Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Μάρω Δούκα, Προσπαθώ να γράψω ένα μυθιστόρημα, δεν αστειεύομαι, εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η ματαιοδοξία

$
0
0

Ένα ποτάμι που κυλά με την πανίδα και την χλωρίδα του! Ποτάμι, έλεγα, με χαραγμένη κοίτη, που απλώνεται αργά, να, η Αριστερά, που κι όταν ακόμα συρρικνώνεται αφήνει δουλεμένο χαλικάκι στις όχθες της, μα στου βυθού της τα άπατα λάμπουν αστέρια, διάβαζα για λάθη και για εγκλήματα, για τις διαφωνίες και για τις διασπάσεις, εγώ δεν είχα μνήμες, δεν είχα εμπάθειες, τι ήξερα; Να ήμουν πότης, να ήμουν γλεντζές, να μου πέφτουν οι γκόμενες, να έχω γνώμη για όλα…

 «…Τούτη λοιπόν την έπαρση του ανθρώπου που φιλοδοξεί να μιλήσει για την εποχή του μέσα από πρόσωπα φανταστικά προσπάθησα να αναπαραστήσω… Θέλησα επίσης να περιγράψω την εξακτίνωση της συνείδησής του σε συνειδήσεις ξένες, επινοημένες και την ακούσια παράδοσή του στους μαγικούς και εύθραυστους καθρέφτες των ψευδαισθήσεων της κοινωνίας που τον περιβάλλει» Η Μαρω Δούκα, προκειμένου να δώσει και τις δυο όψεις της νεοελληνική πραγματικότητας, τη μικροαστική και τη «λαϊκή», κάνει μια πολύ έξυπνη επινόηση: με τη μορφή του εσωτερικού μονόλογου ο αφηγητής, μέσα από ένα ακατάσχετο χείμαρρο ελεύθερων συνειρμών, απευθύνεται σε μια Ηώ κρατίστη (αποδέκτη της αφήγησης), εκθέτοντας έτσι τα τυπικά προβλήματα του νεοέλληνα μικροαστού…

Δεν θα ξαναμπεί ο Λύτρας σε υπουργείο (αποσπάσματα από το 3οκεφάλαιο του βιβλίου της Μάρως Δούκα ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΤΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ, Εκδόσεος Κέδρος 1990)


Δεν θα ξαναμπεί ο Λύτρας σε υπουργείο – ποια ήταν η κοίτη του ΠΑΣΟΚ; έσβηναν σαπουνόνερα στα αυτιά μου, μωρό παιδί είσαι; ρίξε τους δυο τρεις σταγόνες οινόπνευμα, δεν τα σκουπίζεις, δεν μ’ ακούς, θυμώνει, καμώνεται πως θυμώνει η Μαρία, εγώ θα πρέπει να σε λούζω; βλέπεις δεν ευκαιρώ, όταν με κατσαδιάζει θα ήθελα να έβλεπα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Κάμε κι εσύ καμιά δουλειά! Τρίβω τις κατσαρόλες μας, τις γδέρνω, η Μαρία δεν ανέχεται τα θαμπωμένα σκεύη, και τ’ ασημικά μας μ’ έβαλε να γυαλίσω, κατεβάζει τα μούτρα της η Ισμήνη, η μητριά μου δεν το υποφέρει, αν είναι δυνατόν! δεν καταλαβαίνω εγώ αυτά, για να γυαλίζεις τα ασημικά στο σύνθετο σε ανάθρεψα; πάτησε πόδι, μου ψιθυρίζει, μην είσαι τόσο υποχωρητικός… Έχουμε σύνθετο στο καθιστικό με πολλά ασημικά, άλλα από τη μάνα μου, άλλα της πεθεράς μου – ήθελα πέρυσι να σκεφτώ για την κοίτη του ΠΑΣΟΚ, πουθενά δεν ήμουν όταν άρχισε να φαρδαίνει και να απλώνεται, διάβαζα μόνο ιστορία και μαρξισμό, ούτε θυμάμαι ακριβώς, αγόραζα βιβλία, άλλα τα καταλάβαινα, άλλα όχι και τα παρατούσα στη μέση, ήμαστε δευτεροετείς, εσένα σε είχε τραβήξει το ΚΚΕ, εγώ έμενα αναποφάσιστος, ποτάμι, έλεγα, με χαραγμένη κοίτη, που απλώνεται αργά, να, η Αριστερά, που κι όταν ακόμα συρρικνώνεται αφήνει δουλεμένο χαλικάκι στις όχθες της, μα στου βυθού της τα άπατα λάμπουν αστέρια, διάβαζα για λάθη και για εγκλήματα, για τις διαφωνίες και για τις διασπάσεις, εγώ δεν είχα μνήμες, δεν είχα εμπάθειες, τι ήξερα; πιασμένος μόνο απ’ την εικόνα, ένα ποτάμι που κυλά με την πανίδα του και την χλωρίδα του, τα καλολογικά σου θα σε φάνε, έλεγες θυμωμένη, Ηώ κρατίστη, μου έλειπαν οι δικοί σου έξυπνοι χειρισμοί, η ευελιξία ή και ακόμη η ακαμψία, που θα με βοηθούσαν να διασώσω την εικόνα, δεν ήξερα ν’ αντισταθώ ούτε να μετακινηθώ, ώσπου με κούρασε το τοπίο κι άρχισα τότε να σκέφτομαι ότι απλούστατα η Αριστερά δεν είχε μπορέσει να οροθετήσει την κοίτη της, τι θα μου κόστιζε; τίποτα δεν είχα να χάσω όταν ισχυριζόμουνα πως η Αριστερά  κατέληξε παραπόταμος του ΠΑΣΟΚ, η δυνατότητα του Παπανδρέου να υπερασπίζεται και ταυτόχρονα να υπονομεύει το ίδιο θέμα με τύφλωνε, όπως το φως τη γάτα, ήταν νωρίς ακόμη, ποιοι ήταν και τι ήθελαν,  τι σήμαινε γι’ αυτούς η ΕΟΚ και τι οι Βάσεις; Απολυόμενος απ’ το στρατό, ούτε καν μπήκα στον κόπο να επιλέξω, υπήρχε το δικηγορικό γραφείο του πατέρα μου, το ΠΑΣΟΚ δημοκοπούσε πλέον ανοιχτά, παραλίγο όμως να βρεθώ στο υπουργείο Νέας Γενιάς, με την Ελένη η σχέση μου σκαμπανέβαζε, είχαν αρχίσει πια να στοιχειώνουν μέσα μου ο Καραγιώργης και ο Πλουμπίδης, με ειρωνεύεσαι, ίσως και να ’χεις δίκιο, ευτυχώς που υπάρχουν οι τρομοκρατικές οργανώσεις για να σου κεντρίζουν την περιέργεια! ρητόρευα και σας εκνεύριζα – ούτε γένια πυκνά, ούτε στρατιωτικά τζάκετ, πάνε αυτά, ευπρεπείς και φρεσκοξυρισμένοι, ελάτε να υποστηρίξουμε τους τρομοκράτες, ο αντάρτης της πόλης θα είναι ο επαναστάτης με διπλή ζωή,θα δουλεύει, θα ζει με την οικογένεια του, θα ακολουθεί τους τύπους, θα παρουσιάζεται βολεμένος στο περιβάλλον του, ακόμη και κάπως συντηρητικός, έτσι κανείς δεν θα μπορεί να τον εντοπίσει, οι διώκτες του δεν θα μπορούν ούτε καν να τον φανταστούν, ο επαναστάτης του μέλλοντος δεν θα είναι ιεροκήρυκας, ούτε θα ψάλλει, ούτε θα νουθετεί, ούτε θα υπόσχεται, δεν θα προτρέπει στην αυτοθυσία, δε θα προφητεύει, δε δρα, άγγελος αφανής, εξολοθρευτής,ο επαναστάτης του μέλλοντος θα χτυπά, αυτός κι οι σύντροφοί του θα αποτελούν το σκληρό, τον αδιάβλητο πυρήνα επάλληλων περιφερειών, φαντάσου περιφέρειες τη μια μέσα στην άλλη, κύκλοι αμέτρητοι που θα δέχονται τις ενέργειες μας και θα τις ξαναγυρίζουν μετουσιωμένες σε μηνύματα, κι εμείς, ο κεντρικός πυρήνας, θα είμαστε το εκτελεστικό όργανο, η θέληση και η συνείδηση, ο εκφραστής των πόθων του λαού.Ο σύγχρονος επαναστάτης θα τα ξέρει όλα, θα είναι χρυσοχέρης και ανοιχτομάτης, θα είναι κάτι σαν κατάσκοπος και συνωμότης, θα έχει κρυμμένα τα χαρτιά του, αυτός θα διαλέγει την ώρα και τον τρόπο του χτυπήματος, θα έχει έρθει οριστικά και αμετάκλητα σε ρήξη με την κοινωνία του, θα έχει απορρίψει την αστική ηθική, ο κήπος της Εδέμ χωρίς θεό, ούτε όφις, ούτε Εύα, ούτε μήλο, ο άνθρωπος μόνο γυμνός και εύρωστος χωρίς αμάρτημα– γελούσα και σας πείραζα, και τώρα άκου, ο αληθινός επαναστάτης προχωρεί με το μέτωπο ψηλά στη διαδήλωση, με προτεταμένο το στήθος στα χτυπήματα του εχθρού, δεν κρύβεται ο επαναστάτης, δε δρα μπαμπέσικα,δεν είναι αγρίμι, δε χτυπά πισώπλατα, ο σύγχρονος επαναστάτης είναι διπλωματούχος, ευπρόσωπος, δημοφιλήςκαι αξιοσέβαστος από τους αντιπάλους του στα έδρανα και στις καρέκλες, έντιμος, ηθικός, αφοσιωμένος στην ιδέα, αμετανόητος, παραδοσιακός – άκου με και θα με θυμηθείς, ο αληθινός επαναστάτης παραμένει πιστός στον μαρξισμό-λενινισμό,επιμένει στην καθαρότητα του κομμουνισμού, μελετά νύχτα και μέρα, τρέχει μέρα και νύχτα, προωθεί κινήσεις και κινήματα, προκαλεί ζυμώσεις, αγρυπνά για τον ταξικό συνδικαλισμό, ο αληθινός επαναστάτης μιλάει για τα δικαιώματα κι όχι για τα συμφέροντα των εργαζομένων, ο γνήσιος επαναστάτης λέει τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, δε ρητορεύει– επικίνδυνος αυτός ο τύπος, έλεγε στην Ελένη ο Πελοπίδας, κύμβαλον αλαλάζον ο φίλος σου, άλλαξαν οι καιροί, Άκη, μου γκρίνιαζες εσύ, πού ζεις, κανείς μας σήμερα δεν μιλάει για επανάσταση… Όσες φορές κι αν είχα προσπαθήσει να ανακεφαλαιώσω δεν τα κατάφερνα, ήθελα να είμαι αριστερός και δεν μπορούσα να πεισθώ, ένα κουβάρι όλα στο κεφάλι μου, ήθελα να ενταχθώ σαν κι εσένα, μα δεν μπορούσα να παραμερίσω τις αντιρρήσεις μου, δεν είχα κάτι που να με τραβήξει, η μόνη πράξη αντίστασης στην παραίτηση που με διέλυε ήταν ν’ ακολουθήσω τη Μαρία, δεν της το είπα ποτέ έτσι, ούτε θα της το πω, ας παραπονιέται πως ούτε καν προσέχω τα καινούργια της φορέματα, πως έχω αλλάξει –τι θα μπορούσα να γράψω για το σπίτι μας σήμερα; Τέσσερα και δύο, έξι δωμάτια, προίκα της Μαρίας, καθιστικό, γραφείο, δυο κρεβατοκάμαρες, της μπέμπας και δική μας, κι ένα δυάρι παραδίπλα, το οδοντιατρείο μας, βιάζεσαι, μου είχε πει η μητριά μου, λες και μέσα από μένα επρόκειτο να ζήσει το χαμένη της ζωή, με παντρεύτηκε για να σε μεγαλώσω και για να τον φροντίζω, ποτέ δεν με αγάπησε. Σε είχα αγαπήσει, τι άλλο να της πω; Χωμένος στις δικογραφίες ο πατέρας μου και στη χαρτοπαιξία, θαύμα πως δεν ξεπούλησε τα πάντα, χάσαμε το κτήμα στο Κορωπί, έμεινε όμως το σπίτι στην Αγίου Κωνσταντίνου, σ’ αυτό βασίζεται η Μαρία, όλα τα όνειρά μας θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με το τριώροφο, αν αποφάσιζα να κατεδαφιστεί. Μου έμεινε και το σπιτάκι στο Σταυρί, στη Μάνη, να το πουλήσουμε κι αυτό, τι να το κάνουμε στην ερημιά; Δεν έπρεπε να γίνω δικηγόρος κι άλλα πολλά δεν έπρεπε, για το γάμο μου μόνο με τη Μαρία δε μετανιώνω, έπειτα από την Ελένη δεν είχα άλλα περιθώρια, στην αρχή νόμιζα πως ήρθε η συντέλεια, τα θυμάσαι, είχες προσπαθήσει να με παρηγορήσει, ίσως και να σε πλήγωσα τότε, ήθελες μόνος μου να καταλάβω, εσύ να μου μιλάς πόσο ωραία τα είχες ταιριάξει με το Γιάννη κι εγώ να υποθέτω το αντίθετο, πιθανόν και να σε ικανοποιούσε αν είχα προσπαθήσει να σε παρασύρω στη μοιχεία, ξέκοψα όμως από σένα, απότομα, το παραδέχομαι, δεν θα μπορούσα να σηκώσω το βάρος άλλης μιας καταδικασμένης ή έστω προβληματικής σχέσης, ήθελα να παντρευτώ όσο πιο γρήγορα γίνεται, σαν να ’θελα να ενταφιάσω το σκοτάδι που με τύλιγε, ήμουν τρομαγμένος κι ας μην το έδειχνα, μ’ εσένα έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσα να τα ταιριάξω, παραήσουν για μένα, και μη νομίσεις ότι σε ειρωνεύομαι, το ξέρεις πόσο σε εκτιμώ, έστω κι αν στις μέρες μας εκτίμηση σημαίνει την απόσταση ή την ψυχρότητα, εσένα, να το ξέρεις, και το ξέρεις, σε έχω φυλαγμένη, γυναίκες πολλές υπήρχαν για να ερωτευθώ, Ηώ κρατίστη μόνο μία για να την έχω φίλη, γελούσες θλιμμένα, κακώς μπλέχτηκα πάλι με εξηγήσεις, κοντά στη Μαρία όμως, πρόσεξέ το, όλοι οι σωματικοί μου πόνοι είχαν εξαφανιστεί ως δια μαγείας, ούτε χέρια, ούτε αυχένας, ούτε πλάτες κοιμόμουν και ξυπνούσα πρώτη φορά στη ζωή μου, υγιέστατος – λέω ότι δεν είμαι καλός πατέρας, έτσι το λέω, έλα να δεις πώς φροντίζω τη μικρή μας, και τη Μαρία φροντίζω, ας την έχω κρατήσει μακριά απ’ τις σκέψεις μου, την έχω ανάγκη, όλοι μας έχουμε ανάγκη τη σαφήνεια, την παρακολουθούσα πέρυσι καθώς έπιανε με τη τσιμπίδα τα αποστειρωμένα μπιμπερό, πώς έπλενε τη μικρή μας στο νιπτήρα, με σταθερό, σίγουρο χέρι, ήρεμο πρόσωπο, αποφασισμένη να κουμαντάρει τα πάντα, για όλα έχει προβλέψει ως την τελευταία λεπτομέρεια, δεν έχω ψευδαισθήσεις, θα γίνω κάποτε ο πάτος της εικόνας της, Ηώ μόνο μία, θα λέω, με το στήθος της πεπλοφόρου και μόνο μία η μητέρα μου εις τον πάτο της άλλης εικόνας. Ποιος τυφλωμένος θα τολμούσε να χύσει τα μάτια του; Με έλεγε ο Πελοπίδας, τον θυμάσαι; κύμβαλον αλαλάζον! με μισούσε. Είναι φανταστικός ο Λύτρας; στην Ομόνοια, σ’ ένα εστιατόριο της κακιάς ώρας, σ’ ένα από αυτά που συχνάζουν επαρχιώτες και φαντάροι, είχα συναντήσει κάποιον μεσόκοπο, σαν ανεμοδαρμένο, μου εντυπώθηκαν τα χαρακτηριστικά, κυρίως η πλακουτσωτή μύτη του, ήμουν με την Ελένη, τίποτε δεν τελειώνει σ’ αυτή τη ζωή, μόνο εσύ τα καταφέρνεις και διαγράφεις οριστικά, μου έλεγε ο Δημήτρης, όσες φορές κι αν σου τηλεφώνησε να συναντηθείτε, εσύ ανένδοτη, δεν έχουμε τίποτε να πούμε, πώς τίποτα; έζησες ή δεν έζησες ένα χρόνο δίπλα του; ήσουν ή δεν ήσουν ερωτευμένη μαζί του; ήσουν, πετάς γράμματα, κουρελιάζεις φωτογραφίες και θαρρείς ότι γλίτωσες, έτσι κι εγώ θαρρούσα πως είχα γλιτώσει, θα ’θελα να ξαναβρεθούμε όλοι μαζί όπως τότε στο πανεπιστήμιο, η Μαρία μου έσκισε όλες τις φωτογραφίες μας από τη Βενετία, τι να ’γινε ο Πελοπίδας; κάπου στο Λονδίνο, υποψιάζομαι διάφορα, ούτε κι εσύ τον συμπαθούσες, η Ελένη κάνει την ανήξερη, δε με πείθει –είναι φανταστικό λοιπόν πρόσωπο ο Λύτρας; γιατί τον ονόμασα έτσι; Ούτε καν το σκέφτηκα, Λύτρας κι Αντώνης, έχει μείνει εκεί, σ’ ένα εστιατόριο της κακιάς ώρας, παραγγέλνοντας μπύρες, κάτι θα γίνει, κάτι πρέπει να γίνει με τον ήρωά μου, δεν ανυπομονώ, τον κρατώ και σκέφτομαι την κόρη του, αυτό το Σοφάκι, που θα ήθελε να γίνει κριτικός κινηματογράφου, αναρωτήθηκες για όλα τα Σοφάκια που θα ήθελαν να ξεχωρίσουν και να προβληθούν; Κι εγώ αυτό ήθελα, να προβληθώ και να ξεχάσω, ήθελα να γίνω δημοσιογράφος για να αποσπαστώ από το σύνολο και να το εξουσιάσω πληροφορώντας το, να είχα, λέει, μια σελίδα την εβδομάδα! τώρα προσπαθώ να γράψω ένα μυθιστόρημα, δεν αστειεύομαι, εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η ματαιοδοξία, να ήμουν πότης, να ήμουν γλεντζές, να μου πέφτουν οι γκόμενες, να έχω γνώμη για όλα, να ξέρω ότι από μένα εξαρτάται η υπόληψη του διπλανού μου, ποιος θα με τιμωρούσε αν έγραφα για σένα ότι υπάρχουν υποψίες πως παίρνεις ναρκωτικά; ή πως εκδίδεσαι στην οδό Σόλωνος; οι φίλοι και το κόμμα σου ίσως σε βοηθούσαν μαζεύοντας κάμποσες υπογραφές συμπαράστασης, κάτω από ένα πρόχειρο κείμενο διαμαρτυρίας για τον κιτρινισμό των εφημερίδων, ορισμένων μόνο, αυτό εννοείται, πιθανόν και να μου έκαναν  κάποιες υποδείξεις ή επιπλήξεις από την περίφημη ΕΣΗΕΑ, εσύ όμως θα είχες διασυρθεί και η εφημερίδα θα είχε πουλήσει περισσότερα φύλλα, μια κομμουνίστρια που εκδίδεται και ντοπάρεται δεν είναι ευκαταφρόνητη είδηση, ε, και λοιπόν; ακόμα και στη φυλακή θα μπορούσα να σε κλείσω, ένα ολόκληρο κακουργιοδικείο θα μπορούσα να στρέψω εναντίον σου, να ήμουν πότης και γλεντζές στα ταβερνάκια της λαχαναγοράς και να πέθαινα στα πενήντα μου – θα ήθελε το Σοφάκι να γίνει κριτικός κινηματογράφου, γιατί φαντάστηκε πως θα ήταν ευχάριστο να βλέπει δωρεάν ταινίες και να γράφει κατόπιν τη γνώμη της, θα διάλεγε και την καλύτερή της φωτογραφία μονίμως για τη στήλη που θα της παραχωρούσαν στην εφημερίδα, ή θα μπορούσε να γίνει κοσμικογράφος, όλες οι πόρτες θα της άνοιγαν, θα την ήξεραν όλοι, θα της έπεφταν οι γκόμενοι, αλλά αυτή θα έμενε πιστή στον έναν. Δεν ήμουν τόσο αφελής στα είκοσί μου, ούτε και στα σαράντα μου είμαι, αναρωτιέμαι μόνο, ακόμη και για τον καλύτερο, το σοβαρότερο δημοσιογράφο, αυτόν, εννοώ, που αξιολογεί την τακτική του ενός ή του άλλου κόμματος, που σχολιάζει το τάδε ή το δείνα πρόσωπο, τούτο  το γεγονός ή εκείνο το περιστατικό, ακολουθώντας τις ιδεολογικές επιλογές και προτιμήσεις του, βασιζόμενος στα δικά του κριτήρια, ακόμη και για τον καλύτερο, λοιπόν, τον άριστο, τον δημοσιολόγο, αναρωτιέμαι πώς αισθάνεται, αν έχει τύψεις ή αμφιβολίες, πόσο πολύ έχει πιστέψει ότι υπηρετεί την κοινωνία, πόσο ότι είναι πληρωμένος κονδυλοφόρος, πόσο πρόδωσε και πόσο προδόθηκε, αναρωτιέμαι αν κατάλαβε έστω και για μια στιγμή, σαν το πέρασμα του λαγού, ότι οι φιλοδοξίες του δεν είναι παρά το είδωλο κρανίων γυμνών κάλλους σ’ έναν καθρέφτη τοποθετημένο από άλλους απέναντί του. Ψιλά γράμματα, θα μου πεις, μεμψιμοιρίες ενός αποτυχημένου; Λουκιανέ Σαμοσατέα, άλλοι σου τοποθέτησαν κι εσένα τον καθρέφτη!

Η Μάρω Δούκα αφηγείται ιστορίες με τέχνη, ζωντανεύει τα πρόσωπά της, κινεί με επιδεξιότητα νήματα παράλληλα ανάμεσα στον κόσμο των πραγμάτων και στον κόσμο του μυαλού, όπως στο τελευταίο της έργο, την Ουράνια μηχανική. Αγγίζοντας προβλήματα υπαρξιακά στην ουσία τους, μέσα από τον εφήμερο αλλά καθοριστικό χαρακτήρα της ελληνικότητάς τους, αναζητεί τον πυρήνα της ευτυχίας, καταγράφοντας την αντίφαση της πραγμάτωσής της μέσα σε έναν κόσμο που τη μάχεται σε όλα τα επίπεδα. Αυτή η σύνθετη οπτική, που τη διαφοροποιεί τόσο από τους αμιγώς ρεαλιστικούς συγγραφείς όσο και από τους θεράποντες του φανταστικού, εκφράζεται κατά κύριο λόγο στο ύφος της, στις συνεχείς αναλήψεις της αφήγησης, στην τεθλασμένη ευθεία των γεγονότων ή στο παροξυσμό τους, που μοιάζει να εκπορεύεται άμεσα από τη συμπύκνωση των βιντεοπαιχνιδιών στο τελευταίο της έργο, στον εσωτερικό μονόλογο που κατακρημνίζει κομμάτια ολόκληρα συνείδησης υπέρ της αλήθειας του ήρωα. Αν όπως έλεγε ο Ρ. Μπαρτ ο ρεαλισμός έχει οριστεί πολύ περισσότερο σε σχέση με το περιεχόμενο παρά με την τεχνική του, η Δούκα μας δίνει μια απολύτως σύγχρονη και μοντερνιστική εκδοχή της τεχνικής αυτής. [Τιτίκα Δημητρούλια ]


Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles