Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Λ έξεις, κενά πλακάτ που διαμαρτύρονται με άναρθρες κραυγές

$
0
0

Κάνε με ἀηδόνι Θεέ μου, πᾶρε μου ὅλες
τὶς λέξεις κι ἄφησέ μου τὴ φωτιά,
τὴ λαχτάρα, τὸ πάθος, τὴν ἀγάπη…
[Νικηφόρος Βρεττάκος, Η βρύση του πουλιού]

Κάθε φορά στύβει την εβδομάδα και την κάνει λέξεις. Οι λέξεις ταξιδεύουν στο ατελιέ κάποιου ζωγράφου κι έχουν τη χαρά και την τιμή να χρήζονται μ’ έναν πίνακα που κοιτάει προς την ίδια κατεύθυνση. Αυτή τη φορά το πήρε αλλιώς. Ξεκίνησε κοιτάζοντας τον πίνακα κι έψαξε να βρει εκεί τις απαντήσεις ή ακόμη και την ίδια την ερώτηση

Οι λέξεις κατεβήκαν σε απεργία. Σήκωσαν κενά πλακάτ στους δρόμους και διαμαρτύρονται με άναρθρες κραυγές.


Λόγια πολιτικών, εξομολογήσεις ερωτευμένων, άρθρα δημοσιογράφων, στίχοι ποιητών, ακόμη και οι κατάλογοι εστιατορίων, τα συννεφάκια των κόμικς, οι ταμπέλες, οι υπότιτλοι, οι οδηγίες χρήσης, τα πρόστιμα, οι βρισιές, οι νόμοι, οι κανόνες, λίστες, αποφθέγματα, συνθήματα, μανιφέστα, ευχές και προσευχές. Λέξεις ξεκόλλησαν από σελίδες βιβλίων, από τοίχους και τραγούδια, διέρρηξαν σφραγισμένα χείλη, εξατμίστηκαν ακόμη κι από σκέψεις… ανείπωτες. Όλες τους… παρελαύνουν σε οδούς δίχως όνομα… σκυφτές και κουρασμένες. Γιατί διαμαρτύρονται; Ποια είναι τα αιτήματά τους; Οι λέξεις απεργοί δεν αποκαλύπτουν. Αφήνουν τον κόσμο να λειτουργήσει ερήμην τους.

Και τότε σώπασαν όλα.
Και γίνανε πολλά.
Ή τουλάχιστον περισσότερα. Χωρίς διευκρινίσεις, εξηγήσεις, δικαιολογίες και παρεξηγήσεις. Έστω για λίγο, έκανα. Δεν έλεγα τι θα μπορούσα να ’χα κάνει. Κι ήξερα. Ότι αναλάμβανα μιαν ευθύνη. Εκείνη που δεν μπορούσαν πια να σηκώσουν οι λέξεις.
Μετά την πορεία, οι λέξεις ίσως πήγαν και ήπιαν σιωπηλές τσίπουρα. Με νεύματα ζήτησαν κι άλλο κι άλλο κι άλλο. Πνίγηκαν στο τέλος μες τα ποτήρια τους ή γύρισαν ξεθεωμένες και ζαλισμένες πίσω στην πρόταση. Όσες βρήκαν το δρόμο.
Η Τσιμισκή μπερδεύτηκε και μου χτύπησε βραδιάτικα το θυροτηλέφωνο. Η επανάσταση μπήκε στο ψυγείο. Γέμισαν οι παγοθήκες με υγρές επιθυμίες. Μούσκεμα και τα όνειρα, αντί για μαξιλάρια. Πατζούρι το πάπλωμα. Μακαρόνια στις γλάστρες. «Φύγε», ακούω να φωνάζω- κι όμως «έλα» ήθελα να πω. Σε σήκωσα σαν τηλέφωνο. Εμπρός. Εμπρός. Χάλασες; Γιατί δεν δουλεύεις; Άνεργος; Κι εσύ; Σ’ έκλεισα με δύναμη. Ή σ’ άφησα ανοιχτό. Να σε δω να ξημερώνεις.
Την άλλη μέρα, με μια ασπιρίνη, όλα επέστρεψαν στη θέση τους. Λίγο λιγότερο φλύαρα. Λίγο περισσότερο ουσιαστικά. Πιο καθαρά. Πιο ακριβή. Όχι ακριβά. Αλλά πολύτιμα. Ακόμη και τα λόγια.
[ΠΗΓΗ: Μαρία Τσικάρα, Μεθυσμένο Παραμύθι στον ΕΞΩΣΤΗ: http://www.exostispress.gr/]

Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles