Κάποιος ρωτούσε τι ώρα είναι, άλλος βλαστήμαγε που πέρασε η ώρα… Άλλος ζητούσε μια αφετηρία λεωφορείων, άλλος μιαν αφετηρία της μέρας, άλλος – ο πιο επικίνδυνος για το σιγουρεμένο καθεστώς ζητούσε μια αφετηρία πουλιών… Αν θα σε ξαναβρώ δεν ξέρω πού θα σε τρακάρω πάλι, σε πόλη ολοκαίνουργια με εναέριους δρόμους ή σε μοντέρνα ερημιά ή μες το τελευταίο σκοτάδι… Και θα ’χω άραγε ακόμα την παλιά καρδιά;
Ο Θωμάς Γκόρπας διέσχισε το βίο του σαν αγρίμι που χτυπιέται στο κλουβί του και δεν απαίτησε ποτέ τίποτα περισσότερο από μια νυχτερινή γωνιά για να καπνίζει και να γράφει ποιήματα με καθημερινά υλικά, καθημερινές μεθόδους και καθημερινούς ρυθμούς. Η ποίησή του, αν και αποτέλεσμα βαθύτατης σκέψης και εκφραστικής αρτιότητας, έχει την επιθετικότητα με την οποία η πραγματικότητα χώνει τα χέρια της στις φτωχικές τσέπες της ψυχής… Είναι σπουδαία η ποιητική τακτική του Γκόρπα. Δούλεψε με υλικά παραγνωρισμένα. αξιοποίησε συναισθήματα που είχαν εγκαταλειφθεί από τους ποιητές στην πλαδαρότητα του μικροαστισμού. Τα καθάρισε, τους έδωσε πλαστικότητα. Το τι πέτυχε το δείχνουν τα ποιήματά του, αλλά και η διείσδυσή τους στην αισθητική συνείδηση των σημερινών ποιητών.
ΠΛΑΝΑ
Στο πρώτο πλάνο υπάρχει μια ερημιά
γεμάτη χρώματα στολίδια ραντεβού και μίση
στο δεύτερο η αγάπη
στο τρίτο πάλι μια ερημιά και βουτηγμένη τώρα στο πηχτό σκοτάδι
στο τέταρτο πάλι η αγάπη τώρα τυφλή και μεθυσμένη
στο πέμπτο πάλι μια ερημιά μαύρη και στάζει αίμα
στο έκτο ούτε ερημιά ούτε αγάπη με ή χωρίς φως ή σκοτάδι
στο έκτο μεταμεσονύκτιος δρόμος καλοκαιρινό
κι ένας άνδρας βιαστικός καπνίζοντας τον διασχίζει
η νύχτα λάμπει σαν ημέρα και μονάχα το γλυκό αεράκι
δροσίζει τα καμένα φύλλα της καρδιάς του…
ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΠΑΛΑΙΩΝ ΦΙΛΩΝ (μνήμη Νίκου Καρούζου)
Ένας φίλος ήρθε απόψε από παλιά
Πρόκειται περί αγάπης ή αναμνήσεως της αγάπης;
Παντού στην Αθήνα μας τραύματα νωχελικά
μόνον η αδέσποτη νύχτα της μένει ακόμα δική μας
σα σκυλί προδομένη αγάπη σα διάχυτο λαϊκό τραγούδι
γιομάτο ευγένεια.
Βέρα Βόδη μια αδάμαστη ακόμα γυναίκα ή ναυαγισμένη αδιάφορο
στην άλλη μεριά ενός μεθυσμένου τηλεφώνου
είναι γυμνή κι έχει στο σώμα της τόπους τόπους πληγές
ή κρέμες νυκτός αδιάφορο αδιάφορο αδιάφορο
γιατί τώρα αυτή η στιγμή στην πλατεία Κολωνακίου ώρα δύο μετά τα μεσάνυχτα
εγώ κι ο φίλος μου είμαστε δυο δίδυμες πληγές εξάρσεως
ή δυο άνθη πεθαμένα στη γέννα τους
ή δυο λαμπρά αυτοελεγχόμενα πέη
οι πεθαμένοι φίλοι μας οι χαμένοι φίλοι μας οι καφέδες και τα τσιγάρα μας
οι παπαγάλοι οι λεχρίτες οι σβηστοί.
Βέρα Βόδη ωραίο όνομα ποιητικό θαυμάσιες λέξεις όπως
βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική…
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίοες λέξεις όπως
βραδινό αγέρι ανεμώνες μελαγχολική μουσική
Πρέπει να βασανίζονται να ταπεινώνονται οι ωραίες λέξεις όπως
οι ωραίες γυναίκες μπας και αγαπηθούν στο τέλος.
Οι χασάπηδες της χαράς είναι σαν άγριοι σεμνοί βασιλιάδες
όταν πέφτουν δάκρυα στο ποτήρι το κρασί βάφεται
‘όταν πέφτουν τραγούδια ματώνει
αλλά με τίποτε δεν νερώνει
ούτε με Βέρες Βόδη ούτε με Χριστούς ούτε με γλυκές κάμαρες.
Οι σύγχρονες κάμερες είναι συντριπτικές των αναμνήσεων.
Θα πάρω ταξί θα πάρω τσιγάρα θα πάρω λαχεία θα πάρω το δρόμο του γυρισμού
και θα τον πάρω ακριβώς γιατί κανένας δεν με περιμένει
τι Προμηθέας τι τραγουδιστής τι πρώτη αγάπη το ίδιο κάνει.
Από ένα σημείο και πέρα σβήνουν τα φώτα
δεν έχει φώτα δεν έχει λιμάνια δεν έχει φαρμακεία γενικώς
διανυκτερεύοντα έχει
την αθέατη πλευρά του θανάτου που ξεδιπλώνεται ανοίγει λίγο λίγο και τα μάτια
γίνονται τεράστια στα μπαλκόνια τους
έρχονται τα φύλλα της καρδιάς ν’ αγναντεύουν
καπνίζοντας το τσιγάρο τους να ονειροπολήσουν
τα πήρε ο ύπνος κι έγειραν
για πάντα.
Πριν και μετά τη Βέρα Βόδη σκοτάδι
πριν και μετά τ’ άνθη του αίματος σκοτάδι
και μόνο το τραγούδι καταργεί τα άκρα
τα φάρμακα τις υπερβολικές δόσεις χαράς
τ’ άσπρα σπιτάκια και τα πράσινα άλογα.
Υπάρχουνε ως ανοιχτές πληγές κόντρα στα καλά λόγια
τα καλά παιδιά και τα καλά λάδια
υπάρχουνε ως υπογραφές κόκκινες κατακόκκινες της φωτιάς
σ’ απίθανα σημεία της νύχτας.
Δεν αφήνουμε απλώς τραγούδια πίσω μας στο μέλλον αλλά τα κομμάτια μας
και κάπου μακριά ακόμα
άρχισαν να κατασκευάζονται τα νέα μουσικά όργανα.
ΑΓΑΠΕΣ
Φύσημα των δένδρων σβήσιμο του κύματος
άναμμα των φώτων σε πόλεις παραλιακές
ωραία πράγματα στον τοίχο ωραία κι ανώνυμα
παρηκμασμένα μαγαζιά έρημοι σιδηροδρομικού σταθμοί
τυχαία ταξίδια μαγικά σ’ αγνοημένα μέρη επαρχιακά.
ΤΡΑΓΩΔΙΑ
Κανείς δεν σκέφτηκε να κλείσει φεύγοντας την πόρτα
κανείς δεν σκέφτηκε τον άνεμο που θα ’ρχονταν σε λίγο
κανείς δεν σκέφτηκε τι άφηνε και τι έπαιρνε κοντά του
φύλλα μαχαίρια βλέμματα ή τα τελευταία λόγια
που θα ’διναν στην παρεξήγηση ένα τέλος.
Θέλω να σ’ αγαπήσω μα δεν γίνεται έχω αργήσει
θέλω να σ’ αγαπήσω όσο δεν μ’ αγάπησε κανένας
να σκιστώ για σένα ν’ αλλάξω γειτονιά ν’ αλλάξω στέκια.
Τώρα πελώρια άγνωστα χέρια ασυνείδητα με δέρνουν
τώρα ξαφνικά νερά μου έκλεισαν όλους τους δρόμους
τώρα παλιά τραγούδια λαϊκά βαραίνουν τον αέρα…
Αν θα σε ξαναβρώ δεν ξέρω πού θα σε τρακάρω πάλι
σε πόλη ολοκαίνουργια με εναέριους δρόμους
ή σε μοντέρνα ερημιά ή μες στο τελευταίο σκοτάδι…
Και θα ’χω άραγε ακόμα την παλιά καρδιά;
ΠΛΗΓΕΣ
Πληγή από σίδερο πληγή από κάψιμο πληγή από χάδι
πληγή απ’ το φιλί τρελής ξανθιάς
πληγή από σφύριγμα το βράδυ
πληγή από της ερημιάς το μελαγχολικό τραγούδι
πληγή απ’ αγκάθι ρόδου
πληγή από την καλημέρα ξένου
πληγή της γειτονιάς σαν παίρνει να βραδιάζει
πληγή από ανυπόφορη αγάπη
λυσσασμένη γάτα
λυσσασμένη αγαπημένη
λυσσασμένο εργοδότη
πληγή απ’ τ’ αδυσώπητο εργαλείο της δουλειάς
πληγή απ’ την καλοσύνη ανυποψίαστης αγκαλιάς
πληγή απ’ το μεγαλείο της φτωχιάς
πληγή απ’ την ανάμνηση κι από βαριά κουβέντα
απ’ το μαχαίρι του ριγμένου φίλου
πληγή από φωτιά φωτιά κι από φωτιά ονείρου
πληγή απ’ του αποτυχημένου την ντροπή
κι απ’ τη σιωπή του ντροπιασμένου
πληγή απ’ τα νύχια τρομοκρατημένου
πληγή απ’ τα νύχια απ’ τα δόντια απ’ τα αχ απ’ τα φιλιά
της προδομένης που γαντζώθηκε πριν φύγει πάνω σου
και μένει εκεί για πάντα να σου γδέρνει την καρδιά
πληγή της εξορίας της φυλακής και της ελευθερίας
πληγή απ’ τη μάχη κι απ’ τη μάχη σου στο σπίτι
πληγή απ’ αυτόν που σ’ έριξε στο παζάρι
πληγή απ’ το πικρό παράπονο του αλήτη
πληγή απ’ το στόμα της που βασανίζεται στην ξενιτιά
κι ακόμα η πληγή για την πληγή που δεν ομολογεί ποτέ κανένα στόμα…
ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ
Θα καταργήσω τον ουρανό θα καταργήσω τη γη
και θ’ αφήσω μόνο ένα ουζερί
για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό
κι εσύ
να περνάς απ’ έξω.
ΕΜΕΙΣ (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ)
Πιθανόν εμείς να πέφτουμε έξω μ’ όλα αυτά τα φτηνά μας γούστα που τα πληρώνουμε πανάκριβα για τα μπουζούκια και τα παρεμφερή ωραία πράγματα…
Πιστεύω να υπάρξει ένας παράδεισος και για μας γεμάτος ανυπολόγιστα φιλιά τσιγάρα καφέδες και κρασιά κουτούκια και ταξιά έρημες μεταμεσονύχτιες πλατείες κλειστά μαγαζιά κλειστά παράθυρα κι από πίσω οι καλές γυναίκες μόνες ή με τον άνδρα τους και γι’ αυτό δυο φορές μόνες…
ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟ (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ)
Πώς και δεν πέθανε ο Απολλιναίρ μέσα στην ποίησή του;
Με ποιο φακό διακρίνουμε τα σκοτεινά σημεία της αγάπης;
Βρέχει και βρέχομαι κι ο ήλιος τουρτουρίζει μέσα μου!..
ΑΠΟΨΗ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑΣ (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ)
Μαύρο άλογο τρώει τριαντάφυλλα άσπρα.
Δε μπορώ να νιώσω έναν άνδρα που έχει αγγίξει
απογευματινά τριφύλλια και δεν έγινε λιγάκι τρυφερός.
ΑΧ ΠΟΥ ’ΣΑΙ ΝΙΟΤΗ… (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ)
Ο Μπάμπης ο Χαράλαμπος ο Χάρης
αστήρ του σινεμά μα έγινε πορτιέρης
με μόνιμη γυναίκα και με καθαρά πουκάμισα επιτέλους
και σίγουρα τσιγάρα και τέρμα τα όνειρα
πήζοντας στα χαμόγελα των ψεύτηδων και των χέστηδων της ζωής.
Ο Μπάμπης ο Χαράλαμπος ο Χάρης ο Χαρούλης
στο κάτω κάτω της γραφής στο τέλος τέλος
του μπαρ Μπαρίνο η φίντα μιας γριάς της Πατησίων η φίρμα
ψεύτης και χέστης και μπεκρής και κιτρινιάρης
αυτός που τον θυμάμαι σαν να ήταν χθες αδιάλλακτο και μπουτσαρά
και παλληκάρι ο φίλος μας της φτώχειας και του φαρμακιού ο Χάρης…
Το πέραν του Ποιήματος είναι μια δύση φεγγαριού στην οδό Ιουλιανού μετά το οδυνηρό σώσιμο των τσιγάρων ξημερώνοντας…
Δίχως επαγγέλματα και δίχως βίτσια
δίχως στραπάτσα κι αλαλούμ αγάπες
δίχως κολλημένα μπρίκια και κολλημένα φτερά ονειρεύομαι τη ζωή…
(Αχ! ξερό χωράφι στη μέση αγριαπιδιά
από δω η θάλασσα από κει και τα βουνά…)
Ζωή χτισμένη με κρασιά τσιγάρα κι αποτσίγαρα καταναλωθέντα χέρια υπονοούμενα και βλέμματα…
Ακόμα ονειροπολώ για όλους μια καλύτερη ζωή
ίσως για τη δική μου ευχαρίστηση κι αυτό λίγο δεν είναι…
Χτενίζουμε το θάνατο χτενίζοντας τα μαλλιά μας
τελειώνει η μέρα τελειώνει η νύχτα τα φιλιά μας ποτέ δεν δόθηκαν…
[κτερίσματα στίχων του Θωμά Γκόρπα από το βιβλίο ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΣΚΙΑ δεύτερος κύκλος της ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ που επιμελήθηκε ο Γιώργος Μπλάνας στις εκδόσεις ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Αθήνα 2013 και από τη συλλογή ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ εκδόσεις ΕΞΟΔΟΣ 1983]
Ο Θωμάς Γκόρπας γράφει γι’ ανθρώπους, δεν ανακυκλώνεται στην αποτύπωση του προσωπικού του πόνου και δυστυχίας, αλλά καταφέρνει να το ανατρέψει ομαδικά και μέσω αυτού να δημιουργήσει το ακριβώς το αντίθετο. Την ελπίδα, την ανατροπή και την πρόοδο. Και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ξεπερνάει τη μεγαλύτερη παγίδα της ποίησης, το ναρκισσισμό. Κάτι που τον βοηθάει ακόμα και υπό τη σκιά να πάλλεται στα μέτρα του μέλλοντος