Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Μάρω Δούκα, Ένας σχολιαστής εκ του ασφαλούς της διεφθαρμένης μεταπολιτευτικής δημοκρατίας

$
0
0

Το κακό μ’ εμένα είναι ότι ενώ αγάλλομαι με τον πλατυμάγουλο Αυλωνίτη, ενώ με ευφραίνει η μύτη του Λογοθετίδη και το χαμόγελο του Λάμπρου Κωνσταντάρα, ποτέ δεν μπόρεσα ν’ αναγνωρίσω την ποιότητα, την ευαισθησία ή την καλλιτεχνική αξία των ταινιών όπου πρωταγωνίστησαν, ποτέ δεν άντεξα να είμαι τόσο απλοϊκός… ο Αυλωνίτης και ο Φωτόπουλος να περιφέρονται στην ελληνική πανηγυρίζουσα ύπαιθρο, να παίζουν με τη λατέρνα τους εκείνο το τραγούδι για να χορέψουν οι σενιαρισμένες γυφτοπούλες… κι εγώ, εκείνες τις ημέρες, με τις κασέτες στα πρωτοσέλιδα και με τον Παπανδρέου να διασύρεται αναίσχυντα, τον λυπόμουν; Δε μιλάς σ’ ένα μυθιστόρημα για τη διαφθορά ενός ολόκληρου λαού, για την ξετσιπωσιά και την αηδία…  

«…Τούτη λοιπόν την έπαρση του ανθρώπου που φιλοδοξεί να μιλήσει για την εποχή του μέσα από πρόσωπα φανταστικά προσπάθησα να αναπαραστήσω… Θέλησα επίσης να περιγράψω την εξακτίνωση της συνείδησής του σε συνειδήσεις ξένες, επινοημένες και την ακούσια παράδοσή του στους μαγικούς και εύθραυστους καθρέφτες των ψευδαισθήσεων της κοινωνίας που τον περιβάλλει» Η Μαρω Δούκα, προκειμένου να δώσει και τις δυο όψεις της νεοελληνική πραγματικότητας, τη μικροαστική και τη «λαϊκή», κάνει μια πολύ έξυπνη επινόηση: με τη μορφή του εσωτερικού μονόλογου ο αφηγητής, μέσα από ένα ακατάσχετο χείμαρρο ελεύθερων συνειρμών, απευθύνεται σε μια Ηώ κρατίστη (αποδέκτη της αφήγησης), εκθέτοντας έτσι τα τυπικά προβλήματα του νεοέλληνα μικροαστού…

Εμείς δεν είχαμε εμπειρίες (αποσπάσματα από το 6οκεφάλαιο του βιβλίου της Μάρως Δούκα ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΤΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ, Εκδόσεος Κέδρος 1990)


Εμείς δεν είχαμε εμπορίες, παιδιά της νομιμότητας, της καρέκλας, του γραφείου και του ΠΑΣΟΚ, είχα πιστέψει στο ΠΑΣΟΚ, σωστά το είχες καταλάβει και με ειρωνευόσουν, αλλά κι εσύ θυμήσου αυτά που μου ’λεγες, σου τα ’λεγαν και σένα, δεν πρέπει να χτυπάμε το ΠΑΣΟΚ, δικοί μας είναι, αριστεροί, καλά παιδιά, της γενιάς του Πολυτεχνείου… Πού ‘ν’ το το Πολυτεχνείο; μπορεί και να έχει δίκιο ο αλητάμπουρας στην Ομόνοια, καμιά φορά ρωτιέμαι αν πράγματι υπήρξε, ούτε στο σπίτι ούτε στο σχολείο κατάλαβα τίποτα, Δευτέρα γυμνασίου πηγαίναμε, κατάλαβες εσύ; κάτι για φασαρίες μόνο στο κέντρο της Αθήνας, κάτι για τους ξεσηκωμένους Μεγαρίτες, έστω κι αν όλοι μας εκ των υστέρων ακούμε νταούλια και βιολιά, καμιά εικόνα δεν υπάρχει στο κεφάλι μου από το δοξασμένο Νοέμβριο, αλλά εγώ δεν είμαι το μέτρο, σίγουρα τις ημέρες εκείνες κάτι έγινε εκεί, τι έγινε; υπάρχουν οι αυτόπτες, περιφερόμενοι σαραντάρηδες, μια φορά το χρόνο ξετρυπώνουν και μιλούν, άλλος εδώ, άλλος εκεί, αναλόγως με την κομματική τους τοποθέτηση, υπήρξαν οι τραυματισμένοι και τα θύματα, στην πρώτη πια επέτειο κατεβήκαμε σύσσωμοι με στεφάνια, ακόμη κι ο πατέρας μου, η μαυρίλα, εκθείασε τον Ευρωπαίο από τας Σέρρας, άσε τους να τσαλαπατήσουν κόκκινα γαρύφαλλα, να καταβροχθίσουν σουβλάκια και να ξεθυμάνουν – για το Πολυτεχνείο τίποτα δεν γράφτηκε, εκτός κι αν εννοείς τα γλυκανάλατα, ξέρεις γιατί οι μικροαστοί δίνουν στα παιδιά τους, μόλις τελειώσουν το λύκειο ένα τανκ; για να μπουν, λέει στο Πολυτεχνείο, δε γελάμε, τα νεοελληνικά ζητούμενα κανείς δεν το περίμενε ότι θα συμπυκνώνονταν σ’ εκείνους τους κώλους στην σκάλα του αεροπλάνου, αυτός ήταν ο δρόμος που χάραξε ο Νεόμβρης; ή μήπως ήταν της Αριστεράς ο παροπλισμός ή μήπως οι δολοφονίες της ομώνυμης οργάνωσης; για τα παιδιά των Εξαρχείων ποιος θα μιλήσει; είχα κι εγώ φορέσει σκουλαρίκι, αλλά για λίγο, μέτριος άνθρωπος, το ήξερα όμως και για τη μετριότητά μου και για τη μετριότητα των άλλων που πάσχιζαν να με τυλίξουν στα επαναστατικά τους λαδόχαρτα, ένα γρανάζι, τυφλός δεν είμαι όμως, έστω και εκ του ασφαλούς ένας σχολιαστής, θα ναρκισσεύομαι και θα αγοράζω δίσκους μουσικής, ο Κατσιφάρας θα μου δίνει την αιτία, ίσως και να με εκφράζει τούτη ακριβώς η διεφθαρμένη δημοκρατία – είμαι, το παραδέχομαι, κακεντρεχής κι απαισιόδοξος, είμαι και φαρμακιάρης, ο περσινός χειμώνας έμεινε στη μνήμη μου σαν φαρσοκωμωδία, τι είναι φαρσοκωμωδία; έκοψα και φύλαξα εκείνη τη φωτογραφία του Σαρτζετάκη με τους τέσσερις, θυμάσαι; η Νέα Δημοκρατία ωρυόταν για την εκλογή του, οπερέτα της ξεφτίλας, κι αργότερα σύσσωμος ο Τύπος τον διέσυρε, όσο κανέναν άλλο, αυτόν τον άνθρωπο, δεν ήταν βλέπεις, ο κοτσονάτος φρυδάς, ώσπου ξαφνικά όλοι τον συμπάθησαν, στήριγμα και εγγύηση τώρα της Δημοκρατίας, να ξερνάς, πριν από δέκα χρόνια, εικοσάρης σχεδόν, είχα κόψει μιαν άλλη φωτογραφία με τον πολιτικό Αβέρωφ χοροπηδούντα σε μια διαδήλωση μαλλιαρών στου Μακρυγιάννη, το κακό μ’ εμένα είναι ότι ενώ αγάλλομαι με τον πλατυμάγουλο Αυλωνίτη, ενώ με ευφραίνει η μύτη του Λογοθετίδη και το χαμόγελο του Λάμπρου Κωνσταντάρα, ποτέ δεν μπόρεσα ν’ αναγνωρίσω την ποιότητα, την ευαισθησία ή την καλλιτεχνική αξία των ταινιών όπου πρωταγωνίστησαν, ποτέ δεν άντεξα να είμαι τόσο απλοϊκός… ο Αυλωνίτης και ο Φωτόπουλος να περιφέρονται στην ελληνική πανηγυρίζουσα ύπαιθρο, να παίζουν με τη λατέρνα τους εκείνο το τραγούδι για να χορέψουν οι σενιαρισμένες γυφτοπούλες, και ο πατέρας μου να τρώει με το πιάτο στο χέρι, δικηγόρος περιωπής και χαρτοπαίχτης αδίστακτος, πασαλειμμένος στα λάδια, καρφωμένος στην πολυθρόνα για να μη χάσει το έργο, κοίταζα κι εγώ τις γυφτοπούλες, ποια καλλιτεχνική δημιουργία, ποια ψυχαγωγική σκοπιμότητα θα μπορούσε να παρακάμψει σε τέτοιο βαθμό τα πραγματικά δεδομένα; διάβαζα για τον Κοσκωτά και την 17ητου Νοέμβρη, το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα στην Ελλάδα Κοσκωτάς και ιδιωτικοποίηση της επαναστατικής βίας θα συμβαδίζουν, άκουγα συναδέλφους να μιλούν για μυστικές υπηρεσίες, άκουγα και άλλους που δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι ο Κοσκωτάς ήταν απατεώνας, έμπορος όπλων και ναρκωτικών πιθανόν, όχι όμως και ότι έκλεβε την Τράπεζα Κρήτης! αυτό μόνον ένας από τα δέκα εκατομμύρια του ελληνικού λαού μπόρεσε να το υποψιαστεί, κοιμόμουν και ξυπνούσα με αυτόν τον έναν στη σκέψη μου, περνούσα έξω από το κτίριο όπου στεγάζεται το γραφείο του, θα ήθελα ν’ ανέβω να του χτυπήσω την πόρτα, να πιω καφέ μαζί του, αν μου τον πρόσφερε δηλαδή, να τον ρωτήσω πώς αισθάνεται, για τις σπιθίτσες του μυαλού του θα ’θελα να τον ρωτήσω, για τους σοφούς συλλογισμούς του, να συζητήσουμε τους λόγους, πώς ένας ολόκληρος λαός μιλούσε τόσα χρόνια για τον Κοσκωτά σαν να μιλούσε για την οδύσσεια του Νεοέλληνα, ποιες είναι οι προοπτικές τούτης της κοινωνίας που νομιμοποιεί την κυρία Ελένη Βλάχου να χαρακτηρίζει τον Κοσκωτά καλό παιδί, ποιο άχτι του έβγαζε ο μπατίρης της Ομόνοιας που εξυμνούσε τον τριαντάχρονο επιχειρηματία, φλυαρώ βεβαίως. Από τη ζήλια σου, συνομήλικός του  περίπου και τι έχεις καταφέρει; αστειευόταν η Μαρία, εσύ, τουλάχιστον, Ηώ κρατίστη, θα μπορούσες να με καταλάβεις, μαζί είχαμε προσπαθήσει να διαβάσουμε Πετρώνιο στα λατινικά, εσύ ήσουν το ξεφτέρι, ο Κοσκωτάς δεν είναι απατεώνας, παίκτης καλός είναι μόνο και θα τον φάνε επειδή τους χαλάει την πιάτσα, εξηγούσε και η Μαρία με στόμφο στην παραδουλεύτρα μας για τα ξένα κέντρα αποφάσεων, για τους συνωμότες που ανέκαθεν έπλεκαν τον ιστό τους στην Ελλάδα, αλλά τώρα, Φανή, το ΠΑΣΟΚ αγρυπνεί, θα ξεσκεπαστούν οι εχθροί, δεν θέλω να παραδεχτώ πως τα πολιτικά σήμερα, μέσα σ’ αυτό το κουρκούτι, θα μπορούσαν να χωρίσουν δυο ανθρώπους, σ’ άλλες εποχές ίσως, αλλά σήμερα θα το θεωρούσα ασυγχώρητο λάθος από μέρους μου αν αφηνόμουν στην αντιπάθεια μου για το ΠΑΣΟΚ, κι όμως αφήνομαι, έρχονται στιγμές που απορώ πώς ανέχομαι τη Μαρία, αμέσως, ευτυχώς, σκέφτομαι ότι κι αυτή με ανέχεται, κι ίσως γι’ αυτήν να είναι ακόμη πιο δύσκολο. Τι να τη νοιάζουν τη Φανή; εννοώ τη δική μου Φανή, την ερωμένη του Αντώνη Λύτρα, θα πάει να ψηφίσει τον Ιούνιο, Αριστερά θα ψηφίσει για το χατίρι της αδελφού της που της μιλάει σαν Κύρκος, τόσο ωραία, οι περισσότεροι για το χατίρι κάποιου και για το ρουσφέτι, ακόμη κι εγώ για το χατίρι της Μαρίας, αν επιμείνει πολύ, θα μπορούσα να ξαναψηφίσω ΠΑΣΟΚ – πρόσωπα φτιασιδωμένα, άναρθρα, ίσα- με τον Ιούνιο αλαλάζαμε πέρυσι, έπειτα ως δια μαγείας το σκηνικό θα άλλαζε, θα φυσούσε ο Αίολος, θα αναλάμβανε και ο Ηρακλής την κόπρο του Αυγεία, η απομάκρυνση του Ανδρέα Παπανδρέου από την εξουσία θα σήμαινε κάθαρση; Δεκαετίες τώρα το στίγμα της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα το έδιναν οι καιροσκόποι, οι κερδοσκόποι, οι οικοπεδοφάγοι, αλλά παλιότερα υπήρχε το κρυφό και η μαύρη γοητεία του, υπήρχε ο ευπρεπής υποκριτής που υποστήριζε τις νόμιμες απάτες και αφηνόταν στις μετριοπαθείς εξαγορές, παλιότερα υπήρχε ο έλεγχος της εξουσίας, οι δεξιοί είχαν πάντα να φοβούνται τη λαϊκή οργή, ο Παπανδρέου ποιον θα φοβηθεί; ξέρει και πού να πατήσει και πώς να σβερκώσει, έχει αρπάξει από τα μαλλιά το ψευτοδίλημμα, λαϊκός κολεγιόπαις σαν κι εμένα, μόνο που εγώ, αντί να σπάω στα μπουζούκια, ανήμπορος με τα λακόστ πουλόβερ και με την αδιέξοδη λογική, δαγκώνω το καλοξυσμένο μαύρο μολυβάκι μου. Ρωτιέμαι: είναι ποτέ δυνατόν ένα πρόσωπο, ένας αρχηγός, ένας ανδρέας ή ένας τσαλαπετεινός, να ευθύνεται για όλα όσα συμβαίνουν; γιατί τα γράφω όλα αυτά; αφού το ξέρω, δεν μιλάς σ’ ένα μυθιστόρημα για τη διαφθορά ενός ολόκληρου λαού, για την ξετσιπωσιά και για την αηδία, εγώ που έψαχνα να βρω την κοίτη του ΠΑΣΟΚ, σε τι διέφερε ο πατέρας μου, ο μαύρος δεξιός, από τους θείους μου τους δημοκράτες, ποτέ δεν το κατάλαβα, ψηφοφόροι τυφλωμένοι κι ανερμάτιστοι, κι εγώ, εκείνες τις ημέρες, με τις κασέτες στα πρωτοσέλιδα και με τον Παπανδρέου να διασύρεται αναίσχυντα, τον λυπόμουν; θαύμαζα πάντως, δεν θα προσπαθήσω να προσδιορίσω με σαφήνεια τι ακριβώς θαύμαζα, την αντοχή του ίσως ή και την αλαζονεία του, το πείσμα ή και την ασυδοσία του, εγώ εκείνες τις ημέρες, καταχείμωνο, όταν αυτός είχε ανοίξει το κουτί με τα φαντάσματα, αποβιβαζόμουν για δεύτερη φορά στην Κάρυστο ψάχνοντας για τη θερινή μας κατοικία, ένα παλιό διώροφο παζάρευα εκεί με περιβόλι τρία στρέμματα, ας παριστάνω το αγαθό δικηγοράκι, το παζάρεψα από μια χήρα χρεωμένη σαν αμερικάνος διπλωματούχος, εγώ ο αδιάφθορος, τους περιποιούμαι όπως πρέπει τους πελάτες μου, κι εσύ περιποιείσαι τους δικούς σου, δε με ξεγελάς. Κάποτε θα ισορροπήσω, το προαισθάνομαι, και μη θαρρείς πως υποφέρω, απλώς το ίσο μου κρατούν οι αναβρασμοί μου, δεν αγωνίστηκα για τίποτα ποτέ, πιθανόν πέρα από τη μύτη μου να μην μπορώ να δω, στον αυτοσαρκασμό όμως ωχριούσατε μπροστά μου, εσείς ούτε καν να υποψιαστείτε είχατε μπορέσει τη φανταχτερή ουρά και τη σάπια κοιλιά σας, θυμάσαι την ουρά του Πελοπίδα; ο μαθητευόμενος σωτήρας, ο αθλητικός της παρέας που όλα τα ήξερε, όλα τα ξέρουμε και όλα ξεχνιούνται σ’ αυτόν τον τόπο, ξεχάστηκε κι εκείνος ο χορός του Κατσιφάρα, σε τι σου έφταιξε ο Κατσιφάρας, σε τι σου έχει φταίξει το ΠΑΣΟΚ; ας τα σπάνε στα μπουζούκια, όλοι τα σπάνε, τόσα του οφείλουμε, υπαναχώρησε και σε πολλά, δε λέω, μη με κατηγορείς πως έχω πάθει αμνησία, πολύ καλά θυμάμαι τις εξαγγελίες του Παπανδρέου,, δεν παθιάζομαι όμως, τους λυπάμαι, ακόμη και τον Κουστόγιωργα λυπόταν η Μαρία – να με φαντάζεσαι με τα λακόστ πουλόβερ μου, να με φαντάζεσαι χωρίς ένα σαμπουάν που να με εκφράζει και με την άμεση επίγνωση της αντιαισθητικής πιτυρίδας μου, ήταν στιγμές που θα μπορούσα να βγω στο δρόμο και να ουρλιάξω, παρότι εν αποστειρώναμε πια το γάλα της μικρής, θα σωθούμε, έλεγε και ξανάλεγε η Μαρία, πολύ τις συνηθίζει τέτοιες εκφράσεις. Πίστευα ότι θα περιοριζόταν πια η μάνα της, ας ερχόταν να βοηθάει τα πρωινά που εγώ θα έλειπα, ας έκανε τότε ό,τι ήθελε, από το μεσημέρι κι έπειτα όμως ας μαζευόταν στο δικό της νοικοκυριό, να φρόντιζε λιγάκι και τον άνδρα της. το θύμα, όπως τον αποκαλούσε η Ελένη, ο Θεός να σε φυλάει από γυναίκες σαν την Αλίκη και μου έτυχε εμένα πεθερά, δε θα έλεγα πως τη μισώ κι ας μου ’ρχεται να την πετάξω με τις κλωτσιές έξω, μ’ εκνευρίζει μόνο, δεν είναι λίγες οι φορές που τσακώθηκα με τη Μαρία εξαιτίας της, έχω την υποψία ότι με μισεί, μίζερε, δες τη μικρή μας, μ’ είχε πολύ συγκινήσει που θα τη βαφτίζαμε Ιφιγένεια, στ’ όνομα της μάνας μου, θυμάμαι τις λαμπάδες που κρατούσα στο γάμο του πατέρα, την Ισμήνη νύφη αγέλαστη, μ’ ένα ταγιεράκι, δεν είμαστε για νυφικά, την είχε αποπάρει ο πατέρας, όχι και να γελοιοποιηθούμε, με κοίταζε σαν αγελάδα και την είχα συμπονέσει, αλλά τη μάνα μου απ’ τις φωτογραφίες μόνο την έχω, ωραία γυναίκα, καλλονή, της μοιάζει η μπέμπα μας, το βλέπεις; - σου είχα αφήσει μήνυμα στον τηλεφωνητή, δεν μ’ είχες πάρει Ηώ κρατίστη, θα είχες τρεχάματα, διάβαζα στις εφημερίδες, αρχίζατε για τα καλά ζυμώσεις, πολύ θα το ’θελα να σ’ άκουγα, πού να το φανταζόσουν ότι σε σκεφτόμουνα καθημερινά, από πότε είχαμε να συναντηθούμε; από τον Οκτώβριο του 1988, ήθελα τόσο να μιλήσω μαζί σου πέρυσι, έλεγα να περάσω από το γραφείο σου και δεν το αποτολμούσα, αν υπήρχε τρόπος να μιλήσουμε, ίσως να ξαναδενόμαστε όπως παλιά, μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι ήσουν ερωτευμένη μαζί μου, ήθελες απλώς να έχεις την εποπτεία, σου άρεσε να καθοδηγείς τη σχέση μου με την Ελένη, συχνά υποψιαζόμουν ότι ενεργούσες εσκεμμένα, μας έκανες να τσακωθούμε κι ύστερα διασκέδαζες μαζί μας, αφοσιωμένη μεσολαβήτρια, σου άρεσε να με προκαλείς, να με βλέπεις να ανάβω, με χάιδευες στο μέτωπο, ακόμη αισθάνομαι και σαν να αποζητώ το άγγιγμά σου, σου το ’λεγα κιόλας για τις παλάμες σου, αν ήσουν ερωτευμένη μαζί μου θα με γονάτιζες στα πόδια σου, πιθανόν να κάνω λάθος, όπως και να ’χει, πέρασαν αυτά, ο καθένας αλλού με τα δικά του, θα μπορούσαμε ίσως να ξαναβρεθούμε – από κείνη τη νύχτα που ξέμεινα στην Ομόνοια, σαν να μην είχε λιώσει ο πάγος ανάμεσα σ’ εμένα και τη Μαρία, ας είχαμε φιλιώσει, έπρεπε να την έβλεπες παραμονή Πρωτοχρονιάς στο σπίτι της θείας της της Ρένας, είχα μπει κι ως γκόμενος της Ελένης σ’ αυτό το σπίτι με τις κλαίουσες ιτιές, και τώρα με στραβοκοιτάζουν, όπως και τότε, έπρεπε όμως να ’σουν από καμιά μεριά, μιλούσε και χαριεντιζόταν μ’ έναν διάσημο δικηγόρο η Μαρία, ήθελε να με κάνει να ζηλέψω, να χαίρεσαι το γυναικάκι σου, έλεγα μέσα μου, πού ’σαι, Ηώ, να μας τα ξαναφτιάξεις με το αζημίωτο, κάπνιζα αμίλητος δίπλα στον Ανιμούκα, με το μπράτσο του στους ώμους της Ελένης, οι ωραίες εξαδέλφες, εγώ είχα παντρευτεί αυτήν με το μεγάλο στήθος, που ’σαι, Ηώ κρατίστη, και Καραγάτση φροϋδιστή, να με διαφωτίσετε, θα ’θελε να με δει ολοκαύτωμα η Μαρία για να με συγχωρήσει, δε θα καώ, θα πάθω κανένα έμφραγμα, ξέρεις πόσα καπνίζω την ημέρα; Ο Αντώνης Λύτρας όμως, ο ήρωας μου, το ’κοψε κείνο το βράδυ που ξέμεινε ως αργά πίνοντας μπίρες στο εστιατόριο της κακιάς ώρας, παραζαλισμένος με τα δικά του, το αποφάσισε, προτού ακόμη αποφασίσει να εξαφανιστεί, έπινε κι ανησυχούσε για τον δυνατό πόνο στο στέρνο του, λες να ’ναι καρδιά; αναρωτιόταν την ώρα που έμπαιναν και κάθιζαν αντίκρυ του δυο νεκροί -

Η Μάρω Δούκα αφηγείται ιστορίες με τέχνη, ζωντανεύει τα πρόσωπά της, κινεί με επιδεξιότητα νήματα παράλληλα ανάμεσα στον κόσμο των πραγμάτων και στον κόσμο του μυαλού, όπως στο τελευταίο της έργο, την Ουράνια μηχανική. Αγγίζοντας προβλήματα υπαρξιακά στην ουσία τους, μέσα από τον εφήμερο αλλά καθοριστικό χαρακτήρα της ελληνικότητάς τους, αναζητεί τον πυρήνα της ευτυχίας, καταγράφοντας την αντίφαση της πραγμάτωσής της μέσα σε έναν κόσμο που τη μάχεται σε όλα τα επίπεδα. Αυτή η σύνθετη οπτική, που τη διαφοροποιεί τόσο από τους αμιγώς ρεαλιστικούς συγγραφείς όσο και από τους θεράποντες του φανταστικού, εκφράζεται κατά κύριο λόγο στο ύφος της, στις συνεχείς αναλήψεις της αφήγησης, στην τεθλασμένη ευθεία των γεγονότων ή στο παροξυσμό τους, που μοιάζει να εκπορεύεται άμεσα από τη συμπύκνωση των βιντεοπαιχνιδιών στο τελευταίο της έργο, στον εσωτερικό μονόλογο που κατακρημνίζει κομμάτια ολόκληρα συνείδησης υπέρ της αλήθειας του ήρωα. Αν όπως έλεγε ο Ρ. Μπαρτ ο ρεαλισμός έχει οριστεί πολύ περισσότερο σε σχέση με το περιεχόμενο παρά με την τεχνική του, η Δούκα μας δίνει μια απολύτως σύγχρονη και μοντερνιστική εκδοχή της τεχνικής αυτής. [Τιτίκα Δημητρούλια]


Viewing all articles
Browse latest Browse all 233