Κάθομαι στον καναπέ κι ανοίγω την τηλεόραση. Παίζει εκείνη τη διαφήμιση που δείχνει… την αποψινή συγκέντρωση των γενεθλίων μου… Πολλοί άνθρωποι επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους μετά από κάποια τραγωδία, ειδικά εκεί γύρω στα 60, κι ο χρόνος φαίνεται τελικά ότι είναι γιατρός
Χρόνια πολλά(μια ιστορία από το βιβλίο Γαμ. υθιστορήματα του ενός λεπτού της Κατερίνας Έσσλιν)
Πάνω που είχα ανεβάσει τα μάλλινα δάκρυα στο πατάρι, άρχισε πάλι να ψιχαλίζει τ' όνομά σου. Το μισό αλφάβητο πλημμυρίσαμε.Έχει γεμίσει το υπόγειο με ωμέγα, θα πνιγούμε χωρίς άλφα. Με είδες κι εσύ στο όνειρό μου χτες; Βάλε επιτέλους ένα ζακετάκι στον έρωτα σου είπα. Κάνει ρεύμα -δεν ακούς που φταρνίζεται; Μετά άρχισα να τσακώνομαι με τη μοναξιά σου. Λουζόταν με μπετόν η χαζή. Δεν καταλαβαίνω, είπα. Θες να γιατρέψεις τα δάχτυλά σου πάνω στο δέρμα μου; Οι ανοργάνωτοι εμπρησμοί σου στο σώμα μου έχουν αρχίσει να λήγουν. (Την πυρκαγιά δηλαδή εσύ εκεί στο υπόγειο δεν την βλέπεις που καίει συνέχεια; Θα φτάσει στον πρώτο όροφο και θα τη δουν όλοι στο τέλος. Δυο χρόνια έχεις να φωνάξεις την πυροσβεστική) Μόνο να διχάζεις τις τελείες μου ξέρεις -και να μ αφήνεις να ξυπνάω αγκαλιά με το σπασμένο σου ποδηλατάκι (λες κι αν ενηλικιωθούμε θα πεθάνουμε)…. Όποιο σώμα κι αν δοκιμάσω εκτός από το δικό σου, μου πέφτει φαρδύ.
[Κατερίνας Έσσλιν, Ο Πεζός λόγος στην Ποίηση]
[Κατερίνας Έσσλιν, Ο Πεζός λόγος στην Ποίηση]
Σηκώθηκα δυο λεπτά πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Το περίμενα. Χτύπησε. Το έκλεισα.
Άνοιξα τα μάτια μου. Ο λεκές από υγρασία στο ταβάνι είχε μεγαλώσει. Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και αναζήτησα με τα πόδια τις παντόφλες μου. Βρήκα πρώτα την αριστερή. Τις φόρεσα, σηκώθηκα όρθιος και περπάτησα ως το μπάνιο. Κλείνω τα 49. Κλότσησα ελαφρά την πόρτα του μπάνιου. Κλότσησα τον εαυτό μου να περπατήσει ως τον νιπτήρα. Μου πήρε δύο χρόνια αυτή η κλοτσιά. Κλείνω τα 51. Έπιασα το σωληνάριο της οδοντόκρεμας με το δεξί μου χέρι και ζούληξα λίγη από την πάστα πάνω στην οδοντόβουρτσα που θα αγοράσω του χρόνου. Κλείνω τα 52. Απλώνω αφρό ξυρίσματος πάνω στα γένια μου. Ακουμπάω το μπλε ξυραφάκι και προσπαθώ να το σηκώσω. Ζυγίζει 500 κιλά. Σκέφτομαι πως ίσως φταίει το ασήκωτο χρώμα του –έχω να δω οτιδήποτε μπλε, ουρανό, θάλασσα ή μάτια- από όταν έκλεισα τα 53.Μαζεύτηκε πολύ μπλε. Μένω αξύριστος. Κλείνω τα 54.κατευθύνομαι προς το υπνοδωμάτιο και ξαπλώνω ξανά στο κρεβάτι χωρίς να βγάλω τις παντόφλες απ’ τα πόδια μου ή την παλιά μου εικόνα απ’ το μυαλό μου. Κοιμάμαι ως τις δέκα. Ξανακοιμάμαι ως τις δύο. Οι παντόφλες μου έχουν πέσει στο πάτωμα (πιστεύω) – οπότε τις ξαναψάχνω. Τις ψαχουλεύω ατάραχος για 10 ολόκληρα λεπτά, μετρώντας τις ρίγες της ταπετσαρίας. Δεν τις βρίσκω με τα πόδια και γι’ αυτό πέφτω στα γόνατα, σαν να ’θελα να τις παρακαλέσω παρά να τις ψάξω, όμως δεν βρίσκονται στο πάτωμα κάτω από το κρεβάτι (έχουν μπερδευτεί με τα σκεπάσματα). Ωστόσο κάτω απ’ το κρεβάτι βρίσκω μια κάλτσα που την είχα χάσει καιρό, μια εφημερίδα, τα γυαλιά μου για το διάβασμα, τα μάτια μου, τρεις μπάλες από χνούδι κι ένα σχετικά μεγάλο κομμάτι του κορμιού μου – από τη μέση ως τα γόνατα. Δεν μαζεύω τίποτα (δεν έχω καθόλου καιρό να σφουγγαρίσω – ούτε τα μάτια μου ούτε τον αφαλό μου ούτε την εφημερίδα ούτε το πέος μου. Κλείνω τα 55). βρίσκω τις παντόφλες μου ανάμεσα στα σκεπάσματα και ξαναπέφτω για ύπνο. Σηκώνομαι στις τέσσερις και τέταρτο και κινώ, ξυπόλυτος, για την κουζίνα. Φτάνω στην πόρτα και γυρνάω πίσω να βάλω τις παντόφλες μου. Ξανασηκώνομαι παρά πέντε. Σέρνω τα πόδια μου ως την κουζίνα, σκοντάφτω στο χαλάκι και πέφτω στο πάτωμα. Πέφτω σε σαδιστικά αργή κίνηση, για δύο χρόνια. Κλείνω τα 57. Σηκώνομαι αργά αργά, στηριζόμενος στον κόκκινο καναπέ με τον λευκό λεκέ. Όταν τον αγόρασα, ήταν όλος λευκός (δεν πρόκειται για έναν λευκό λεκέ στην πλάτη ενός κόκκινου καναπέ, πρόκειται για έναν τεράστιο κόκκινο λεκέ από κρασί, μ’ ένα μικρό, αλέκιαστο κυκλάκι στην πλάτη). Ανάβω τη λάμπα. Δεν είμαι μόνο εγώ αξύριστος. Όλα τα αντικείμενα στο σπίτι έχουν βγάλει σκληρά γένια που γρατζουνάνε. Κατευθύνομαι προς την κουζίνα να ετοιμάσω κάτι να φάω. τρώω κρασί με τα χέρια, χωρίς μαχαιροπίρουνα, χωρίς ποτήρι, δεν πίνω, καταπίνω χωρίς να μασάω (βαριέμαι να μασάω, Με καθυστερεί. Κλείνω τα 58 και μπαίνω στα 59). Παραγγέλνω μια μερίδα μακαρόνια με κιμά. Έχω προπληρώσει 1000 ευρώ στο μαγειρείο, υπολογίζω τώρα να υπολείπονται 100 με 150. Μου αφήνουν τα μακαρόνια με το κιμά πάντα έξω από την πόρτα, στο χαλάκι (κάποιες μέρες μπερδεύομαι και τρώω το χαλάκι. Δεν έχει καμιά διαφορά στη γεύση), Κάθομαι στον καναπέ κι ανοίγω την τηλεόραση. Παίζει εκείνη τη διαφήμιση που δείχνει ένα χαμογελαστό παιδάκι πάνω στους ώμους του μπαμπά του να παίζουνε τρενάκι, και μετά μπαίνει στο πλάνο μια μανιακή γυναίκα και πνίγει τον μικρό και μετά γελάει δυνατά κι αυτοκτονεί. Έτσι θα τελείωνε αυτή η διαφήμιση αν μιμούνταν τη ζωή. Χτυπάει το τηλέφωνο και προσπαθώ ανεπιτυχώς να το σηκώσω με τα μάτια. Χτυπάει για πέντε λεπτά. Το σηκώνω (με τα χέρια) κι είναι η αδελφή μου να με ρωτήσει ζεις, ξύπνησες, σηκώθηκες, έφαγες, ετοιμάστηκες, και να μου πει ότι χαίρεται που αποφάσισα να της αναθέσω την αποψινή συγκέντρωση των γενεθλίων μου και ότι χάρηκαν όλοι που θα με δουν επιτέλους μετά από τόσα χρόνια κι ότι αυτό ίσως σημαίνει επιστροφή και ότι πολλοί άνθρωποι επανεφευρίσκουν τον εαυτό τους μετά από κάποια τραγωδία, ειδικά εκεί γύρω στα 60,κι όλα θα φτιάξουν, και ο χρόνος φαίνεται τελικά πως είναι γιατρός, κι ότι εκείνη τη φορά που είχαμε κάνει τα γενέθλιά μας μαζί, πολύ πριν από αυτό που έγινε, δεν θα την ξεχάσει ποτέ. Το πριν απ’ αυτό που έγινε το είπε λες και πρόφερε λέξεις που μόλις είχαν βγει από το χειρουργείο κι ο γιατρός έπρεπε να πει στους συγγενείς λυπάμαι. Κλείνω το τηλέφωνο. Κλείνω τα 10: δέκα χρόνια απ’ αυτό απ’ αυτό που έγινε (από τη διαφήμιση που τελείωσε αλλιώς από αυτήν που παίζουν στην τηλεόραση). Η αδελφή μου θα ξεκινήσει σε πέντε λεπτά, κι εγώ πρέπει να ντυθώ και να ετοιμαστώ ψυχολογικά να δω ανθρώπους, να συνηθίσω στην ιδέα να δω επιτέλους ανθρώπους κανονικούς, δερμάτινους – και όχι από χαρτί ή από γυαλί ή μέσα στο ποτήρι μου. Οι δεύτερες σκέψεις ξετρυπώνουν απ’ το δέρμα μου ανεξέλεγκτα, σαν ιδρώτας. Κλείνομαι στο μπάνιο και σκέφτομαι πως, για να υπάρχουν γκρεμοί, κάποια χρησιμότητα θα έχουν. Σκέφτομαι πως το να κάτσεις στην άκρη του γκρεμού και να του ρίξεις σκοινιά για να τον βοηθήσεις ν’ ανεβεί, πως το να προσπαθήσεις να ανελκύσεις τον γκρεμό, να τον σώσεις, να τον σηκώσεις σαν φόρεμα προς τα πάνω, αρπάζοντας τον γκρεμισμένο του ποδόγυρο, στέκει όσο στέκει το να περιμένεις πως , αν ξαναστήσεις σαν ντόμινο όλα τα χρόνια που έχεις ζήσει μέχρι σήμερα, ίσως και να μην πέσουν αυτή τη φορά. Ανοίγω την ντουλάπα μου, και πάνω από το γκρεμό κρέμεται το κουστούμι που έχω πει ότι θα φορέσω –είναι γκρι. Είμαι πολύ όμορφος με γραβάτα. Ποιον κοροϊδεύω; Είμαι σαν να κλείνω τα 150. Ακούω το κουδούνι της κάτω πόρτας και πανικοβάλλομαι, με πονάει το κεφάλι μου, με πονάει το στέρνο μου, με πονάει το πουκάμισό μου, θέλω να φορέσω τις παντόφλες μου. Κινώ προς το θυροτηλέφωνο, αλλά βγαίνοντας από το δωμάτιο με περιμένει μια έκπληξη. Ένα ηχηρό σαρπράαααααααααααααιζ, όπως στις ταινίες, με πυροβολεί στον κρόταφο. Στο σαλόνι βρίσκονται ήδη οι πρώτοι μου υποτίθεται καλεσμένοι, με τα ακάλεστα χαμόγελά τους, ο εαυτός μου σε ηλικία 5 χρονών, ο εαυτός μου σε ηλικία 8, ο εαυτός μου στο γυμνάσιο, ο εαυτός μου αγκαλιά με την πρώτη μου γκόμενα, ο εαυτός μου με το πτυχίο μου στο χέρι, ο εαυτός μου με το νυφικό της γυναίκας μου, ο εαυτός μου με το γιο μου σε φωτογραφία, ο εαυτός μου όταν παραιτήθηκα από το νοσοκομείο, ο εαυτός μου στα 40 μου, ο εαυτός μου στα 41 μου, στα 42 μου, στα 43, στα 44, στα 45, στα 46, στα 47, στα 48, στα 49, στα 50, στα 51, στα 52, στα 53, στα 54, στα 55, στα 56, στα 57, στα 58, στα 59. Ανοίγω το συρτάρι όπου κρύβω το περίστροφο.
Κλείνω τα 60 στα ψιλά γράμματα μιας εφημερίδας
Το “Γαμ.” είναι μια λέξη σε εκκρεμότητα. Βάζει τον αναγνώστη στη διαδικασία να συνδιαλλαγεί με το κείμενο και να συμπληρώσει ό,τι λείπει με το μάτι (ή τα υπόλοιπα αισθητήρια). Όμως μη φανταστείς ότι επειδή ο τίτλος είναι μισός κάνει και μισές δουλειές: το βιβλίο έρχεται με «λυσάρι», καθώς εξοπλίζει με ποικίλα συναισθήματα τον αναγνώστη (ώστε, όταν αποφασίσει μόνος του τι θα πει Γαμ., να πέσει μέσα). Αλλά θα σας δώσω και κάποια hints: Γαμ. μπορεί να σημαίνει γαμέτης (αν ο άλλος ασχολείται με τη φυτολογία) ή γάμος (αν κάποιος θέλει να νοικοκυρευτεί) ή να σημαίνει το άλλο, το ξέρετε ποιο, (αν ο άλλος είναι ρομαντικός και θέλει να πάει να “αγαπηθεί”)ή να προέρχεται απλώς από το «και γαμώ».Δεν θα μπορούσε να μη λέγεται Γαμ. αυτό το βιβλίο. Πρώτον, έχει σχέση με όλα τα παραπάνω (διαφόρων ειδών παντρέματα και αναπαραγωγές) και δεύτερον σου δίνει μια συμβουλή: τη στιγμή που πας να πεις «Γαμώτο» να φροντίζεις η λέξη να τρώει μια αόρατη τσεκουριά και να σπάει στη μέση. Πιστεύω πως η ζωή ακόμη κι όταν είναι σκληρή σαν βράχος έχει αμέτρητα ωραία βοτσαλάκια γύρω γύρω. Σιγά μην κάτσουμε να χάνουμε τον χρόνο μας λέγοντας συνέχεια γαμώτο και γαμώτο!