Καμιά φορά η ζωή στενεύει τόσο, που δεν σε χωρά κι απλώνεσαι στα όνειρα, όμως κι αυτά έχουν πληθύνει τόσο
που ξεχειλίζουν απ’ τον ύπνο και περνάν μες τη ζωή σου… Ξάφνου στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας η σκιά μου μ’ ακολουθούσε αφόρητα πιστή κι οι δυο μαζί με τη δική σου τη σκιά πώς μπερδευόσαστε σ’ ένα θεόρατο κουβάρι σκοτεινό που ξεχειλίζει απ’ τον ύπνο και περνά μες τη ζωή!
Τελευταία μπερδεύω πολύ τα όνειρά μου με τη ζωή,
αφού αυτά όλο γίνονται πιο λογικά και η καθημερινότητα
όλο και πιο παράλογη.
Χθεςγια παράδειγμα, καταμεσήμεροκαι εισβάλλει στο καφενείο που συχνάζω μια φίλη χρόνια πεθαμένη.
Με κοίταξε υπεροπτικά κι εγώ αμήχανη ψαχνόμουν κάπου να κρύψω τα σημάδια της φθοράς μου.
Ωστόσο όταν της πρόσφερα τσιγάρο έσπασε:
«φοβάμαι τα βρογχικά μου», είπε ψιθυριστά σχεδόν.
Άρχισα ν’ αμφιβάλλω.
Δεν είχα πάει, θυμάμαι, στην κηδεία.
Ωστόσο τι να ’χε γίνει εκείνο το στεφάνι που είχα παραγγείλει;
Το ίδιο βράδυ στο όνειρό μουπήγα στον ανθοπώλη και του ζήτησα τα λεφτά μου πίσω.
Αυτός με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στο μνήμα της:
«είναι παράλογο να εμπιστεύεστε τόσο τη λογική σας»,είπε μόνο και ντράπηκα τόσο πολύ που ξύπνησα.
Της μάνας μου η φωνή γέμιζε τώρα το δωμάτιο:
«σ’ όλους συμβαίνει, είπε, μην ταράζεσαι.
Καμιά φορά η ζωή στενεύει τόσο,
που δεν σε χωρά κι απλώνεσαι στα όνειρα,
όμως κι αυτά έχουν πληθύνει τόσο
που ξεχειλίζουν απ’ τον ύπνο και περνάν μες τη ζωή σου»
Πώς έμαθε να κλαίει η σκιά μου
Κάποτε η σκιά μου δεν ήξερε ούτε να γελάει
ούτε να πονά.
Μ'ακολουθούσε μόνο αφόρητα πιστή.
Διψούσα κι έπινε νερό.
Νύσταζα και κοιμόταν.
Δεν σ'αγαπούσε
αλλά σ'αγκάλιαζε παράφορα.
Νύσταζα και κοιμόταν.
Δεν σ'αγαπούσε
αλλά σ'αγκάλιαζε παράφορα.
στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας οι δυο μαζί με τη δική σου τη σκιά πώς μπερδευόσαστε σ’ ένα θεόρατο κουβάρι σκοτεινό
που άλλαζε σχήματα διαρκώς
ώσπου ησύχαζε.
Ξάφνου κοβότανε στα δύο
και ξανά...
ωσότου κάποτε στον τοίχο έμεινε μόνη η δική μου η σκιά
μόνη για πάντα.
Και τότε ήτανε
που έμαθε πως να κλαίει.