Το μυστικό είναι ν’ ανάψεις στην καρδιά ένα φως που να καίει σιγά-σιγά ώσπου να γίνει θαλασσιά!
ΠΑΡΑΒΟΛΗ: Το ταξιδάκι της ζωής: σαλιγκαράκι, σιγά-σιγά θ’ ανέβεις το Φουτζιγιάμμα
Την περασμένη εβδομάδακοιμήθηκα στο αεροπλάνο δίπλα σ’ έναν σεβάσμιο γέροντα 88 ετών. Στεκόταν τέλεια - είχε το ένα πόδι πάνω στο άλλο, διάβαζε, ήταν πνευματώδης. Αν κρίνω από όσα μου διηγήθηκε, έζησε μια σπάνια, χαρισματική ζωή. Ήταν ένας απ’ τους πρώτους Έλληνες πιλότους, ανέβηκε στο βουνό, πολέμησε στην Αίγυπτο, ταξίδεψε στους τέσσερις ορίζοντες ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια, έκανε δυο γάμους και πολλά παιδιά.
Όταν σβήσαμε το φωςκαι γείραμε τα καθίσματα για τον υπνάκο μας, βρεθήκαμε ξαπλωμένοι δίπλα-δίπλα, σαν ζευγάρι σε διπλό κρεβάτι!
«Να σας ρωτήσωκάτι πολύ προσωπικό;» του είπα, παρασυρμένος από τη σκηνή.
«Ό,τι θες, ό,τι θες!»μου απάντησε, προετοιμασμένος και για τις πιο πρόστυχες απορίες.
«Τώρα, που είσαστε 88, και όλοι σας οι φίλοι έχουν πεθάνει και δεν μπορείτε να σταθείτε όρθιος πάνω από μισή ώρα, γιατί η μέση και το πόδι σας πονούν, και πιθανότατα δεν θα ξαναζήσετε τα ένδοξα επεισόδια της νιότης σας, δεν νιώθετε μεγάλη μοναξιά, αν μη τι άλλο;».
Γύρισε το φαλακρό κεφάλι του, αχνό στο υπογάλαζο φως της καμπίνας, και με κοίταξε διερευνητικά. Είδα τη λάμψη του ματιού του - εγώ, κουκουλωμένος δίπλα του, ένιωσα ξαφνικά νωθρός και μπερδεμένος.
«Άκου να σου πω, κύριέ μου», άρχισε να λέει, σ’ έναν τόνο ξαφνικά πολύ πιο σοβαρό. «Ναι, είμαι ο τελευταίος επιζών μιας παρέας 20 ατόμων. Αλλά πηγαίνω ακόμα κάθε μέρα στη δουλειά. Λύνω προβλήματα. Βοηθάω συνανθρώπους μου - η προσφορά στους άλλους ολοκληρώνει πρωτίστως τη δική μου ζωή. Δεν κοντοστέκομαι στο παρελθόν, από άποψη. Αν τύχει και μείνω σπίτι μόνος, οι σκέψεις, τα παλιά επεισόδια, η εικόνα της νεότητάς μου, έρχονται και με καταβάλλουν. Η σκέψη, επίσης, ότι του χρόνου μπορεί και να μη ζω. Αμέσως πιάνω ένα βιβλίο, κάτι, να ξεφύγει το μυαλό μου. Δεν χρειάζεται να φιλοσοφείς πολύ γύρω απ’ τη φύση της ζωής, χρειάζεται να τη ζεις - όπως μπορείς. Έως τέλους».
Μου έκανε εντύπωσηη τετράγωνη απάντησή του, χωρίς ίχνος συναισθηματισμού. Δεν είχα ποτέ το πρακτικό του πνεύμα - ο θάνατος κι οι ατυχίες με πτοούν βαθύτατα. Για να είμαι ειλικρινής, θεώρησα έως και λίγο υπεκφυγή την απάντησή του. «Έτσι είναι, φαίνεται, οι άνθρωποι της δράσης» σκέφτηκα και άρχισα να λαγοκοιμάμαι δίπλα του.
Στην Αθήνα, όταν γυρίσαμε, μου έστειλε την αυτοβιογραφία του. Ένα εξαιρετικά γλαφυρό βιβλίο μιας γεμάτης ζωής, δίπλα στους πρωταγωνιστές του προηγούμενου αιώνα.
Υπήρχε και μια φωτογραφία του,με την κόρη του. Φαντάζομαι θα ξέρετε ότι οι άνθρωποι (ακόμα και οι πιο σκληροί), όταν φωτογραφίζονται με τα παιδιά τους, αποκτούν κάτι ανεξέλεγκτα παιδικό, αθώο, εκτεθειμένο. Ήταν δίπλα της χαμογελώντας παραδομένος - κανένα γαλόνι πια, καμιά άμυνα, καμιά μέθοδος.
Κατάλαβα τότε ότι ο γέρωνμού είχε αποκρύψει τι τον κρατούσε τόσο ακέραιο στη ζωή: δεν ήταν η δουλειά, ήταν η οικογένεια του.
Εύχομαι λοιπόν σε όλουςνα περάσουν τα δύσκολα χρόνια που έρχονται, κρατώντας ένα χέρι φίλου αληθινού. Σε οικογένειες που σχηματίζει όχι μόνο το αίμα, αλλά και η συμπάθεια, η εμπιστοσύνη ή η συγγένεια του μυαλού.
Αφού αντέχεταιτο σφαγείο της ύπαρξης με την αγάπη, πόσoμάλλον η Κρίση.
Κλείνω παράθυρα, ανοίγω πανιά για να σε συναντήσω μέσα μου (ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ)
Διασχίζοντας, λοιπόν, συμπληγάδες του καιρού των μνημονίων, μην αφήνεις πίσω σου να χορταριάζουν οι δρόμοι της Ελπίδας:
Αν μ’ αφήσεις ν’ αγγίξω τον πυρήνα σου,
καυτό δαμάσκηνο με φλέβες,
τότε κι εγώ
θα σου χαρίσω κάτι μικρό και εύθραυστο
σαν σπασμένη φτερούγα πουλιού,
σαν ένα «αν» που δεν ξέρει να πετάξει,
κάτι αθώο και παλιό
που εκατό χρόνια κοιμάται στα χείλη μου
μέχρι εσύ να το ξυπνήσεις…
Τι είναι;
(ΤΟ ΦΙΛΙτης Χλόης Κουτσουμπέλη από τη συλλογή Η Αλεπού κι ο κόκκινος χορός)
Ποιος είναι αυτός ο ΦΟΒΟΣ
που ουρλιάζει με τα δυο του όμικρον
να χάσκουν στο σκοτάδι;
Ποιος είναι το βουβό βήτα
που βηματίζει βαρύγδουπα
σέρνοντας το παραμορφωμένο του ποδάρι;
Ποια ΦΥΓΗονειρεύεται το φι
και γιατί το σίγμα
σπαράζει σιωπηλά στο τέλος
αλλά και μπροστά από το άλλο ρήμα
που τόσο πολύ φοβάμαι να προφέρω;
Τι είναι;
(Ο ΦΟΒΟΣ ΝΑ Σ’ ΑΓΑΠΩτης Χλόης Κουτσουμπέλη από τη συλλογή «Η Αλεπού κι ο κόκκινος χορός»,) αλλά και «Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς:
ΧειμωνιάΖει στο ημερολόγιο του Χρόνου
και το Κορμί ντύνεται ρύπους για ν' αντέξει...
το μετάξι το απέσυραν στα ράφια τους οι Βασιλιάδες.
Στους αστραγάλους τυλιγμένες Ρίζες Ζωής...
Για να δώσει καρπούς αυτό το Φεγγάρι
θέλει λίπασμα Ζεστασιάς,
και το φυτέψαμε στις παγωνιές.
Πάντα κόντρα στο πολύτιμο
λες και με πείσμα δοκιμάζουμε τις αντοχές του.
Γνωρίζει τον τρόπο της αθανασίας,
μα και της ευθανασίας
η Ζωή.
Στο μεταίχμιο που κινούμαι,
εκπροσωπώντας τον λιλιπούτειο στεναγμό των ποιημάτων,
χιονάνθρωπος που ταυτόχρονα κρυώνει και λιώνει
κρατώ μία Ζεστή Επιβίωση στην αγκαλιά
με μορφή Γυναίκας
να υπομένει πόνους στείρας Ζωής,
που Ονειρεύεται γέννες σε μήνα Άνοιξης
αειφόρου Χρόνου...
Αειφόρα Χρονιάη Νέα Χρόνια
[REFLECTION: Κάκια Παυλίδου…]
[επόμενη ανάρτηση… το 2013 με υγεία]