Κι έτσι πέθαιναν οι μέρες και, μαζί με τις μέρες, τα χρόνια, ώσπου, ένα πρωί, συνέβη κάτι που είχε τη μορφή της ευτυχίας: έβρεξε μια αργή, εξουσιαστική βροχή… Την πραγματικότητα τη δεχόμαστε εύκολα, ίσως γιατί διαισθανόμαστε ότι τίποτα δεν είναι πραγματικό…( Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ο Αθάνατος)
Η ταπεινοφροσύνη και η αθλιότητα του τρωγλοδύτη έφεραν στο νου μου την εικόνα του Άργου, του γέρικου και ετοιμοθάνατου σκύλου της Οδύσσειας, κι έτσι τον ονόμασα Άργο και επιχείρησα να τον διδάξω. Όσες φορές δοκίμασα, απέτυχα. Τελείως μάταιες αποδείχθηκαν και η φιλικότητα και η επιμονή και η αυστηρότητα. Ακίνητος, με μάτια ανέκφραστα, δεν έδειχνε ν’ αντιλαμβάνεται τους ήχους που προσπαθούσα να του επιβάλω. Στεκόταν λίγα βήματα από μένα, κι ήταν σαν να βρισκόταν πολύ μακριά. Ξαπλωμένος στην άμμο, από το λυκαυγές ως το λυκόφως, σαν μια μικρή και ρημαγμένη σφίγγα από λάβα, άφηνε να γυρνούν οι ουρανοί από πάνω του.
Μου ήταν αδύνατον να πιστέψω ότι δεν είχε καταλάβει το σκοπό μου. Θυμήθηκα αυτό που έλεγαν οι Αιθίοπες, ότι δηλαδή οι πίθηκοι επίτηδες δεν μιλάνε, για να μην τους αναγκάσουν να δουλέψουν, και απέδωσα τη σιωπή του Άργου σε καχυποψία ή σε φόβο. Από αυτή την εικασία, πέρασα σε άλλες, εξίσου εξωφρενικές. Σκέφτηκα ότι ο Άργος κι εγώ ανήκαμε σε διαφορετικά σύμπαντα. Σκέφτηκα ότι οι αντιλήψεις μας ήταν ίδιες, αλλά ότι ο Άργος τις επεξεργαζόταν με διαφορετικό τρόπο και συνέθετε με αυτές άλλα αντικείμενα, αλλά μια αέναη και ιλιγγιώδης εναλλαγή εντυπώσεων απειροστής διάρκειας. Σκέφτηκα έναν κόσμο χωρίς μνήμη, χωρίς χρόνο, εξέτασα την πιθανότητα μιας γλώσσας αποκλειστικά με απρόσωπα ρήματα ή άκλιτα επίθετα.
Κι έτσι πέθαιναν οι μέρες και, μαζί με τις μέρες, τα χρόνια, ώσπου, ένα πρωί, συνέβη κάτι που είχε τη μορφή της ευτυχίας: έβρεξε μια αργή, εξουσιαστική βροχή.
Οι νύχτες στην έρημο είναι παγερές καμιά φορά, εκείνη η νύχτα όμως ήταν καμίνι. Ονειρεύτηκα ότι ερχόταν να με σώσει ένας ποταμός της Θεσσαλίας (στα νερά του οποίου είχα επιστρέψει ένα χρυσόψαρο), τον άκουγα να πλησιάζει πάνω στην κόκκινη άμμο και τη μαύρη πέτρα. Με ξύπνησε η δροσιά του αέρα κι ο βόμβος της βροχής. Έτρεξα γυμνός να την υποδεχθώ. Η νύχτα είχε αρχίσει να φεύγει. Κάτω απ’ τα κίτρινα σύννεφα οι άνθρωποι της φυλής, χαρούμενοι όπως κι εγώ, προσφέρονταν στη ζείδωρη νεροποντή μ’ ένα είδος έκστασης. Έμοιαζαν με Κορύβαντες που είχαν καταληφθεί από τον θεό. Ο Άργος, με τα μάτια καρφωμένα στο στερέωμα, γόγγυζε, ρυάκια όργωναν το πρόσωπό του. Δεν ήταν μόνο η βροχή (όπως έμαθα αργότερα), αλλά και δάκρυα. Άργε! φώναξα, Άργε!
Και τότε, μ’ ένα ευγενές δέος, σαν να ’χε ανακαλύψει κάτι χαμένο και λησμονημένο από πολύν καιρό, ο Άργος ψέλλισε αυτές τις λέξεις: «Ένθα κύων κείτ’ άργος». Κι ύστερα, χωρίς να με κοιτάξει: «κείται ενί κόπρω».
Την πραγματικότητα τη δεχόμαστε εύκολα, ίσως γιατί διαισθανόμαστε ότι τίποτα δεν είναι πραγματικό. Τον ρώτησα τι ήξερε για την Οδύσσεια. Με πολλή δυσκολία καταλάβαινε τα ελληνικά. Χρειάστηκε να του επαναλάβω την ερώτηση.
Πολύ λίγα πράγματα, είπε. Λιγότερα κι από τον τελευταίο ραψωδό. Πάνε κιόλας χίλια εκατό χρόνια από τότε που την έγραψα.