Θυμάμαι πως έγραφα πάντα κυνηγημένος. Το γράψιμο δεν θεωρείται εργασία απ’ την επίσημη εκκλησία γιατί δε φέρνει φράγκα όπως η αντιπροσωπία αυτοκινήτων ή το χαμαλίκι στην οικοδομή. Όποιος γράφει είναι συνήθως ύποπτος ή πούστης. Το γράψιμο είναι για χασομέρηδες αστούς, για νοικοκυρές που στα διαλλείματα της συζυγικής ανίας γράφουν στιχάκια για τις σκόνες, για συνταξιούχους δασκάλους και ψώνια με μούσι. Οι σχέσεις της οικογένειας με την κοινωνία, μολονότι έχουν γίνει λιγότερο συνεκτικές, εξακολουθούν παρ’ όλα αυτά να αποτελούν το μέσο για να δούμε λιγάκι πιο καθαρά αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Η μαμάκα κι ο μπαμπάκας στην αρχή θα σε στοιχίσουν με το μέσο όρο κι ύστερα η γυναικούλα και τα ντουβάρια της εστίας θα σε κάνουνε κοινωνικό σκατό. Επικίνδυνος είναι αυτός που έρχεται ως απόλυτος άρχοντας να επινοήσει, να κατασκευάσει και να δώσει ζωή στις ιδέες. Αυτός που αβγατίζει τις απροσδιοριστίες του αποδεκτού.
Στο τέλος της δεκαετίας του ογδόντα υπήρχαμε ουκ ολίγοι νεαροί ρομαντικοί που το επάγγελμα του ποιητή σήμαινε για μας να φουμάρουμε ναργιλέδες και να πίνουμε βότκες κοιτάζοντας σκεπτικοί τις λευκές σελίδες όπως ο ζωγράφος το γυμνό μοντέλο με μια απληστία όχι πάντα αισθητικής τάξεως, σ’ ένα δώμα επιπλωμένο ανατολίτικα όπου οι φίλοι το έριχναν στους διαξιφισμούς ανάμεσα στην αναχώρηση του ποιητή που έγραφε δημοφιλή μανιφέστα και στην άφιξη του δεξιοτέχνη του συρμού.
Οι πατεράδες μας ήταν ιδιοκτήτες νεοτερισμών αγρότες εμπορικοί αντιπρόσωποι ψήστες κουρείς αρτεργάτες. Θα έπρεπε άραγε να ξέρουν πως τα αδέξια αγόρια τους τα συνεσταλμένα σαν παρθένες που ανακάλυπταν τον ηδονισμό και την καλοζωία, πράγμα που αποτελεί κατάλληλο υπόβαθρο για μια ζωή εμπόρου, ήταν γεννημένοι ποιητές; Κι είχαν τόσο άδικο να μας απαγορεύσουν να ασκήσουμε το επάγγελμα του ποιητή; Μήπως δεν γνώριζαν στις συναναστροφές της αγοράς πενήντα πατεράδες που είχαν ενεργήσει όπως κι εκείνοι και των οποίων τα ιδιοφυή τέκνα επέστρεφαν έπειτα από μερικούς μήνες να μετράν με τον πήχη υφάσματα, να ζυγίζουν αλατοπίπερα, να κρατάνε λογαριασμούς , να τυλίγουν πίτες με γύρο ή να ξουρίζουν το χωροφύλακα της γειτονιάς;
Ο μικροαστός της δεκαετίας του ογδόντα ήταν ένας καλός πολίτης. Κι οι πατεράδες μας ήταν οι καλλίτεροι απ’ όλους. Χρειάζεται να αποτρέπουμε απ’ την ποίηση όποιον δεν είναι γεννημένος να γίνει ποιητής. Όποιος είναι γεννημένος να γίνει ποιητής θα ασχοληθεί με την ποίηση παρά την αντίδραση των πάντων και εναντίον τους. Και ίσως να γίνει ακόμη καλύτερος ποιητής αφού το ζωντανό του ένστιχτο θα έχει καταπιεστεί για περισσότερο καιρό και με μεγαλύτερο πείσμα.
[ΠΗΓΗ: Αντώνης Αντωνάκος, Εμείς τα μανεκέν, από το προσωπικό του ιστολόγιο Ο ΑΔΕΣΠΟΤΟΣ ΣΚΥΛΟΣ: dromos.wordpress.com/ ]