Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Μαρία Μήτσορα, Το κόλπο της Επιθυμίας αντίδοτο στο Φόβο

$
0
0

Χρειάζομαι καινούργιους χάρτες για να συνεχίσω το κυνήγι των τάχατες χαμένων τάχατες θησαυρών; ή μήπως θέλω να φτάσω την άλλη πραγματικότητα πέρα από την μαμά μου και τον μπαμπά μου και τον παππού μου και τη γιαγιά μου και τους διαβόλους τους μεταμορφωμένους στο προαμφιταλαντευόμενο στάδιο της βρεφικής μου-του-σου ηλικίας».

Τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια τα έχω κάνει μέσα σε ανθρώπους», ισχυρίζεται. Αλλά η χάρη της έχει φτάσει από τον Πολικό Κύκλο έως την Αϊτή. Το γράψιμο είναι και δεν είναι γι' αυτήν επιλογή. Την παίρνουν «οι άνεμοι ενός άγνωστου ωκεανού», γράφοντας. Έχει την αίσθηση ότι «είμαστε σαν τα αγάλματα, φτιαγμένα από νερό. Πάντα οι ίδιοι και πάντα άλλοι». Κι έτσι είναι η ίδια. Η ζωή και η γραφή της. Με τις λέξεις να κάνουν ταχυδακτυλουργικά κόλπα και το βλέμμα στραμμένο εκεί όπου το δικό μας, ενδεχομένως και να μη φτάσει ποτέ. «Θα έρθει η στιγμή που θα ανοίξει και πάλι ο καιρός και οι δρόμοι και οι φράσεις, θα βρεθεί η λέξη- κλειδί, που έρχεται, που προστάζει, που αποσαφηνίζει, και θα κάνει να υπάρξει κι άλλο καλοκαίρι. Δε θα πεθάνουμε ούτε από κρύο ούτε από μοναξιά ούτε από τις καταστροφές του πολέμου αλλά ούτε και από ασάφεια». Υπόσχεται. Για περισσότερα, βέβαια, στις λέξεις της από το ΑΝΝΑ ΝΑ ΕΝΑ ΑΛΛΟ…

ΤΟ ΞΑΦΝΙΚΟ ΔΩΜΑΤΙΟ (από το βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα ΑΝΝΑ ΝΑ ΕΝΑ ΑΛΛΟ, Εκδόσεις ΑΚΜΩΝ 1978)


Διέσχιζε τη Συγγρού τάφρο φαρδιά και βαθιά. Μόλις πάτησε στην Καλλιθέα άκουσε την καθησυχαστική φωνή. «Είδες που δεν φοβάσαι καθόλου.Αφού δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι». Μέσα στο ανησυχητικό τοπίο που η δύση το ’κανε ν’ αχνίζει κοκκινιστά πιάσανε δυσανάλογα πολύ θέση οι δυο λέξεις που ηλιοσφυρίζανε απειλητικά «Υπάρχει Λόγος». Όταν την ανησυχούσε η πόλη όπως είχε αρχίσει πάλι σήμερα το πρωί το στοιχείο νερό έπλεε στην επιφάνεια της σκέψης της, το κεφάλι της βούιζε και βυθιζόταν από το βάρος της ζαλάδας του σ’ ωκεανό. Διασχίζοντας ένα παραπάνω δρόμο μέτραγε τα σκαλοπάτια παγερής πισίνας, έσφιγγαν όλοι οι μυς του σώματός της κατέβαινε τα δευτερόλεπτα καθώς σκέπαζε και τη μύτη της το νερό. Έκλεινε σφιχτά τα βλέφαρά της, κατέβαζε τα ρολά της στην πόλη, δεν έβρισκε τρόπο να γίνει αδιάβροχη σ’ αυτήν. Το μυαλό της τσαλαβούταγε στα πιο μακρινά προάστια – εκεί που τα σπίτια χυνότανε στο νερό εκεί πνιγόταν. Προσπαθούσε να ξεχάσει το φόβο συγκεντρώνοντας όλη της την επιθυμία στο παραβάν, πήγαινε να το παραλάβει με διορθωμένες μυστικές διαστάσεις απ’ την οδό Ανδρομάχης.
Ξυπνώντας αύριο θα το παρακολουθούσε ν’ αλλάζει το δωμάτιο της, η μέρα της θα γινόταν διαφορετική κι από τη χθεσινή κι από την περυσινή.Πίσω από τα τρία μεταξωτά καφέ πάνω με τις ζωγραφιστές πασχαλιές και τις πεταλούδες, θα ανακάλυπτε ένα ξαφνικό δωμάτιο κι εκεί μέσα ένα καινούργιο συμβολικό σύστημα. Έκανε ένα επί τόπου βηματάκι, άρχισε πάλι να περπατάει πατώντας πρώτα το δεξί. Τα σύμβολα-χάρτες, σκέφτηκε, που οδηγούνε στα χαμένα πράγματα «τι εννοώ; χρειάζομαι καινούργιους χάρτες για να συνεχίσω το κυνήγι των τάχατες χαμένων τάχατες θησαυρών; ή μήπως θέλω να φτάσω την άλλη πραγματικότητα πέρα από την μαμά μου και τον μπαμπά μου και τον παππού μου και τη γιαγιά μου και τους διαβόλους τους μεταμορφωμένους στο προαμφιταλαντευόμενο στάδιο της βρεφικής μου-του-σου ηλικίας». «Αδριανή την ψώνισες» είπε δυνατά. «Πάντως εγώ δεν αισθάνομαι καλά». Το κόλπο της Επιθυμίας αντίδοτο στο Φόβο δεν έπιανε γιατί το παραβάν της το είχε φέρει μισοδιαλυμένο ο Χρήστος λίγες μέρες πριν πάρει το Εκατό. Τότε που γύριζε από μακρινές βόλτες με έξαλλα μάτια και έλεγε «σου έφερα μια περίληψη του περιπάτου μου» κι έβγαζε συνήθως από τις τσέπες του νυχοκόπτες, ξύστρες, ψαλίδια και καρύδια. Ο Χρήστος είχε χαμένα μάτια, τώρα κάθε φορά που τον σκεφτότανε ξαναέβλεπε το σχήμα του σπασμένο στα τζάμια,, το σπίτι γεμάτο ματωμένα χαρτομάντιλα. Σε δώδεκα μέρες είχε αλλάξει σπίτι, το σημάδι από το μαχαίρι στην κοιλιά της δεν ήτανε βαθύ, λυπότανε λίγο που είχε σχεδόν χαθεί. Προσπερνώντας το γαλακτοπωλείο δεν πεινούσε, πονούσε. Το σώμα της έχανε το σχήμα του από την έλλειψη κάθε ξεκούραστης σκέψης. Ήθελε πια να ξαπλώσει στην άκρη του δρόμου να τη μαζέψουνε τίποτα Καλές Κυρίες. Διάθεση για εγκατάλειψη σε μια δική της άποψη της ασθένειας των δυτών αλλά «Οδός Ιφιγένειας» το μυαλό της καρφώθηκε στ’ όνομα του δρόμου και φρρρτ κάτι άλλαξε στην ποιότητα του φόβου της. Νέα Σμύρνη – Καλλιθέα, Καλλιθέα – Νέα Σμύρνη από την οδό Ιφιγενείας. Στην αρχή στον έβδομο ουρανό σ’ ένα ροζ καρότσι μ’ εξαγωνική τέντα και βερικοκιά κρόσσια, αργότερα παραπατώντας με παχουλά ποδαράκια γκρίνιαζε για αγκαλίτσα, κι ύστερα το ’σκαγε μπροστά και τη φωνάζανε. Κάθε απόγευμα διασχίζανε με τη μαμά της τη Συγγρού, κατεβαίνανε το σπίτι της γιαγιάκας-γιούκας και του παππούκα-πούκα στον αριθμό 116β της οδού Ιφιγενείας. Τα Σάββατα ερχότανε μαζί κι ο πατέρας της.  Φτου – κακά του φώναζε, του ’δειχνε με το μικρό δείκτη σκουριές στους άσπρους πλισέ δίσκους που προστατεύανε τα φώτα του δρόμου. Το πήγαινε έλα σταμάτησε όταν έγινε 11 ετών και οι γονείς της μητέρας της περάσανε στη Νέα Σμύρνη –όπως η ίδια σύντομα στο Γυμνάσιο- σ’ ένα αξιοθαύμαστα μικρό διαμέρισμα στην απέναντι πολυκατοικία. Η μετακόμιση έγινε σ’ όση ακριβώς ώρα της πήρε να σκεφτεί ένα-ένα τα πράγματα του σπιτιού της. Ένα τασάκι δεν το σκέφτηκε τότε, δεν ξαναφάνηκε καθόλου. Άδικα το σκεφτότανε κάθε τόσο στα παλιατζίδικα. Στάθηκε στη διασταύρωση Ιφιγενείας και Ανδρομάχης. Κοίταξε αριστερά, κοίταξε δεξιά, διέκρινε τον κήπο των Λουτρών Καλλιθέας δεν έστριψε, δεν μπορούσε ν’ ασχοληθεί με το παραβάν γιατί τα μπαλκόνια είχανε αρχίσει να βουίζουνε «η Βασιλοπούλα του Παραμυθιού έφυγε με τον γυναικολόγο άφησε πίσω της το χρυσό τόπι που τώρα κλαίει σαν μωρό». Προσπέρασε δυο γριές κι αυτές μουρμουρίζανε για σπέρμα κι ένα τεράστιο βάτραχο «αφού έσταζε καλέ καταπράσινο». Από ένα ισόγειο παράθυρο τρώγοντας καρπούζι την κοιτάζανε, και στάζανε, γελάγανε «κοίταξε» λέγανε, «στο μυαλό της καθετί, σοκολάτα στο χαρτί αρχίζει να μοιάζει με κάτι άλλο». Μαμάς-μπαμπάς και το κοριτσάκι τους, κόκκινα στόματα, δόντια, κουκούτσια. Είχε για λίγο στο Γυμνάσιο μια δασκάλα Λατινικών που τα δικά της δόντια ήταν κορμοί δένδρων κομμένοι από κείνους ακριβώς τους agricolaeπου silvametumbramsilvarumamant. Στην αποθήκη καλλυντικών που είχε αναγκαστεί να πιάσει δουλειά της άλλης κοπέλας το στόμα ήταν στολισμένο με δυο σειρές άσπρο ρύζι, χαμογελούσε στις πελάτισσες σπειρωτά και στον καθρέφτη λαπαδιασμένα χαμόγελα. Μία μέρα που της έλεγε για «χθες το βράδυ σ’ ένα γάμο» τη φανταζότανε στο χορό του Ησαΐα να βγάζει και να τους πετάει μια χούφτα δόντια της. Η οδός Ιφιγενείας μεταμορφωμένη σε ασφαλτοστρωμένη κι ακόμα χειρότερα δεξιά κι αριστερά σκουντιότανε πολυκατοικίες, την έτρωγε παρ’ όλα αυτά με τα μάτια κι αυτή με σιγανό τρεμούλιασμα άρχισε να παίρνει διαστάσεις διαχρονικές. Κι ενώ βάδιζε από την Ανατολή προς τη Δύση, προς το παλιό σπίτι της γιαγιάς της μέσα στην καρδιά της Καλλιθέας, με το μυαλό της έχοντας ήδη φτάσει εκεί, έκανε τώρα τη διαδρομή αντίστροφα. Από το μικρό διώροφο με τα σανίδια που έτριζαν μπροστά στον μπουφέ και τη σκιερή πίσω αυλή, προς το σπίτι στη Νέα Σμύρνη.
Δεν ήτανε σκέτη παραξενιά της στιγμής να φαντάζεται πως ερχότανε από ενώ πήγανε προς. Όσο κι αν πίεζε τον εαυτό της η επιστροφή στη Νέα Σμύρνη είχε πολύ βαθύτερα χαράξει το μυαλό της.Σ’ αυτήν υπήρχαν σωστά και λάθος πεζοδρόμια –κάτι παράξενο παραμόνευε στη Συγγρού – υπήρχανε και τα βήματα του πατέρα της, σε λιγάκι θα τ’ άκουγε ν’ ανεβαίνουν σέρνοντας πίσω τους ένα ερεθιστικό μείγμα από το σκοτάδι και τη σκάλα. Ενώ το κατέβασμα ήταν γλυκό γλίστρημα βαθύτερα μέσα στη συμβιωτική σχέση που λίγο πιο κάτω θα πλουτιζόταν από τις προεκτάσεις της μητέρας της, τη γιαγιά Σοφία και τον παππού Μιχάλη. Από τη διαδρομή προς τα κάτω θυμότανε κυρίως τη φωνή της ακόμα ασχημάτιστη να ρωτάει μ’ επιμονή «μαμά θα ’θελες να ήσουν δίδυμη αδελφή μου – να σε λένε Αλίκη και να με λένε η Χώρα των Θαυμάτων; Στο σιαμαίο αδελφάκι του σπιτιού της γιαγιάς της το 116 α υπήρχε πάντα μια ανύπαντρη Κούλα στο μπαλκόνι μαζί με τον πατέρα της, τα μαύρα σκαλιστά σίδερα του μπαλκονιού της καθότανε στο λαιμό – κάθε τόσο έβηχε. Το επόμενο σπίτι ήταν ένα αθλητικό τριώροφο, σ’ αυτό είχανε χτίσει από ένα πάτωμα τρεις αδελφές. Μια μέρα η μεγαλύτερη και η παχύτερη ανεβασμένη σ’ ένα ψηλό ροζ σκαμνί σαπούνιζε την τζαμαρία του πάνω πατώματος. Είχε κρυμμένα τα μαλλιά της μέσα σε θαλασσί μαντήλι. Ένας Χριστοδουλίδης που της καλάρεσε βγήκε απ’ την απέναντι μάντρα με τα κάρβουνα του Παντέλου. Σκύβοντας η Αριστέα να τον χαιρετήσει με νάζι έσκασε κάτω. Το ξεσκονόπανο τρόμαξαν να της το πάρουν από το χέρι. Στην αρχή άχνιζε λίγο βουτηγμένο στις σαπουνάδες και στα αίματα. Το σπίτι εξακολούθησε να είναι τριώροφο και το κοίταζε με μεγαλύτερο θαυμασμό. Στη γωνία που σχηματίζει η οδός Ιφιγενείας με τον κεντρικό δρόμο όπου τρέχανε τα τραμ, τότε τον λέγανε Θησέως, το καφενείο του Γιακουμίδη έβγαζε φυστικιά τραπεζάκια και στα δυο πεζοδρόμια. Παλιό το δίλημμα –να καθίσουμε στου Γιακουμίδη ή να πάμε μέχρι του Νταβατζίκου για παγωτό. Η Αδριανή προτιμούσε το παγωτό, προτιμούσε και το παρκάκι μπροστά στη μικροσκοπική εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας όπου μπορούσε να παριστάνει τον ιππότη Γιασεμή. Κοίταζε καλά-καλά γύρω της το τοπίο όπως ήτανε σήμερα – κάπου εδώ στο τετράγωνο που περπατούσε τώρα πρέπει να ήτανε το σπίτι του κοριτσιού που είχε πάθει πολιομυελίτιδα, δεν ήτανε όμως πια υποχρεωμένη να κρατήσει όσο αντέξει την αναπνοή της.
Υπήρχε και πιο κρίσιμο σημείο στη διαδρομή. Η Συγγρού, σκοτωμένο ποτάμι –πέταλα έχαναν το σχήμα τους καρφωμένα μέσα στην πίσσα –πρώην ψάρια- έλαμπαν κάποτε οι κοιλιές τους στον ήλιο.Τώρα όμως η μεγαλύτερη προσοχή ήτανε απαραίτητη για να μην την πάθουνε σαν τον κ. Ξανθόπουλο –τον έλεγαν έτσι γιατί είχε η γυναίκα του κρεμασμένο στο παράθυρό της ένα ξανθό πουλί. Τον καημένο τον είχε χτυπήσει μια μοτοσυκλέτα με καρότσι στο πλάι και τον είχε κάνει πολύ χάλια. Είχε αναγνωρίσει πολύ αργότερα, πλησιάζοντας μέσα στη νύχτα τα σύνορα που χώριζαν – ενώνανε δυο χώρες αυτό που αισθανότανε γυρίζοντας από την Καλλιθέα μόλις πατούσε το πόδι της στην άσφαλτο της Συγγρού.. Άφηνε πίσω της  με αγωνία το χώρο της παιδικής και νεανικής ηλικίας της μητέρας της κι έμπαινε στο χώρο της δικής της παιδικής ηλικίας, Εφέσου 25, το πρώτο της σπίτι  . Στη μεγάλη του ταράτσα η μητέρα της άφηνε το καλοκαίρι μια σκάφη γεμάτη νερό που το ζέσταινε ο ήλιος και εκεί μέσα μπορούσε να πλατσουρίζει. Τον χειμώνα ο τοίχος πίσω από το κεφάλι του κρεβατιού της έκαιγε από τη σόμπα με τα κάρβουνα της τραπεζαρίας. Στο πατάρι –μυστήριο μόνο μια φορά είχε κοιτάξει από το πορτάκι που οδηγούσε κάτω από τα κεραμίδια αλλά ύστερα η σκέψη της πήγαινε συνέχεια μόνη της, στο σκοτάδι εκεί. Πάνω στις δύο σκοτεινές ασφαλτοστρωμένες λουρίδες που οδηγούσανε στη θάλασσα ψηλαφούσε την ευθύνη απέναντι σ’ αυτό που θα ήτανε κάποτε η δική της ζωής και πριν περάσει τελείως στη Νέα Σμύρνη απέναντι πάντοτε μια σκέψη για το κοριτσάκι που έμεινε μερικά σπίτια πίσω, κάπου στην πρώτη πάροδο της οδού Ιφιγενείας ορφανό από μητέρα γιατί αυτή η απρόσεκτη έκανε μπάνιο με μια ηλεκτρική σόμπα αναμμένη και καρβούνιασε γυμνή. Ο μπαμπάς της μικρής –μήπως την έλεγαν Ελβίρα; γρήγορα ξαναπαντρεύτηκε και τη μεγάλωνε η γιαγιά της. Μήπως ήταν η ίδια η Ελβίρα που χρόνια αργότερα είχε κάνει στα κρυφά μια Κυριακή πρωί ένα συμπυκνωμένο πάρτι; Η Αδριανή πήγε καμαρώνοντας για το φουρό της –κατεβασμένα ρολά – κλειστές βυσσινιές κουρτίνες – καυτές δυσάρεστες αναπνοές στο λαιμό της και κρακεράκια. Μετά το πάρτι το ξάφνιασμα μέσα στο σφιγμένο χειμωνιάτικο φως. Ένα κενό στο στομάχι που δεν το γέμιζε κανένα μπούτι στο φούρνο και τα ψέματα πως διάβαζε μαθηματικά με την Ελευθερία το κάνανε πολύ χειρότερο.
Πλησίαζε την Ελευθερίου Βενιζέλου, έτσι είχε ονομαστεί η λεωφόρος Θησέως από τότε που χαθήκανε τα τραμ και σιγά-σιγά και οι γραμμές τους.Η Αδριανή είχε λόγους να πιστεύει πως τα υπόγεια του Φωτο-Τάκη-Ζει-Βρε στη γωνία απέναντι από του Γιακουμίδη έγινε με σκανδαλώδη τρόπο το ματς Θησεύς εναντίον Ελευθερίου Βενιζέλου, κέρδισε ο δεύτερος και η λεωφόρος άλλαξε στα γεράματα όνομα. Γύρισε και κοίταξε με απελπισία πίσω της, οι μεγάλοι σοφοί ευκάλυπτοι της οδού Ιφιγενείας δεν υπήρχανε πια. Κι όμως λίγο πιο πίσω στο προηγούμενο τετράγωνο πρήζανε και σπάγανε οι υδροχαρείς τους ρίζες τις πλάκες του πεζοδρομίου. Θυμότανε –φυτρώνανε κατά μήκος σ’ έναν ψηλό μαντρότοιχο που έκρυβε σχεδόν τελείως το σπίτι και τον τεράστιο κήπο. Ανάμεσα σε γυαλιστερές κορυφές δένδρων στη μια άκρη της μυτερής στέγης μια ελαφρά ντυμένη γυναίκα από κεραμίδι στεκότανε και το τέλειο στήθος της ατάραχο.
Βρήκε το καφενείο του Γιακουμίδη στη θέση του, ίδιο και απαράλλαχτο σαν να ’χε ανοίξει τρύπα στον χρόνο.Πέρασε απέναντι, με λαχτάρα ανέβαινε τα λιγοστά σκαλοπάτια. Εδώ θα του άρεσε να ερχότανε από τον τάφο ο παππούς ο Μιχάλης να διηγείται το όνειρό του με τις τρεις φάσεις της σελήνης εις τον αιώνα των αιώνων. Πλάι στου Γιακουμίδη το τριώροφο βαστιότανε στα πόδια του ξεφτισμένο και ξέπνοο μπροστά στην ακμαιότητα της διπλανής πολυκατοικίας. Το θηρίο που ορθωνόταν στη θέση των δύο διδύμων διώροφων της έτριξε τα δόντια εφτά πατώματα πάνω από τη γη. Κοιτάζοντας τις ψευτοπρασινάδες της εισόδου σκεφτότανε με μανία τη συντριμμένη συκιά στην πίσω αυλή. Ξανά-ξαναήτανε τεσσάρων ετών- μέσα στην πηχτή σκιά της πρόφτασε να ξαναδεί τις φουσκωμένες ρόγες της θείας της Μέλπως κατακίτρινες «θα με δηλητηριάσει κι εμένα η μητέρα μου, αν δεν με πνίξει στον ύπνο με την κουνουπιέρα ή με το πουπουλένιο μου μαξιλαράκι με τα λαγουδάκια». Ύστερα από δέκα μέρες είχανε πάει τη θεία Μέλπω στο νοσοκομείο, εκεί άφησε όλη της την κοιλιά. Στην Αδριανή εξήγησαν «πεθαμένα μέσα της τα δίδυμα» της είχε κάνει εντύπωση, τόσο καιρό τους πήρε να το καταλάβουνε! σ’ εκείνη είχε φτάσει μια κλεφτή ματιά. «Ο πατέρας μου ήθελε να με σκοτώσει με άλλο με βίαιο τρόπο –με πιστόλι, λοστό, να χυθεί αίμα. Το αίμα μου να πιτσιλίζει τα κίτρινα γάντια του από χοιρόδερμα. Θέλει να μου σπάσει το σβέρκο – να μου ανοίξει το κεφάλι – να χυθεί το μυαλό μου στο κατώφλι». Το ίδιο καλοκαίρι κρυφακούγοντας κάτω από το πίσω παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του που έβλεπε στην ταράτσα τον τσάκωσε να μιλάει μόνος του. «Θα της σφάξω στο κατώφλι». Το σκέτο σφάξιμο μπορεί να του το συγχωρούσε. Το κατώφλι όμως ήτανε μια έννοια τρομερή. Σαν να ζούσε και να πέθαινε πάνω στη λεωφόρο Συγγρού –φυλακισμένη σ’ ένα πέρασμα.
Ξανάρχισε να περπατάει προς τον Ηλεκτρικό αφήνοντας πίσω το σπίτι της γιαγιάς της. Βυθιζότανε στο τμήμα της οδού Ιφιγενείας που δεν είχε μάθει ποτέ πολύ καλά. Θυμότανε πικροδάφνες.Στην οδό Κρέμου ο κύριος Κρέμος έτρωγε πάντα στο κρεβάτι του κίτρινες κρέμες φορώντας ένα σκουφάκι του ύπνου κρεμ. Κόντευε να φτάσει στις γραμμές του Ηλεκτρικού. Τότε τα αραιά σφυρίγματα φτάνανε τις νύχτες μέχρι τη Νέα Σμύρνη, λαλούσε κάποιο κοκόρι, στο διπλανό κήπο γαύγιζε τα τραίνα και το κοκόρι το καφέ σκυλί της κουφής υπηρέτριας. Τέλειωσαν τα σπίρτα –άνοιξε ο ορίζοντας- στη μύτη της χώθηκε μια άσκημη μυρωδιά. Τότε είδε, η οδός Ιφιγενείας δεν τελείωνε στις γραμμές του Ηλεκτρικού, χυνότανε στα νερά –στα λιγοστά βρομόνερα του Ιλισού. Έσκυψε και κοίταξε μέσα στην κοίτη. Μια ξύλινη σκάλα, τενεκεδάκια και εφημερίδες. Ίχνη από μικρή φωτιά. Ένα κομμάτι παγωνί βελούδο. Κάποιοι αλήτες πολιορκημένοι από κουνούπια-στούκας στήναν εδώ τις νύχτες μηδενιστικό ξεφάντωμα.
……………………………………………………………..
Έξω η νύχτα κάπνιζε στα πεζούλια φοβότανε στις γωνίες των δρόμων ξάπλωνε στα πεζοδρόμια. Η Αδριανή άρχισε να αισθάνεται τη μακρινή οδό Αγίας Ζώνης να ξετυλίγεται από τη μέση της.Εννιά και είκοσι, δίσταζε ν’ ανάψει το ηλεκτρικό. Το απόγευμα είχε περάσει έξω από το παράθυρό της τρίβοντας πορτοκαλιά προβοσκίδα στα πόδια της. Είχε ξαπλώσει μόλις έφερε το παραβάν από την Καλλιθέα, του βρήκε τη θέση του ανάμεσα στην τουαλέτα και στο παράθυρο, κι ένα σφίξιμο στο στομάχι της έγινε διάθεση για εμετό. Με κλειστά μάτια είχε αφήσει το σώμα της να χύνει το βάρος του, έβλεπε πέτρες να σπάνε την ήρεμη επιφάνεια μιας στρογγυλής λίμνης κι ένιωθε τον πόνο στο ηλιακό της πλέγμα απλωμένο στο βυθό. Ύστερα μια τίγρης πήδαγε μέσα από ένα στεφάνι λουλούδια που καιγότανε πάλι και πάλι ώσπου όλα τα μέλη μιας φυλής φτιάξανε κύκλο γύρω από το κρεβάτι της να παρακολουθήσουν αυτό που γινότανε δική τους τελετή. Από την κατάσταση του δικού της στομαχιού εξαρτιότανε τώρα η αφθονία των κήπων τους η κυκλικότης του χρόνου τους η συνέπεια των μύθων τους. Ο πόνος της αν επέμενε θα ’ταν το πρώτο ιστορικό γεγονός. Οι μεγαλύτεροι σαμάν ήρθαν και τύλιγαν το σώμα της με το δικό της κι έβγαζαν ύστερα από το στόμα τους όχι ματωμένα φτερά ή σκουλήκια αλλά τους τίτλους από τις ιστορίες που θα ’θελε να γράψει συνδυασμένους με αχαρακτήριστες ιδέες-αντικείμενα: Κόκκινα λύλινα λάζα –πεθαμένους απάνθρωπους- έρημες παραλίες που αντί για βότσαλα είχαν κουτιά πούδρας Τοκαλόν. «Χορευτής Πανηγυρίζει» μουρμούριζε ο ένας πριν να χαθεί χοροπηδώντας στους βάτους στα βάθη του παραβάν. Ένας άλλος φύσαγε εκατό ζευγάρια μαρμάρινα κέρατα κι ένα ανάγλυφο αεράκι που έπαιρνε κι έριχνε και μούσκευε ένα λεπτότατο μωβ ύφασμα μέσα σε μελανά νερά. «Ποντικός Πανί Γυρίζει» χαμογέλαγε αυτός τρωκτικά. Κάτω από τη συμπυκνωμένη εξωτερική πίεση κατάφερε επιτέλους να πάρει βαθιά αναπνοή. Είχε πάνω από δυο ώρες ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι. Τα στορ ανέμισαν σαν τους μανδύες φαντασμάτων που τα μούτρα τους ήταν μια φούχτα φύκια και το σπαθί τους στολισμένο με ρουμπίνια. «Το σπίτι τους το σπίτι μου» Κοίταξε τα χέρια της. Τα μπράτσα κολημμένα στα πλευρά ακουμπισμένα στα θαλασσινά σεντόνια, από τους αγκώνες και κάτω τα είχε αφήσει να πλέουν όρθια μέσα στον χλιαρό αερά, πριν από λίγο τα παραφύλαγε, έτοιμα να μεταμορφωθούνε σε κόμπρες κι έτοιμα να την τσιμπήσουνε. Μερικά σπίτια παρακάτω, μάλλον στο γωνιακό που έμοιαζε με καράβι κάποιος άρχισε να παίζει πιάνο. Χτύπησε με το πλάι της αριστερής παλάμης δυνατά τον άσπρο τοίχο, και καθώς οι βαθιές νότες γλίστρησαν σε κουπαστή ξύλινης σκάλας  κι ήρθανε και χαϊδεύτηκαν στη θέση τους άλλες πιο ανάλαφρες και λεπτές, αισθάνθηκε με απόλαυση να χαλαρώνουν ένας-ένας οι μυς του σώματός της. Τελευταίο χαλάρωσε το σαγόνι της και χασμουρήθηκε.
Άρχισε να αισθάνεται δυνατή, πως θα μπορούσε να βγει να περπατήσει και στις πιο απόκρυφες πτυχώσεις της πόλης χωρίς ο φόβος να φτιάχνει κρουστά γύρω από το θώρακά της.«Και σε τυφλές στοές με βιτρίνες ψηλοτάκουνων παπουτσιών χωρίς όλη μου τη ζωή συγκεντρωμένη σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο κάποιος θα χώσει το μαχαίρι του στην πλάτη μου». Δίπλωσε τα μπράτσα της κάτω από το μαξιλάρι σπρώχνοντάς το προς τα κάτω. Κόντευε χρόνο σ’ αυτό το σπίτι στο Νέο Παγκράτι, της άρεσε ο δρόμος έξω, ο τρόπος που πολυκατοικίες και μονοκατοικίες εναλλάσσανε τις διαστάσεις τους. Δυο δρόμους πιο κάτω ήταν το Λάουρα – μπορούσε να πάει να δει τι παίζει. Δίστασε, αυτές τις ώρες καθότανε στο γωνιακό καφενείο ο μελαχρινός με το μούσι και το κοντομάνικο φανελάκι που την κοίταζε σαν να ’τανε δεμένη χέρια και πόδια πάνω σε παλιό σιδερένιο κρεβάτι. Γύρισε το κεφάλι της και έριξε μια ματιά στο παραβάν, τόσο καιρό διπλωμένο πίσω από την πόρτα της κουζίνας, πρώτα εκείνου κι ύστερα ετούτου του σπιτιού. Η διπλανή πολυκατοικία δυνάμωνε τα καθησυχαστικά μηνύματα σε κώδικα πατάτες τηγανιτές. Σηκώθηκε γυμνή από τη μέση και πάνω, πήρε ένα κόκκινο μακό φουστάνι από την ξύλινη κρεμάστρα που έμοιαζε πτυσσόμενη. Το ψηλότερο φύλλο του παραβάν της έφτανε μέχρι τη μύτη το χαμηλότερο της σκέπαζε το στήθος. Όρθια πίσω του με την πλάτη στον τοίχο και το φουστάνι στα χέρια είδε να ξεδιπλώνεται μπροστά της το δωμάτιο σα μαγικό χαλί που για μοναδική ιδιότητα είχε αυτό το σταθερό πέταγμα σε ύψος πρώτου ορόφου. Άστρωτο κρεβάτι στο οβάλ πιάτο του τοίχου μια ψαροπούλα με σγουρά μαλλιά και κόκκινα μάγουλα είχε τον κόρφο της γεμάτο με ανάγλυφα ψάρια και καβούρια που μερικές φορές προεξείχαν επικίνδυνα. Η ξύλινη chaise-longueμε το ριγέ πράσινο-άσπρο καραβόπανο ξεχείλιζε με τα ρούχα που είχε φέρει από το πλυντήριο. Την κουνιστή πολυθρόνα τη θυμότανε καλά και βροχή απ’ έξω στην κρεβατοκάμαρα της Καλλιθέας. Επάνω στο μεγάλο γδαρμένο τραπέζι ήταν ένα ντοσιέ με μισοτελειωμένες ιστορίες. Κάτι καινούργιο έλιωνε κι έπηζε τον αέρα. Η οδός Ιφιγενείας διαπέρασε το πράσινο ντοσιέ, σίγουρα τώρα αμέσως αν το άνοιγε θα ξεδιπλώνονταν από μέσα οι ευκάλυπτοι σ’ όλο το τρομερό μέγεθός τους τινάζοντας κομμάτια από το πάτωμα και το ταβάνι όπως τότε σπάγανε τις πλάκες και κοντεύανε να σπάσουνε τον ουρανό – κάνοντάς την να πιστεύει ότι θηρία θεόρατα κατοικούσανε πίσω τους μέσα στον περιφραγμένο κήπο. Φώκιες κυρίως που ρουφάγανε φλόγες και σπασμένα πράσινα γυαλιά. Αυτές τις έτρεμε ενώ για το μπλε κουνάβι που μπαινόβγαινε από μια μικροσκοπική τρύπα στην επάνω γωνία αισθανότανε την πιο βαθιά τρυφερότητα. Γι’ αυτό είχε θελήσει να φανταστεί την πρώτη της ιστορία – να τη διηγηθεί στη μητέρα της αρχίζοντας να ανταποδίδει λιγάκι όλα τα παραμύθια που αυτή ακούραστη της έλεγε για να ξεχνιέται και να καταπίνει. Η ιστορία λεγότανε το «Μπλε Κουνάβι και πώς το κάνανε τσακωτό». «Με μπλε καπνούς». Ήτανε τελικά πολύ σύντομη τρεις μόνο λέξεις που στη μητέρα της δεν είπανε τίποτα, είχε συνεχίσει να αλατίζει σ’ ένα πιάτο άτι κολοκυθάκια τηγανιτά.
Η Αδριανή ήτανε από αυτούς που πιστεύουνε στην αποκάλυψη, πως κάποτε σκίζονται οι μαύρες μεμβράνες  και χωρίς φόβο ο κόσμος σκάει μύτη φρεσκοκομμένος στο τρυφερότερο σχήμα του.Κοίταγε την οδό Ιφιγενείας να διασχίζει το ξαφνικό δωμάτιο που ’χε διπλοκαθήσει πάνω στο δικό της αλλά ο φόβος της δεν εξατμιζόταν, μόνο μια αλλαγή στην ποιότητά του συμπληρωνότανε. Κοιμότανε τόσα χρόνια κάτω απ’ το κρεβάτι της, της θύμιζε μέσα στη νύχτα τ’ όνομά της, πρώτη φορά της φαινόταν αναπόφευκτος. Υπήρχε πριν από αυτήν στις οριζόντιες και στις καθέτους αυτού που λέμε το Σχέδιο Πόλεως, φούσκωνε μέσα στο υδρευτικό σύστημα. Κανόνιζε την εσωτερική διαρρύθμιση του πρώτου της σπιτιού με την τραπεζαρία nomanslandκαι πεδίο μάχης ανάμεσα στις δύο συμμετρικές κρεβατοκάμαρες. Στη μία κοιμότανε μόνος ο πατέρας της. Στην άλλη είχε πάει και είχε κρατήσει τη θέση της πλάι στη μητέρα της. Αλαζονεία της φαινότανε η επιμονή να ζήσει εντελώς χωρίς φόβο. «Αρκεί να τον δεχτώ σαν καθημερινό γεγονός που αρχίζει και τελειώνει πέρα από μένα και δε θα περνάω χειρότερα απ’ όλους αυτούς στα επάνω, στα κάτω, στα απέναντι διαμερίσματα». Έβγαλε το μπλου-τζην, έβαλε το φόρεμά της. Πλησίασε –έσκυψε από το παράθυρο. Στο γωνιακό τυροπιτάδικο ένα ζευγάρι μασούσε –κατάπινε – κοιταζότανε στα μάτια. Η κοπέλα φορούσε μια κοντή λαδιά φούστα, αυτός είχε τ’ αριστερό του μάτι σκεπασμένο μ’ επίδεσμο.
…………………………………………………………………..
Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα σηκώθηκε ζεστός αέρας, άρχισαν να τρελαίνονται τα παλιόχαρτα. Η Αδριανή στεκότανε μπροστά στο παράθυρο, πονούσε στις κλειδώσεις των ποδιών. Μία μοτοσυκλέτα πέρασε, ξαναπέρασε και της τρυπούσε τ’ αυτιά. Απότομα γύρισε.
Έπεσε στο κρεβάτι όπως άλλοι πέφτουν απ’ την ταράτσα. Στ’ όνειρό της εκείνη τη νύχτα όλος ο Βύρωνας πνιγότανε στο αίμα της.
Η Μαρία Μήτσορα γενήθηκε στην Αθήνα το Νεόμβριο του 1946. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Παρίσι (Σορβόννη και Vincennes), όπου κατέθεσε μια εργασία πάνω στη δυναμική των μικρών ομάδων. Έχει γράψει, τη συλλογή διηγημάτων «Άννα, να ένα άλλο» (Εκδ. «Άκμων») και τα μυθιστορήματα «Σκόρπια Δύναμη» (Εκδ.»Οδυσσέας»), «Περίληψη του κόσμου» (Εκδ. «Κέδρος»), «Ο Ήλιος δύω» (Εκδ. «Οδυσσέας), «Καλός Καιρός/ Μετακίνηση» (Εκδ. «Πατάκη»). Διηγήματά της και ταξιδιωτικά κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles