισα να τσακώνομαι με τη μοναξιά σου. Λουζόταν με μπετόν η χαζή. Δεν καταλαβαίνω, είπα. Θες να γιατρέψεις τα δάχτυλά σου πάνω στο δέρμα μου; Οι ανοργάνωτοι εμπρησμοί σου στο σώμα μου έχουν αρχίσει να λήγουν. (Την πυρκαγιά δηλαδή εσύ εκεί στο υπόγειο δεν την βλέπεις που καίει συνέχεια; Θα φτάσει στον πρώτο όροφο και θα τη δουν όλοι στο τέλος. Δυο χρόνια έχεις να φωνάξεις την πυροσβεστική) Μόνο να διχάζεις τις τελείες μου ξέρεις -και να μ αφήνεις να ξυπνάω αγκαλιά με το σπασμένο σου ποδηλατάκι (λες κι αν ενηλικιωθούμε θα πεθάνουμε)…. Όποιο σώμα κι αν δοκιμάσω εκτός από το δικό σου, μου πέφτει φαρδύ.
[Κατερίνας Έσσλιν, Ο Πεζός λόγος στην Ποίηση]
[Κατερίνας Έσσλιν, Ο Πεζός λόγος στην Ποίηση]
Παίρνει συνήθως εφτά με οκτώ λεπτά από το καλώς την μέχρι το πάντως τα μαλλιά σου θέλουν λίγο κούρεμα εδώ μπροστά,από το σου πάει πολύ το άσπρο μέχρι το σου έχω πει μη φοράς κραγιόν, από το μου έλειψες κόρη μου μέχρι το μπορεί να έχω πεθάνει και να με βρείτε μια εβδομάδα μετά, να μου τηλεφωνείτε συχνότερα, έχω την αίσθηση ότι πάχυνες στους γοφούς. Μου παίρνει εφτά με οχτώ λεφτά από τη χαρά που νιώθω όταν τη βλέπω, ένα ή δύο Σάββατα το μήνα πια, μέχρι την έντονη φυσική ανάγκη να εξαφανιστώ στο μπάνιο και να χώσω το κεφάλι μου στη λεκάνη για όλα τα Σάββατα από δω και πέρα. Ώρες ώρες είναι τόσο αυτόματα ενοχλητικό, τόσο έτοιμο τόσο σαρωτικό, η αίσθηση ότι κάποιος αρνείται να σταματήσει να σε γεννάει κάθε δευτερόλεπτο όλο και πιο τέλεια, που με φαντάζομαι να εξαφανίζομαι πράγματι στο μπάνιο, να κάθομαι στη λεκάνη, κι εκείνη να ’ρχεται, να κατεβάζει το βρακί της, ν’ ανοίγει τα πόδια της, να κάθεται πάνω μου και να σπρώχνει προς τα έξω όπως στη γέννα ή να ρουφάει προς τα μέσα, εντελώς ανάποδα απ’ τη γέννα.
Τη λένε Αγγελική Πατέρα, κι αυτό, από κάποια ηλικία και μετά, από όταν δηλαδή άρχισα ν’ αναρωτιέμαι αν όταν σε λένε Γιώργο γίνεσαι και Γιώργος και δρας σαν Γιώργος και τρως σαν Γιώργος και πηδάς σαν Γιώργος, άρχισε έντονα να με προβληματίζει, γιατί ούτε πολύ αγγελική με φτερά στην πλάτη ήταν ποτέ ούτε μιλούσε σαν αγγελική ούτε αγκάλιαζε σαν αγγελική ούτε πατέρας βεβαίως ήταν παρότι της είχε τύχει να το προσπαθήσει από νωρίς. Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να τη λένε Αφόρητη Μητέρα, Παρεμβατική Μητέρα, Κριτική Μητέρακαι τέτοια – μάλιστα ίσως και με ένα άλφα έψιλον στο τέλος όπως στις ανώνυμες εταιρείες, μια και έμοιαζε με εταιρεία, με εργοστάσιο τύψεων και ενοχών με ολόκληρη αλυσίδα επιχειρήσεων Χειριστική ΜητέραΑ.Ε., ΕΠΕ, com, αλλά τόση σκέψη φανέρωνε σιγά σιγά δική μου ανάγκη για απεξάρτηση, ειδικά μετά τα 30, και με τον καιρό δέχτηκα το Αγγελική Πατέρακαι απλώς κατάλαβα ότι θα ήταν καλύτερα να μη θυμώνω, όπως με συμβούλευαν γνωστοί, φίλοι και φίλοι φίλων, και να γίνω Δεκτική Κόρη ή και Αδιάφορη Κόρηακόμα. Στην τελική, δική μου επιλογή ήταν να παραμένω Κόρη Α.Ε. μέχρι αυτή την ηλικία, δική μου ευθύνη ήταν που εκείνη, εκτός από Μητέρα και Πατέρας (έχοντας πάντα γνώμη, πάντα αρνητική και πάντα για όλα όσα με αφορούσαν), ήθελε να είναι όλοι οι ρόλοι στη ζωή μου: η Δασκάλα, η Φαρμακοποιός, η Φίλη, ο Σύζυγος, ο Σκύλος, το Παιδί μου.
Όμως αυτή η επίσκεψη, παρότι είχε ξεκινήσει ως τέτοια, δεν αποδείχθηκε η τυπική σαββατιάτικη, γιατί γύρω στις 4 χτύπησε το τηλέφωνο και κάποιος τη ρώτησε να ήταν η Αγγελική Πατέρα, γιατί είχε κάτι δυσάρεστο να της πει για τον γιο της, για μια συμπλοκή σε μια πορεία, για μια φωτιά. Μέσα σε λιγότερο από δευτερόλεπτα είδα τη μητέρα μου, την Αγγελική Πατέρα του Δημητρίου, να βγάζει από το στόμα από τα μάτια και από τα χέρια της μια φωνή σπασμένη σε μικροσκοπικά κομμάτια και να φωνάζει όχι, όχι, φυσικά και όχι, φυσικά και δεν είμαι, φυσικά και δεν είμαι η Αγγελική Πατέρα, δεν είμαι η Αγγελική Πατέρα, φυσικά και δεν είμαι η Αγγελική η Μητέρα, είμ… είμαι… είμαι η… είμαιη Ασπασία Βέργου, είμαι η Νίκη Ιωάννου, είμαι η Μαργαρίτα Στέγγου, είμαι η Κατερίνα Παππά, είμαι η Δήμητρα Παύλου, η Νίκη Αγοραστού, η Ελευθερία Βενιεράκη, φυσικά και, δεν, είμαι, η, Αγγελική, Μητέρα, είμαι ανήλικο αγόρι, δεν το καταλαβαίνετε στη φωνή μου; είμαι άνδρας, γράψτε το, είμαι άνδρας, είμαι ο Νίκος Αποστόλου, είμαι ο Γιάννης ο Απέργης, είμαι εσείς, είμαι… εσείς… ποιος είστε εσείς; έχετε γιο εσείς; εσείς είμαι…
Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο είδα τη μητέρα μου ν’ ανοίγει τα πόδια της, να κατεβάζει το βρακί της και να γεννάει ασταμάτητα ξένους γονείς ξένων παιδιών, να βάζει άλλους να κάνουν τη βάρδια του εαυτού της, να είναι κάποια άλλη, να είναι ξανθιά, κοκκινομάλλα, καστανή, να είναι κάποιος άλλος, να είναι γαλανομάτα, αδύνατη, παχιά, άσχημη, ψηλός αδύνατος, να είναι κάποιος άλλος που ο γιος του κάηκε ζωντανός στη φωτιά. Εκείνο το Σάββατο σταμάτησα για πρώτη φορά να λυπάμαι τη μητέρα μου.
Έκτοτε, εδώ και αρκετά χρόνια πια, κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ, νιώθω αισθητή την απουσία της –να κρύβεται στην ντουλάπα μου, με καμένη σάρκα και σπασμένα οστά, και να τρώει σιγά-σιγά, μπουκιά μπουκιά, κομμάτι κομμάτι, ένα καφρεφτάκι μου.
Τα Σάββατα τα κόψαμε γύρω γύρω με το ψαλιδάκι όπως τα ξέφτια.
Το “Γαμ.” είναι μια λέξη σε εκκρεμότητα. Βάζει τον αναγνώστη στη διαδικασία να συνδιαλλαγεί με το κείμενο και να συμπληρώσει ό,τι λείπει με το μάτι (ή τα υπόλοιπα αισθητήρια). Όμως μη φανταστείς ότι επειδή ο τίτλος είναι μισός κάνει και μισές δουλειές: το βιβλίο έρχεται με «λυσάρι», καθώς εξοπλίζει με ποικίλα συναισθήματα τον αναγνώστη (ώστε, όταν αποφασίσει μόνος του τι θα πει Γαμ., να πέσει μέσα). Αλλά θα σας δώσω και κάποια hints: Γαμ. μπορεί να σημαίνει γαμέτης (αν ο άλλος ασχολείται με τη φυτολογία) ή γάμος (αν κάποιος θέλει να νοικοκυρευτεί) ή να σημαίνει το άλλο, το ξέρετε ποιο, (αν ο άλλος είναι ρομαντικός και θέλει να πάει να “αγαπηθεί”)ή να προέρχεται απλώς από το «και γαμώ».Δεν θα μπορούσε να μη λέγεται Γαμ. αυτό το βιβλίο. Πρώτον, έχει σχέση με όλα τα παραπάνω (διαφόρων ειδών παντρέματα και αναπαραγωγές) και δεύτερον σου δίνει μια συμβουλή: τη στιγμή που πας να πεις «Γαμώτο» να φροντίζεις η λέξη να τρώει μια αόρατη τσεκουριά και να σπάει στη μέση. Πιστεύω πως η ζωή ακόμη κι όταν είναι σκληρή σαν βράχος έχει αμέτρητα ωραία βοτσαλάκια γύρω γύρω. Σιγά μην κάτσουμε να χάνουμε τον χρόνο μας λέγοντας συνέχεια γαμώτο και γαμώτο!